Σταύρος Ζουμπουλάκης, Άσπονδοι αδελφοί

Σχολιάστε

Σταύρος ΖουμπουλάκηςΆσπονδοι αδελφοί: Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοιεκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-16-8357-7.

 

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Τα περισσότερα κείµενα αυτού του βιβλίου συζητούν µια σκοτεινή πλευρά των τριών µονοθεϊσµών, εκείνη που αφορά τη µεταξύ τους σχέση, η οποία είχε για κύριο γνώρισµά της τη µισαλλοδοξία και σφραγίστηκε συχνά από το χυµένοαίµα, και ας αναγνωρίζουν και οι τρεις ως κοινό πατέρα της πίστης τους τον Αβραάµ. Το πρότυπο αυτού του µίσους είναι ο χριστιανικός αντιιουδαϊσµός. Εχθρότητα, συχνά µάλιστα σφοδρότερη, χώρισε και τους πιστούς της ίδιας θρησκείας µεταξύ τους: η Ευρώπη έχει πικρή πείρα αυτής της εχθρότητας µε τους οµολογιακούς θρησκευτικούς πολέµους του 16ου αιώνα και σήµερα είµαστε µάρτυρες αιµατηρής εχθρότητας στο εσωτερικό του Ισλάµ. Γίνεται ωστόσο λόγος στις σελίδες του βιβλίου και για ορισµένες φωτεινές περιπτώσεις ανθρώπων, χριστιανών περισσότερο, που άφησαν πίσω τους αιώνες µισαλλοδοξίας και έζησαν και πέθαναν για έναν κόσµο φιλοξενίας και ελευθερίας. Την ειρηνική συνύπαρξη των πιστών των διαφόρων θρησκειών, την οποία δεν µπόρεσαν να την εγγυηθούν οι ίδιες, την εγγυάται το δηµοκρατικό, ουδετερόθρησκο κράτος, γι’ αυτό θα έπρεπε και οι ίδιες οι θρησκείες να το υπερασπίζονται παντού και χωρίς εξαιρέσεις.

***

Παραθέτουμε την κριτική του Μιχάλη Πάγκαλου που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των συντακτών» στις 19/10/2019: 

Ο Θεός στον αδελφό

Του Μιχάλη Πάγκαλου

Με το Άσπονδοι αδελφοί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μελετά, μεταξύ άλλων, το παρελθόν και το παρόν των μονοθεϊστικών θρησκειών, καθώς και τις μεταξύ τους αντιφορές και συγκρούσεις. Διανοούμενος πρώτης γραμμής ο Ζουμπουλάκης, πιστός χριστιανός και βαθιά αριστερός –αλλά αριστερός με αφανάτιστη και αδογμάτιστη σκέψη–, δεν μιλά ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής, δεν γράφει ακαδημαϊκά: διαθέτει προσωπικό ερώτημα. Όπως σε όλα του τα γραπτά, έτσι και εδώ ο προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει πίσω από τις γραμμές την έντονη αγωνία του συγγραφέα για το μέλλον της θρησκείας και της ηθικής στον κόσμο μας. Ο συγγραφέας ξαναπιάνει έτσι το νήμα του προβληματισμού που είχε καταθέσει στο Ο Θεός στην πόλη (Εστία, 2002).

Οι χριστιανοί διώκονται στις μουσουλμανικές χώρες μέσα στη γενική αδιαφορία. «Ο χριστιανισμός -λέει ο Ζουμπουλάκης- είναι σήμερα η πλέον διωκόμενη θρησκεία στον πλανήτη» (203). Ποιο είναι το μέλλον των μονοθεϊστικών θρησκειών σε μια άθεη Ευρώπη που, αφενός, αδιαφορεί για τους διωγμούς των χριστιανών και, αφετέρου, μισεί η ίδια –αναβιώνοντας αρχαϊκούς φόβους– τον πρόσφυγα, τον ξένο και τον μουσουλμάνο; Ο μονοθεϊσμός, ως σχολείο «φιλοξενίας και αντιρατσισμού» (Λεβινάς), θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά.

Ο Ζουμπουλάκης δεν εξωραΐζει, αλλά μιλά με βαθιά γνώση και επιχειρήματα. Το βιβλίο εξετάζει τη «σκοτεινή πλευρά» των τριών μονοθεϊσμών, δηλαδή, την αμοιβαία μισαλλοδοξία που οδηγεί στο χυμένο αίμα. Οι σχέσεις μεταξύ των τριών «τέκνων του Αβραάμ», ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και ισλάμ, υπήρξαν συχνά μέσα στην Ιστορία σχέσεις φανατισμού και μίσους.

Τέσσερις από τις μελέτες του είναι αφιερωμένες στο πρόβλημα του χριστιανικού αντιιουδαϊσμού και του αντισημιτισμού. Με παρρησία, θεωρεί μάλιστα τον χριστιανικό αντιιουδαϊσμό το «πρότυπο» των μορφών που λαμβάνει η θρησκευτική μισαλλοδοξία. Στο ερώτημα του Ρεζίς Ντεμπρέ «πώς είναι δυνατόν να λατρεύεις τον Θεό του ελέους και ταυτόχρονα να σκοτώνεις και μάλιστα εν ονόματι αυτού ακριβώς του Θεού;» ο Ζουμπουλάκης προτιμά να μη δώσει μια βολική, ιδεολογική απάντηση, αλλά να το κρατήσει ανοιχτό:

«[το ερώτημα] μένει πάντα εκεί, αναπάντητο, για να τυραννά τη συνείδηση και να την κρατάει άγρυπνη. (…). Η Βίβλος λοιπόν πρώτη, χιλιάδες χρόνια πριν από τον Ντεμπρέ, έφερε στο φως της συνείδησης το φοβερό ενδεχόμενο να λατρεύεις τον Θεό και να σκοτώνεις τον αδελφό σου» (37, 40).

Τα κείμενα αυτά του βιβλίου για τον χριστιανικό αντιιουδαϊσμό και τον αντισημιτισμό αποτελούν πρωτοποριακές για τη χώρα μας μελέτες των ζητημάτων αυτών. Ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι το ιστορικό αίνιγμα είναι ο αντιιουδαϊσμός. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται εδώ από διεθνούς κύρους μελετητές του αντιιουδαϊσμού, όπως ο Ντέιβιντ Νίρεμπεργκ. Πράγματι, στο σπουδαίο βιβλίο του Anti-Judaism: The Western Tradition (2014), ο Νίρεμπεργκ θεωρεί ότι με την αντιιουδαϊκή πολεμική η Δύση εξήγησε και πολέμησε «ό,τι ήθελε εκάστοτε να εξηγήσει και να πολεμήσει» (131). Σύμφωνα με τον Ζουμπουλάκη, όμως, η γενική ερμηνεία αυτή του Νίρεμπεργκ υποτιμά την τεράστια σημασία που έχει για τη χριστιανική συνείδηση και τον πολιτισμό της Ευρώπης το ιδρυτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης. Δεν βλέπει έτσι ότι η πηγή του αντιιουδαϊσμού της χριστιανικής Εκκλησίας βρίσκεται μέσα στην ίδια την Καινή Διαθήκη:

Αν η πηγή αυτή βρίσκεται, όπως πιστεύω, στην Καινή Διαθήκη, το ερώτημα γίνεται εξαιρετικά δυσαπάντητο και για ορισμένους μας τραγικό. […] ανάμεσα στις δύο θρησκείες [ιουδαϊκή και χριστιανική] θα υπάρχει πάντα ένταση και σύγκρουση (71).

Οσο δύσκολη και τραγική και αν είναι η διαπίστωση αυτή, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μια στάση αυτοκριτικής και μετάνοιας των χριστιανικών Εκκλησιών στο ζήτημα της ιστορικής τους σχέσης με τον εβραϊκό κόσμο. Η αυτοκριτική αυτή διεργασία μάλιστα έχει ήδη γίνει από την Καθολική και τις Προτεσταντικές Εκκλησίες, δίνοντάς μας σπουδαία κείμενα και Διακηρύξεις, όπως η Nostra Aetate (1965) της Β’ Βατικανής: «όλα όσα ορίζει η Nostra Aetate αποτελούν πλέον στοιχειώδεις πεποιθήσεις ενός σημερινού χριστιανού της Δύσης» (107). Αντίθετα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι «η φρικτή είδηση της εξόντωσης των Εβραίων στο Αουσβιτς δεν έχει ακόμη φτάσει στα αυτιά της» (71).

Το βιβλίο συμπληρώνεται και από άλλα κείμενα (είκοσι τρία συνολικά), εντελώς ξεχωριστά το καθένα τους. Σε ένα από αυτά («Χριστιανική μαρτυρία στη Γάζα»), ο συγγραφέας αναφέρεται στον Παλαιστίνιο καθολικό Μανουέλ Μουσαλάμ, ιερέα μιας μικρής κοινότητας διακοσίων ψυχών στη Γάζα, σε αυτήν την «ανοιχτή φυλακή ενάμισι εκατομμυρίου μουσουλμάνων, διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση» (171). Το καθοριστικό βίωμα του Μουσαλάμ είναι το βίωμα της εξορίας, το βίωμα του ίδιου του Χριστού, του «κατεξοχήν Εξόριστου» (Ιω 1:10-11). Σε αυτήν την τρομακτικά δύσκολη συνθήκη, ο αμπουνά Μανουέλ Μουσαλάμ πορεύεται ξαρμάτωτος, με μοναδικό του στήριγμα την πίστη του στον Χριστό:

Είμαι ένα άγριο δέντρο μπολιασμένο στο μοναδικό δέντρο που είναι ο Χριστός. Στη ζωή μου φοβήθηκα, αρρώστησα, συνάντησα δυσκολία με το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα δούλεψα, βοήθησα παιδιά να μεγαλώσουν, φρόντισα φτωχούς, αρρώστους, λαβωμένους της ζωής, κήρυξα το Ευαγγέλιο (181).

Εν κατακλείδι, οι φωτεινές αυτές περιπτώσεις ανθρώπων, χριστιανών κατά βάση, που αφήνοντας πίσω τους αιώνες μισαλλοδοξίας έζησαν και πέθαναν για έναν κόσμο αγάπης και ελευθερίας, έρχονται να φωτίσουν με ένα άλλο φως ολόκληρο το βιβλίο. Χωρίς υπερβολή, οι Άσπονδοι αδελφοί αποτελούν πολύτιμο βοήθημα και, θα τολμούσα να πω, στήριγμα για κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι η πίστη στον Θεό οφείλει να συνομιλεί με την εποχή της και, κυρίως, να αντιπαλεύει τη δεισιδαιμονία και τον φανατισμό που οδηγούν στο μίσος του άλλου ανθρώπου. Το βιβλίο είναι φωτεινό. Το φως της πίστης δεν σβήνει αλλά δυναμώνει με το φως του λόγου και της αλήθειας.

Σωστά, ο Ζουμπουλάκης επισημαίνει ότι ο εγγυητής της ειρηνικής συνύπαρξης των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών δεν είναι άλλος από το ουδετερόθρησκο (laïc) δημοκρατικό κράτος. Μόνο η δημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία, το ελεύθερο φρόνημα που είναι προϋπόθεση μιας συνειδητής αφιέρωσης στον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο «διαδικασία»: δεν μπορεί να «συναντιόμαστε μέσα στην παραίτηση από αυτό που είμαστε» [Αντρέ Νεέρ] (71). Αν αυτό ισχύει για όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο λόγος και η δημοκρατία αποτελούν σήμερα προϋπόθεση και για έναν φωτεινότερο και ευαγγελικότερο χριστιανισμό.

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/215374_o-theos-ston-adelfo

Π. Κονδύλης – Ε.Χ. Γονατάς: Εκλεκτικές συγγένειες

Σχολιάστε

Συλλογικό, 5 οικουμενικοί Έλληνες στοχαστές: Αξελός, Καστοριάδης, Κονδύλης, Πουλαντζάς, Σβορώνος, εκδόσεις Η εφημερίδα των συντακτών και Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, ISBN: 978-960-9797-27-6.

Π. Κονδύλης – Ε.Χ. Γονατάς: Εκλεκτικές συγγένειες

«Είναι αυτός ο φουσκωμένος διάνος φιλόσοφος;»

«Είδες που έχω δίκιο για τα ψώνια που μαζεύεις;»

του Αιμίλιου Καλιακάτσου

Εκείνη τη μέρα, 12 Οκτωβρίου 1983, στις 2 το μεσημέρι περίμενα στο τυπογραφείο τον Κονδύλη να πάρει διορθώσεις του βιβλίου, στη σειρά της «Γνώσης» που διηύθυνε, και να δει επί τόπου δοκίμια του εξωφύλλου. Το ραντεβού είχε οριστεί 6 μήνες νωρίτερα. Γερμανική συνέπεια και εκνευριστική ακρίβεια, χρόνια τώρα. Ημουν, βεβαίως, έτοιμος – κι ας τολμούσα να κάνω αλλιώς. Νωρίτερα, στις 11, θα κατέφθανε ο Γονατάς να ρίξει μια ματιά στις τελευταίες (;) διορθώσεις του βιβλίου του. Οι ώρες ταίριαζαν και για τις δυο δουλειές. Ομως, κι αυτό καθόλου ασυνήθιστο, ο Νώντας αντί για τις 11 ήρθε με «ολίγη καθυστέρηση» στις 2 παρά τέταρτο. Καθώς του ’φτιαχνα καφέ, ευχόμουν ο Τάκης να καθυστερήσει. Δουλειά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο δεν μπορούσε να γίνει.

Δύο ακριβώς άνοιγε η πόρτα και χαιρετώντας με εκ του μακρόθεν ανέκραξε, με το γνωστό τρανταχτό, μεταδοτικό του γέλιο: «Χαίρε, λευκέ νέγρε!». Οταν ερχόταν από τη Χαϊδελβέργη μάς στόλιζε, καθώς μας έβρισκε συγκεντρωμένους να τον περιμένουμε, με τα παρόμοια. Το καλοκαίρι το περνούσε στη Γερμανία, γιατί έλειπαν οι Γερμανοί σε διακοπές, και ξεχειμώνιαζε στην Αθήνα καθώς είχαν επιστρέψει. «Χαίρε ευδαίμων Αραβία! Περνάτε, ευθύς αμέσως, από τη θερινή ραστώνη στη χειμερία νάρκη» και άλλα ανάλογα, γελώντας σύγκορμος. Μας πονούσε, αλλά δεν είχε κι άδικο.

Βρέθηκα σε δύσκολη θέση για την άκαιρη συνάντηση. Στην αμηχανία μου τα θαλάσσωσα στις συστάσεις. «Ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης» στον Νώντα, «Ο ποιητής Εψιλον Χι Γονατάς» στον Τάκη.

Ο Νώντας γινόταν έξαλλος όταν άκουγε «φιλόσοφος». «Πάψε, βρε πουλάκι μου, αυτοί τριχοτομούν την τρίχα. Γράφουν για να συλλέξουν μόρια στην πανεπιστημιακή τους καριέρα. Φλυαρίες που δεν αφορούν κανέναν. Ο τελευταίος φιλόσοφος που διαβάζω ξανά και ξανά είναι ο Σοπενάουερ». «Μαζεύεις εδώ όλα τα ψώνια, ποετάστρους της συμφοράς. Επειδή δεν μπορούν να γράψουν συγκροτημένα δέκα αράδες καταλογάδην, κάνουν ποιήματα με ασυναρτησίες και τρισάθλια ελληνικά και τα δικαιολογούν ως ποιητικές άδειες. Αδειο είναι το κεφάλι τους».

Αρπάχτηκαν για τα καλά, βεβαίως με «αστική ευγένεια», λόγω ανατροφής. Ο Τάκης έφυγε πριν της ώρας του, κατακόκκινος από θυμό, χωρίς καν να μας χαιρετίσει.

«Είδες που έχω δίκιο. Είναι αυτός ο φουσκωμένος διάνος φιλόσοφος; Να τη βράσω την πολυξεροσύνη και γλωσσομάθειά του. Δεν αντιλαμβάνεται απολύτως τίποτα».

Την επαύριο ήρθε ο Τάκης να πάρει τα δοκίμια. «Είδες που έχω δίκιο για τα ψώνια που μαζεύεις; Και το μεγαλύτερο είναι αυτός ο Εψιλον Χι».

Κάνα μήνα αργότερα, στο τυπογραφείο, Σάββατο μεσημέρι για την καθιερωμένη κρασοκατάνυξη και τα συναφή. Συνήθεια χρόνων. Συνέπεσαν οι δυο τους χωρίς να ανταλλάξουν καν χαιρετισμό. Γρήγορα έδεσαν τα «πηγαδάκια». Οι «φιλολογούντες» στον κύκλο του Γονατά και οι «φιλοσοφούντες» στου Κονδύλη. Οι πρωταγωνιστές έδειχναν εμφανώς να «αδιαφορούν» παντελώς ο ένας για τον άλλον. Υποτίθεται. Με την άκρη του ματιού και τα αυτιά τσιτωμένα παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στη διπλανή παρέα. «Κύριε Κονδύλη, για ποιον Γιούγκερ μιλάτε;». «Μα για τον Ερνστ, κύριε Γονατά». «Τον ξέρετε; Εχω τα Απαντά του, σε γαλλική μετάφραση. Τον λατρεύω». «Είναι φίλος μου. Τον επισκέπτομαι συχνά. Η πολίχνη που διαβιοί είναι κοντά στη Χαϊδελβέργη. Εχουμε και αλληλογραφία». «Και είναι πράγματι 88 χρονών, κυκλοφορεί με ποδήλατο και καπνίζει 4 πακέτα άφιλτρα τσιγάρα;». «Ακριβώς. Βλέπω γνωρίζετε λεπτομέρειες!».

Ολοι μας ακούγαμε το όνομα του Γερμανού συγγραφέα πρώτη φορά. Στα ελληνικά δεν είχε, μέχρι τότε, κυκλοφορήσει τίποτε. Οι κύκλοι όμως παρέμεναν άτμητοι. Σε λίγο: «Ακουσα, κύριε Γονατά, να αναφέρεσθε με θαυμασμό στον Γκριλπάρτσερ. Σπουδαίος. Τον αναγιγνώσκω μετ’ ευχαριστήσεως».

Μετά από κάμποσα τέτοια οι κύκλοι ενώθηκαν. Τα «κύριε» ευθύς παραμερίστηκαν και, πράγμα απρόσμενο για τις πεποιθήσεις και των δύο, αντικαταστάθηκαν με τα τρυφερά «Τάκη μου», «αγαπητέ μου Νώντα». Δεν υπήρχε περιοχή της Τέχνης που να μην κατείχαν και τις υποσημειώσεις. Λάτρευαν τον Μπονιουέλ, τον Σκριάμπιν, τον Αϊβαζόφσκι, τον Λεσκώφ, τον Σολωμό, τους Ρώσους παντός καιρού και εποχής (ο Τάκης τους διάβαζε στο πρωτότυπο), τη νεοελληνική παραλογοτεχνία (Ιωάννη Σκουτερόπουλο, Αγγελο Τσουκαλά, Αριστείδη Κυριακό…), τους βυζαντινούς υμνωδούς (έψαλαν παρέα, όχι βεβαίως σε εκκλησία) και ό,τι άλλο βάλει ο νους.

Ο Κονδύλης αρκετές φορές μας είχε κεραυνοβολήσει: «Την ουσία του έργου μου μόνον ο Γονατάς έχει σε βάθος κατανοήσει, που δεν με διαβάζει κιόλας». «Τάκη μου, αυτά τα απέραντα πονήματά σου δεν τα μπορώ. Ανιώ αφάνταστα. Τ’ άλλα όμως, Παβέζε, Λίχτενμπεργκ, Σαμφόρ, Ριβαρόλ και τα σχετικά τα μελετώ εξονυχιστικώς». Οι εκλεκτικές τους συγγένειες, γειτόνευαν και τα σπίτια τους —στην Κηφισιά ο ένας, στον Κοκκιναρά ο άλλος—, δημιούργησαν ξεχωριστή, εγκάρδια φιλία. Είχαν διαβάσει τα ίδια βιβλία, συγκινηθεί με παραπλήσιες ουράνιες μουσικές, συναπαντηθεί με εξαίσιους θιάσους. Για τον μόνο άνθρωπο που με ρωτούσε ο Τάκης τι κάνει, στα πυκνά τηλεφωνήματά του από τη Γερμανία, ήταν ο Νώντας. «Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα συναντούσα στην καθ’ ημάς Ανατολή έναν αληθινά καλλιεργημένο άνθρωπο σαν τον Γονατά. Να μου τον ασπασθείς αλά ρωσικά». Ο Γονατάς δεν σήκωνε το τηλέφωνο παρά μόνο αν χτυπούσε με μυστικό σήμα. Συχνά τα μπέρδευε τα συνωμοτικά και δεν το σήκωνε καθόλου. Εχουμε περάσει ώρες πολλές με γέλια, αθώα πειράγματα εκατέρωθεν και καλή καρδιά, αλλά και συζητήσεις απροσμέτρητης ευφορίας.

Ο Νώντας, όταν πέθανε ο Τάκης (θλίψη ασήκωτη), στο γραφείο του κορνίζωσε και τοποθέτησε δίπλα στις φωτογραφίες του Τσέχωφ και του Φλωμπέρ (τους δασκάλους του, όπως έλεγε) και εκείνη του Τάκη, χαρισμένη από τον ίδιο τον Κονδύλη, μετά από φορτικές παρακλήσεις του Εψιλον Χι. Χειρονομία μία και μοναδική.

Συλλογικό, 5 οικουμενικοί Έλληνες στοχαστές: Αξελός, Καστοριάδης, Κονδύλης, Πουλαντζάς, Σβορώνος, εκδόσεις Η εφημερίδα των συντακτών και Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, σελ. 111-114.

ΘΕΣΕΙΣ, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Θ. Ι. ΡΗΓΙΝΙΩΤΗ «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟ ΑΘΕΟ»

Σχολιάστε

 

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Θεολόγου 3ου ΓΕΛ Ηρακλείου

 

[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα»αρ. φ. 15808/13-7-2019, σελ. 42]

Θ. Ι. Ρηγινιώτης, Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο: Δοκίμιο πνευματικής και κοινωνικής αναζήτησης, εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2019, σσ. 250, ISBN: 978-960-597-204-2.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον» το νέο πόνημα του γνωστού θεολόγου εκ Ρεθύμνης Θ. Ι. Ρηγινιώτη με τίτλο: «Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο». Η προβληματική που απασχόλησε το συγγραφέα στο μυθιστόρημα του Εναντίον του Θεού (εκδόσεις Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006, βλ. σχετικό σημείωμα μας για το βιβλίο στην εφημερίδα «Πατρίς», αρ. φ. 17991/20-12-2006, σελ. 16) εδώ επεκτείνεται και διευρύνεται σε μια εξαντλητική διαπραγμάτευση. Στόχος του συγγραφέα είναι να πραγματώσει έναν οιονεί διάλογο με τον «σκεπτόμενο άθεο» της εποχής μας. Ο παραπάνω όρος δεν χρησιμοποιείται τυχαία από το συγγραφέα, δοθέντος του γεγονότος, ότι υπάρχουν άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως «άθεοι» αλλά εμφορούνται από τέτοιο βαθμό φανατισμού και καχυποψίας που καθιστούν απαγορευτική κάθε καλοπροαίρετη απόπειρα διαλόγου. Τα άτομα αυτά εμμένοντας με δογματισμό στις αθεϊστικές τους βεβαιότητες ουσιαστικά εγκλωβίζονται στην «απόλυτη αλήθεια» της «πίστης» τους στην ανυπαρξία του Θεού. Το οντολογικό ερώτημα, ωστόσο, είναι διαχρονικό και δεν προσφέρεται για επιδερμικές προσεγγίσεις ή ιδεολογικοποιημένες απολυτοποιήσεις του τύπου «άσπρο-μαύρο». Πέραν τούτου, σαφώς υπάρχουν και καλοπροαίρετοι άνθρωποι που μπορεί να δηλώνουν άθεοι, άθρησκοι, άπιστοι, αγνωστικιστές, σχετικιστές, σκεπτικιστές κ.α.π. (δικαίωμα τους βεβαίως, ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, δεν είναι εδώ Ιράν, όπως διατείνονται ορισμένοι) αλλά είναι ανοικτοί έμπρακτα στο διάλογο και τη γόνιμη ανταλλαγή επιχειρημάτων και απόψεων. Οι συγκεκριμένοι έχουν μια αρετή: έχουν μάθει να ακούνε και να σέβονται τη γνώμη του άλλου, ακόμα κι αν διαφωνούν· είναι με άλλα λόγια απροκατάληπτοι,γεγονός καθόλου αυτονόητο στους χαλεπούς καιρούς μας. Για να μην παρεξηγηθούμε, οι ανωτέρω παρατηρήσεις ισχύουν ενίοτε και για όσους δηλώνουν «ένθεοι», «πιστοί» κ.α.π., που δεν έχουν διάθεση να ακούσουν την αντίθετη άποψη αλλά θωρακίζονται πίσω από τις «βεβαιότητες» τους. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι εν λόγω έχουν κατασκευάσει έναν χριστιανισμό «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» τους, έναν χριστιανισμό φονταμενταλιστικό και παραδοσιαρχικό, που δεν έχει καμιά σχέση με τον αυθεντικό χριστιανισμό.

Ο συγγραφέας προσπάθησε με τρόπο τω όντι εξαντλητικό να παρουσιάσει στα δοκίμια του την αυθεντική ορθοδοξία (αποστασιοποιούμενος επιτυχημένα από τις πολυποίκιλλες παραφθορές της), δίδοντας τη ζωντανή μαρτυρία της στους ρευστούς μετανεωτερικούς καιρούς μας. Είναι νομίζουμε γνωστό ότι λάθος εικόνα περί ορθοδοξίας έχουν διαμορφώσει τόσο οι «ένθεοι», όσο και οι «άθεοι». Οι πρώτοι εμμένουν σε μια παραδοσιαρχία που εκβάλλει στη λογική των αλήστου μνήμης θρησκευτικών οργανώσεων ή σε έναν πιετισμό προτεσταντικού τύπου ή σε έναν υφέρποντα φονταμενταλισμό που εγγίζει τα όρια του παλαιοημερολογητισμού. Φαίνεται, ωστόσο, να απουσιάζει η μέση οδός αφού από την άλλη πλευρά υπάρχει η λεγόμενη «εκσυγχρονιστική» μερίδα που εμμένει σε μια ελιτίστικη πρόσληψη της θεολογίας, καθιστώντας την τελευταία «θεολογία του σαλονιού», μια θεολογία για λίγους και εκλεκτούς θεολογίζοντες, στα όρια της σέκτας, μη έχουσα σχέση με τα προβλήματα, τα βάσανα, τις ανάγκες και τις πνευματικές ανησυχίες του λαού μας. «Αλλά ταύτα περιττά», καθότι γνωστά για να θυμηθώ την εισαγωγή του βιβλίου (σελ. 11). Από την άλλη πλευρά, η μερίδα των «αθέων» προσλαμβάνει στη συντριπτική της πλειοψηφία το χριστιανισμό με τους όρους της δυτικής σκέψης και διανόησης αγνοώντας το κοσμοσυστημικό ελληνικό παράδειγμα: αγνοούν πεισματικά και με ιδεολογική προκατάληψη το γεγονός ότι στον ελληνικό χώρο ποτέ δεν βιώσαμε φεουδαρχία, ιερά εξέταση, θρησκευτικούς πολέμους κ.α.π. αλλά αντιθέτως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας άκμασαν οι ελληνικές κοινότητες, τα λεγόμενα κοινά, που όπως επαρκώς έχει αποδείξει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης ήταν αυτοδιοίκητες, ήταν «κοινωνίες εν ελευθερία». Όλα αυτά αγνοούνται παντελώς και υιοθετούνται μεταπρατικά τα δυτικά ιδεολογήματα (E. Hobsbawm, B. Anderson, J. P.Fallmerayer κλπ)

Ο συγγραφέας δεν αγνοεί ότι ζούμε σε καιρούς μεταχριστιανικούς (βλ. σελ. 11) αλλά εκείνο που θέλει να μεταδώσει στον αναγνώστη είναι η αυθεντική ορθοδοξία, η πνευματική κληρονομιά της καθ’ ημάς Ανατολής, η παρακαταθήκη της νηπτικής και ασκητικής θεολογίας των αγίων, των οσίων και όλων όσοι διέβησαν τη χαρισματική οδό μέσω των τριών σταδίων (κάθαρση, φωτισμός, θέωση, βλ. μεταξύ πολλών, σελ. 221 κ.ε.), που όμως δεν πρέπει να απολυτοποιούνται, ούτε να ιδεολογικοποιούνται.

Eνθυμούμενος τις πολυποίκιλλες παραφθορές του χριστιανισμού ο συγγραφέας παραθέτει τα παρακάτω σοφά λόγια του π. Ι. Ρωμανίδη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αν η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διδάσκουν τα νεοελληνικά εγχειρίδια, εγώ σήμερα θα ήμουν άθεος».Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τις καίριες επισημάνσεις του Χρήστου Γιανναρά: «Ἄν ὁ Θεὸς ὁριζόταν μὲ τοὺς κανόνες τῆς συλλογιστικῆς τῶν Σχολαστικῶν, μὲ τὶς ἐπιταγὲς ἀναγκαιότητας τοῦ νευτώνειου κοσμοειδώλου, μὲ τὶς κανονιστικὲς ἀπαιτήσεις ἤ ἠθικὲς σκοπιμότητες τῶν Διαφωτιστῶν, θὰ ἦταν «θεὸς» ὑποδεέστερος καὶ τῆς ἔκπληξης τοῦ ὑποατομικοῦ πεδίου. Τὸ συμπαντικὸ θαῦμα καὶ δράμα τῆς ἐλευθερίας μεταγραμμένο σὲ ψευδαισθήσεις εἰδωλοποιημένης αὐτάρκειας. Κι ὁ ἔρωτας κενὸ στολισμένο αἰσθήματα». (Χρ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2003, σελ.101)

Το βιβλίο περιλαμβάνει δοκίμια του συγγραφέα που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα και ιστοσελίδες στο διαδίκτυο αλλά έχουν ξαναδουλευθεί και πήραν την τελική τους μορφή στο εν λόγω έργο.

Στο Α’ μέρος του βιβλίου (σελ. 15-125) με τίτλο «Η περί Θεού επιστήμη» ο συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει το περί Θεού ερώτημα μέσα από την ορθόδοξη προοπτική. Αναλύονται εξαντλητικά πλήθος συναφών θεμάτων εκ των οποίων σταχυολογούμε ελάχιστα μόνο εν συνεχεία: α) Ο νεώτερος αθεϊσμός (σελ. 18-22), β) Η γνώση του Θεού (σελ. 19, 45 κ.ε. και αλλ.), γ) Ορθοδοξία και Δύση (σελ. 22-28), δ) Περί αγάπης (σελ. 28 κ.ε., σελ. 40 κ.ε. και αλλ.), ε) Ήθος και ηθικισμός (σελ. 30-39), στ) Το ασκητικό βίωμα στο χριστιανισμό (σελ. 50 κ.ε., σελ. 59 κ.ε.), ζ) Η αποφατική θεολογία (σελ. 52), η) Η θεολογία ως θεοπτία (σελ. 55), θ) Ψευδείς πνευματικές εμπειρίες στην ορθοδοξία (σελ. 73 κ.ε.), ι) Η διάκριση των πνευμάτων (σελ. 90 κ.ε.), ια) Περί πίστεως (σελ. 105 κ.ε.).

Στο Β΄ μέρος του βιβλίου (σελ. 129-232) με τίτλο «Ιχνηλασίες σε μύθους και αλήθεια» ο συγγραφέας αναφέρεται σε ορισμένους αντιχριστιανικούς μύθους, τους οποίους και ανατρέπει τεκμηριωμένα, ενώ παράλληλα τον απασχολούν δογματικά και λειτουργικά θέματα. Ο πιο κλασικός εξ αυτών των μύθων, που επανέφερε στο προσκήνιο προ ετών η -ήδη ξεπερασμένη- μόδα του «ντανμπραουνισμού», αναφέρει ότι δήθεν ο χριστιανισμός που ξέρουμε πήρε την τελική του μορφή στην Α’ Οικουμενική σύνοδο της Νικαίας (325) από τον Μ. Κωνσταντίνο. Ο συγγραφέας ανατρέπει με πλήρη τεκμηρίωση τον εν λόγω μύθο (σελ. 129-134).

Τα ζητήματα της τριαδολογίας και της χριστολογίας, που αποτελούν την πεμπτουσία της ορθοδόξου διδασκαλίας, απασχολούν ιδιαίτερα το συγγραφέα (σελ. 135-162). Αναφέρεται αναλυτικά στις μαρτυρίες για την Αγία Τριάδα της Βίβλου (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης) και στις μαρτυρίες των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων της μεταποστολικής εποχής.

Το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης απασχολεί ιδιαίτερα το συγγραφέα (βλ. σελ. 162-182), ο οποίος αναφέρεται στην εικονολογική γλώσσα του βιβλίου της Γενέσεως, στους ποικίλλους ανθρωπομορφισμούς αλλά και στις σχετικές αναφορές της πατερικής ερμηνευτικής, χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί στο απαράδεκτο του δημιουργισμού και του εξ ΗΠΑ ορμώμενου «ευφυούς σχεδιασμού» (σελ. 179). Παράλληλα τονίζει ότι θρησκεία και επιστήμη έχουν διακριτούς ρόλους και δεν πρέπει να εμπλέκεται η μια στα ζητήματα της άλλης. Διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει απόλυτη εμμένεια στις επιστημονικές διατυπώσεις (πρβλ π.χ. κβαντομηχανική, εντροπία, απροσδιοριστία κλπ): «(…) ο επιστημονικός κόσμος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μια πλευρά της πραγματικότητας -η πιο θεμελιώδης- απρόσιτη στην ανθρώπινη κατανόηση, καθότι εντελώς διαφορετική από την καθημερινή μας εμπειρία(…)» (σελ. 171). Κατά συνέπεια η ενδεχομενικότητα και η πιθανότητα αμβλύνουν τις όποιες θετικιστικές βεβαιότητες, όπως χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ο γνωστός φυσικός Paul Davies: «Η επιστήμη, μέσω της κβαντικής μηχανικής, έχει σχεδόν διαψεύσει τον ισχυρισμό ότι «κάθε συμβάν έχει μια αιτία». (…) Η συμπεριφορά των υποατομικών σωματιδίων είναι γενικά απρόβλεπτη. Δεν γίνεται να είστε σίγουροι τι πρόκειται να κάνει ένα σωματίδιο από τη μια στιγμή στην άλλη» (Paul Davies, Θεός και μοντέρνα φυσική, β’ έκδοση, εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2009, σελ. 67).

Το συγγραφέα απασχολούν ακόμη καίρια θέματα λειτουργικής θεολογίας (σελ. 182-197), ιεραποστολικής στην Αφρική (Ουγκάντα- Κένυα, σελ. 197-207) και σωτηριολογίας (ένα σημαντικό δοκίμιο που δημοσιεύεται στις σελ. 208-232). Σχετικά με τη «μέση κατάσταση των ψυχών» (σελ. 225 κ.ε.) υπενθυμίζουμε ότι συνιστά θεολογούμενο για την ορθόδοξη εκκλησία.

Στον Επίλογο του βιβλίου δημοσιεύεται μια λίαν ενδιαφέρουσα «Επιστολή σε γονιό, που η έφηβη κόρη του είναι έγκυος» (σελ. 233-237) και ακολουθεί αναλυτική Βιβλιογραφία.

Συνελόντι ειπείν, το βιβλίο αποτελεί ένα εξαιρετικό οδηγό για τον αυθεντικό χριστιανισμό μακριά από παραφθορές, παραναγνώσεις, «ιδιωτικές θεολογίες», θεολογισμούς, ηθικισμούς και εστετισμούς. Θα κλείσουμε με μια σπουδαία φράση του συγγραφέα: «(…) ο άνθρωπος καθώς γίνεται άγιος, είναι ουσιαστικά ελεύθερος, άσχετα από τις εξωτερικές συνθήκες ζωής του» (σελ. 33, υποσημείωση 24). Τεράστιο το διακύβευμα. Αντέχετε;

Ηράκλειο, 10 Ιουλίου 2019

[πηγή]

Κώστας Χατζηαντωνίου, Η γραφή ως υποκατάστατο της επιθυμίας (Με αφορμή το βιβλίο της Βάσως Αλεξανδράκη «Το παιχνίδι της επιθυμίας και της γραφής στο “Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης” του Ν. Γ. Πεντζίκη»)

Σχολιάστε

paixnidiepithimias

Βάσω ΑλεξανδράκηΤο παιχνίδι της επιθυμίας και της γραφής στο «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Ν.Γ.Πεντζίκη, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2013, ISBN 978-960-527-730-7.

Ακολουθεί το κριτικό σημείωμα που έγραψε για το βιβλίο ο Κώστας Χατζηαντωνίου (πηγή: ΑΥΓΗ/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 11-1-2015):

Η γραφή ως υποκατάστατο της επιθυμίας

Με αφορμή το βιβλίο της Βάσως Αλεξανδράκη «Το παιχνίδι της επιθυμίας και της γραφής στο “Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης” του Ν. Γ. Πεντζίκη»

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

«Να φωτίσεις το κείμενο σημαίνει να ανατρέψεις τον τίτλο» επεσήμαινε προσφυώς ο J. Ricardou υποδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση με την οποία ένα κείμενο μπορεί να ανατρέπει την κυριαρχία (δηλαδή τη μονοσημία) του τίτλου του. Όταν το 1966 ο Ν. Γ. Πεντζίκης εξέδιδε το «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» (μετά από γραφή σχεδόν δύο δεκαετιών), η ιδιόρρυθμη ύπαρξη και το πρωτοποριακό έργο του σφράγιζαν ήδη τη λογοτεχνική ζωή της μητέρας Θεσσαλονίκης αλλά και ευρύτερα τη νεοελληνική τέχνη. Η γοητεία της φυσικής του παρουσίας ενίσχυε εξωκειμενικά την ακατάτακτη ρευστότητα των εντυπώσεων και την αποσπασματική αφήγηση που χαρακτήριζαν το έργο αυτό, με αποτέλεσμα αυτός μεν να καταστεί μέχρι σήμερα ένα απροσδιόριστο είδωλο (που λατρεύουν εξίσου συντηρητικοί και πρωτοποριακοί, υλόφρονες αλλά και θρησκόληπτοι), το δε έργο του να υιοθετηθεί ως μια ιδεώδης παρέκκλιση. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την ουσία της προσπάθειας, να ανατρέψει το ρομαντικό πρόταγμα της Έρσης του Δροσίνη, υψώνοντας τη σημαία της παραίτησης από αυτό που ζητά μια κοινωνία που θέλει να έχει μυθιστόρημα.

Κάποτε όμως φτάνει η ώρα της γνήσιας φιλολογίας. Η εξαιρετική έμπνευση της κ. Β. Αλεξανδράκη να εξετάσει σε βάθος αυτό το «μυθιστόρημα», μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για την πολυσυζητημένη αδυναμία μας να συγκροτήσουμε ως κοινωνία μυθιστόρημα, αδυναμία την οποία, συνήθως, ντύνουμε με διάφορες κουτοπόνηρες, αντάξιες των ρωμηών δικαιολογίες περί οθνείων αφηγηματικών ειδών. Συγχρόνως, η άψογη τούτη κριτική μελέτη, μας δίνει μιαν ιδανική αφορμή να στοχαστούμε για την περίφημη απαξίωση της επιθυμίας και της ματαιοδοξίας, με την οποία εξωραΐζουμε συχνά το ακαταλόγιστο ή προσπαθούμε να αποκρύψουμε μια βαθιά, καλά κρυμμένη ματαιοδοξία. Βέβαια, το παράδοξο πάντα ευχαριστεί και αναστατώνει αλλά υπάρχει και ένα σκόπιμο παράδοξο που επιδιώκει το μυστήριο και τον θαυμασμό αυτού που δεν τολμούμε εμείς να διαπράξουμε. Η κοινή συνείδηση αναζητά σταθερά τον τρελό του χωριού για να πει αυτό που είναι η βαθύτατη πίστη της. Πως τίποτα δεν έχει νόημα πλην του χλευασμού του παραδεδεγμένου, πλην της δουλικής προσχώρησης στο ανορθολογικό αναπόδεικτο μιας μυθολογίας. Κι εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν.

Έργο ωριμότητας το βιβλίο αυτό του Πεντζίκη, έχει ως πυρήνα την αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από την παραίτηση της διερεύνησης της ταυτότητας και την έξοδο από τον τάχα κλειστό χώρο του υποκειμένου για να παραδοθούμε στον τάχα ανοιχτό χώρο των προσώπων και των πραγμάτων. Ως μεταφυσικό επιχείρημα καλό ακούγεται. Έτσι είναι όμως; Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης σχεδιάζεται και εκτυλίσσεται με βάση το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας και την αποξένωση από την πραγματικότητα. Ένα πλαίσιο αλλοτρίωσης ορίζει την αναζήτηση της ταυτότητας που θα κάνει εφικτή την πραγμάτωση της ερωτικής επιθυμίας – της κορυφαίας επιθυμίας του ανθρώπου. Ως τυπική αφετηρία λαμβάνεται η Έρση του Δροσίνη, το ρομαντικό πρότυπο μιας ανεύρετης ευτυχίας. Ο συγγραφέας αναζητεί αυτό που εμποδίζει τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα μιλώντας για τη δυναμική της επιθυμίας που δίνει ειδικά σε αυτό το βιβλίο ιδιαίτερη ένταση στην διεσπαρμένη (όπως πάντα στον Πεντζίκη) σε πληθώρα λεπτομερειών και εν απουσία χρονικού νοήματος γραφή.

Καθώς η Β. Αλεξανδράκη έχει οργανώσει υποδειγματικά το υλικό της, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη του «Μυθιστορήματος της Έρσης» σε έξι κεφάλαια και να περιπλανηθεί κι αυτός από το όνειρο της ευτυχίας και τη ματαίωσή του ως την παρηγοριά της γραφής. Είναι ασφαλώς αναγκαία μια παρηγοριά μετά τη ματαίωση της επιθυμίας που είναι το πλαίσιο του πρώτου μέρους αυτής της βαθιά εσωτερικής και εξωλογικής περιπέτειας. Μήπως όμως η ματαίωση της επιθυμίας, του ονείρου, είναι ματαίωση και της πραγματικότητας ή ακόμη και αυτής της ύπαρξης; Ο Πεντζίκης εγκαταλείποντας την ιστορία και τα πρόσωπα, αντιλαμβάνεται την πτώση ως λύτρωση. Το τέλος της περιπλάνησης και η εύρεση νοήματος με τη γραφή να είναι το σημαίνον της ύπαρξης, μπορεί ωστόσο να μην είναι λύτρωση ή εύρεση αλλά απώλεια της ταυτότητας ή παράδοση στη φαντασίωση. Η πραγματικότητα δυστυχώς δεν καταργείται, όσο και αν ο συγγραφέας την αποφεύγει. Αντιθέτως, επιβάλλεται πλήρως αφού το υποκείμενο παραιτείται και καταφεύγει στη φαντασίωση. Όταν καταλήγει κανείς πως η ευτυχία είναι εσωτερική υπόθεση, φτάνει στην ουσία του πιο αντιδραστικού ιδεολογήματος. Τι κι αν τριγύρω μπορεί να είναι κόλαση; Εσύ μπορείς να είσαι εσωτερικά ελεύθερος και ευτυχής.

Θα ήταν αποτελεσματικό τούτο το χάπι αν η γραφή είχε λάβει οριστικό και σταθερό σχήμα, αν συγκροτούσε δηλαδή μυθιστόρημα. Η αποτυχία όμως να οικοδομήσουμε μυθιστόρημα, τα χωρίς συνοχή σπαράγματα, η καταφυγή στην κατοχυρωμένη αυθεντία και στον ειπωμένο και απαραβίαστο λόγο που εγγυάται τη συνέχεια, δεν ενώνουν αλλά τονίζουν την πολυδιάσπαση ενός κόσμου που έχει απολέσει κάθε ενότητα. Αν η απάντηση στο ζήτημα της ευτυχίας είναι η αφήγηση, η γραφή, ποια απάντηση στην αγωνία της ύπαρξης μπορεί να βρει ο αναγνώστης όταν ο ίδιος ο συγγραφέας λέει πως δεν τον ενδιαφέρει η αφήγηση αλλά οι εσωτερικές της απηχήσεις; Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως πρόκειται περί μύθου. Όμως ακόμη και ο μύθος έχει δομή, έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν είναι παραλήρημα. Μήπως λοιπόν το αφελές και το εξωλογικό δεν είναι μόνο φαινομενικά αλλά και ουσιαστικά αφελές; Και μήπως αυτό το εξωλογικό είναι που έκανε τον συγγραφέα αγαπητό σε ετερόκλητο κοινό;

Υπάρχει μια θεωρία περί ανάγκης αποκρυπτογράφησης και μύησης σε απαγορευμένα στον κοινό νου μυστικά (στη ζωή, στη λογοτεχνία, στην επιστήμη). Η θεωρία αυτή μοιάζει όμορφη αλλά δεν είναι παρά η αιτία της κοινωνικής και λογοτεχνικής μας κακοδαιμονίας, η αιτία της αδυναμίας να αφηνόμαστε στο τυχαίο και στο παράλληλα συμβαίνον, της αδυναμίας μας να γίνουμε επιτέλους αστική κοινωνία που θα δώσει ένα συγκροτημένο μυθιστόρημα. Διότι προς τούτο δεν αρκεί γόνιμη φαντασία και εξυπνάδες. Απαιτείται πειθαρχία σκοπών και μέσων. Με την παραδοξολογία, τον ιδεοκρατικό υπερβατικό κώδικα και τη μεταφυσική βάζουμε μεν τα βιβλία μας στο απυρόβλητο, λογοτεχνία σύγχρονων αξιώσεων όμως δεν οικοδομούμε.

Δεν εννοώ φυσικά πως η γραφή πρέπει να είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αν ωστόσο η λογοτεχνία έχει να επιτελέσει έναν κοινωνικό ρόλο πέραν της ατομικής εκτόνωσης, δεν μπορεί και να υπάρχει ερήμην της. Η «συμβολαιογραφική πράξη με το απουσιάζον» προϋποθέτει πως το απουσιάζον υπάρχει, πως απλώς λείπει. Όταν όμως αυτό δεν υπάρχει; Για τούτο και η επίθεση του Πεντζίκη κατά της ιδεοκρατίας μοιάζει ειρωνική αφού μάλλον αγνοούσε αυτό που θα τον οδηγούσε πραγματικά σε απορία: ιδέες υπηρέτησε και ιδέες αναζητούσε όταν αναζητούσε τα υλικά σχήματά τους, την υλική τους υπόσταση. Οι θεωρίες περί πραγμάτωσης του αόρατου εντός του ορατού είναι η αυταπάτη κάθε ιδεαλιστή. Ο «ματεριαλιστής του άυλου» (φράση του Γ. Θέμελη) ήταν ένας ιδεαλιστής που απλά ντρέπονταν να ομολογήσει την πίστη του στις ιδέες. Το γεγονός ότι ήταν προσκολλημένος στα πράγματα δεν αναιρούσε αυτή την κατάσταση, απλώς επέτεινε τον διχασμό. Η δε ονειρική γραφή του, που αντλούσε από τα φαινόμενα και την πληθώρα λεπτομερειών, διαλύοντας την πραγματικότητα σε μια απειρότητα αντιθέσεων και πλήρους ρευστότητας, θα φτάσει να διαλύσει τον κόσμο καταργώντας κάθε συνθήκη ικανή για συγκρότηση ταυτότητας και ανοίγοντας με την περίφημη ενότητα υποκειμένου/ αντικειμένου την πόρτα είτε του μηδενός είτε του θρησκευτικού ολοκληρωτισμού.

Ένα μυθιστόρημα λοιπόν για τη γραφή; Μια περιπέτεια συνεχών διερωτήσεων με την τέχνη ως ύστατη παρηγοριά ενώ τριγύρω όλα είναι απροσδιόριστα, όλα τελούν υπό διάψευση, όλα καταρρέουν; Αν για τον Πεντζίκη αυτό είχε αποτέλεσμα λυτρωτικό (ανοίγοντας την πόρτα της θρησκοληψίας), για πολλούς άλλους νομίζω πως ανοίγει η πόρτα του «όλα επιτρέπονται». Από την μεταμοντέρνα διάλυση της τέχνης μέχρι την αμφισβήτηση κάθε ιστορικής αλήθειας (αφού «όλα είναι μια αφήγηση») και από το όργιο της λεηλασίας του δημοσίου χρήματος μέχρι την καταρράκωση της πολιτικής δημοκρατίας. Η θεωρία για την τέχνη ως παρηγοριά διαλύει εν τέλει τη συνείδηση του ελεύθερου ανθρώπου, την πολιτική συνείδηση και τον κάνει έτοιμο να υποταχθεί στην ασιατική αγέλη που προσκυνά ξόανα. Ας το πούμε λοιπόν καθαρά. Πηγή της ζωής και της τέχνης είναι μονάχα ο λόγος. Το αντίκρισμα της αλήθειας που δεν είναι άλλη από την τραγική μας παράδοση. Αρκετά με τα εξωλογικά παραμύθια και τις παρηγοριές, με τα υποκατάστατα της επιθυμίας που γίνονται γραφή. Καιρός η γραφή να γίνει η έκφραση της επιθυμίας μας.

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2015/01/blog-post_72.html

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου για το βιβλίο «Ανέστιος: Ημερολόγια» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη

Σχολιάστε

b194518

Αλεξάνδρα ΔεληγιώργηΑνέστιος: Ημερολόγια, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014, ISBN 978-960-505-120-4.

Απόσπασμα από το βιβλίο (πηγή: Βιβλιονέτ): 

Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να θελήσει να κουβεντιάσουμε, αν τολμήσει να με κοιτάξει κατάματα. Και μόνο η ιδέα πως δεν είναι απίθανο να συμβεί με ημερεύει. Το κρύο, όμως, τη νύχτα, με αγριεύει. Για να αντέξω την παγωνιά, ονειρεύομαι πως είμαι αγρίμι στα δάση και στα βουνά. Γρυλλίζω, βρυχώμαι, αρνούμαι να το δεχθώ, σαν να ‘ναι μια άδικη καταδίκη. Με το ξημέρωμα, την αποδέχομαι. Από αδιαφορία για το σαρκίο μου· γιατί οι δίκαιες τιμωρίες εκλείπουν, όπως συμβαίνει σ’ όλες τις εποχές, ιδίως στις σκοτεινές. Σημασία έχει να μπορεί κανείς να συνεχίσει να τις φαντάζεται…

Ακολουθεί το κριτικό σημείωμα που έγραψε για το βιβλίο ο Κώστας Χατζηαντωνίου (πηγή: ΑΥΓΗ/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 21-9-2014):

Χωρίς εστία: Η πιο σκληρή εξορία

Σκέψεις με αφορμή το μυθιστόρημα «Ανέστιος» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη – Εκδόσεις Άγρα, 2014

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ήταν πάντα η πιο σκληρή μορφή της βαρβαρότητας, είτε ως άσκηση ωμής βίας είτε ως απότοκος της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης, το γεγονός ότι αφήνει τον άνθρωπο χωρίς εστία. Ξένος στην πατρίδα του, σαν σβήνει η φωτιά στο παραγώνι της πατρικής στέγης, ξένος στην ξενιτιά που η ανάγκη τον σπρώχνει, ξένος στο δρόμο που οι νόμοι της αγοράς τον πετάνε μοιραία. Αν θυμηθούμε εδώ για λίγο πώς μένουν ο κόσμος και οι άνθρωποι χωρίς αυταπάτες (το περιέγραψε τόσο ιδανικά εκείνο το Μανιφέστο του 1848), τότε θα νιώσουμε πόσο τρομαχτικό είναι να μένει κανείς χωρίς εστία.

Δεν είναι πολύς καιρός που από τις εκδόσεις Άγρα εκδόθηκε το νέο μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Ο ανέστιος- Ημερολόγια», ένα βιβλίο που μιλάει με τρόπο εξαιρετικό όχι απλώς για την υπαρκτική καταστροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αλλά γενικότερα για όσα εκτυλίσσονται στο σύγχρονο κόσμο. Σ’ ένα κόσμο που ο φιλελεύθερος οπτιμισμός καταρρέει με βρόντους και λυγμούς και όλα αποκαλύπτονται στην τραγική τους διάσταση. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο ανέστιος Ηλίας Κ., είναι ένας ηλεκτρολόγος μηχανικός που αιφνιδίως καταστρέφεται. Έντιμος πανεπιστημιακός και συνεταίρος σε μιαν ανθηρή τεχνική εταιρία, ξαφνικά νιώθει να χάνει κάθε διάθεση για εκείνους τους μικρούς αλλά συνεχείς συμβιβασμούς που κάνουν εφικτή μια συνηθισμένη ζωή. Επιλέγοντας αντί της άμεσης αυτοκτονίας μια βραδεία αυτοεξόντωση, μοιράζει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και αναχωρεί φυγάς θεόθεν και αλήτης σ’ ένα ταξίδι εξερεύνησης του εαυτού του.

Ο Ηλίας Κ., είναι αλήθεια πως δεν είναι ένας συνηθισμένος άστεγος. Όχι μόνο επειδή επί έξι χρόνια καταγράφει με υποδειγματική συνέπεια σε τετράδια την περιπλάνησή του σε ένα κόσμο ανεστιότητας. Είναι υπέρμαχος της ιστορικότητας της συνείδησης και ξέρει πώς είναι να ζει κανείς σε ένα ατέρμον παρόν. Ζει στο ελάχιστο εδώ και τώρα όχι επειδή το είχε σκοπό αλλά από μια απόλυτη επιθυμία ελευθερίας. Ούτε από συνήθεια ούτε από ανάγκη. Για να δώσει δρόμο στα πάντα κάνει το δρόμο σπίτι του. Πρόκειται για την απόλυτη αποδέσμευση, να χαθείς απ’ όλα και να ζεις χωρίς κανένα κέντρο, χωρίς μια τρύπα να συμμαζέψεις το βλέμμα και τις δυνάμεις σου. «Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ», διαπιστώνει. Ο πόθος για διάλογο που τον κατέτρωγε, γίνεται πυρετικός μονόλογος. Τη μέρα βέβαια είναι εύκολο να αποδέχεται την παγωνιά. Τις νύχτες όμως, για να αντέξει, πρέπει να ονειρεύεται πως είναι αγρίμι. Και έτσι ζει.

Με γραφή παλλόμενη μεταξύ αισθημάτων και στοχασμού, η Δεληγιώργη συνθέτει μια εξαιρετική ψυχολογική αποτύπωση του γεγονότος της ανεστιότητας. Πώς γίνεται, για παράδειγμα, ανέστιος αυτός που ζητά ματαίως ένα πραγματικό φίλο επειδή δεν θέλει πια άλλους γνωστούς, άλλες γνωριμίες, άλλες τυχαίες παρέες. Συνήθως, ο εν δυνάμει ανέστιος έχει λόγους να κρύβει την ερημιά του. Κάποτε όμως έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Δεν έχει πια νόημα να κρύβεις πως είσαι μόνος, οριστικά και τελεσίδικα μόνος. Τελειώνει τότε η εποχή που μετρούσε «όχι ποιος είσαι αλλά πώς καταφέρνεις να κρύψεις αυτό που είσαι». Μια αβάσταχτη ανάγκη γεννιέται, η ανάγκη επιστροφής στην παιδικότητα, στην καθαρότητα των πραγμάτων και ζητά ξανά το πέταγμα. Βέβαια δεν είναι εφικτό πια να πετάς. Μα τούτο δεν είναι πρόσχημα και για να σέρνεσαι. Κι αφού «κανείς δεν τολμά πια να μιλήσει για κάποιον προορισμό», ο ήρωας της Δεληγιώργη δεν έχει άλλο δρόμο παρά να οδεύει. Χωρίς να βιάζεται, χωρίς να βραδυπορεί. Αναπαύεται στο παγκάκι, απολαμβάνει την εγγύτητα με τον Άλλο, παρατηρεί το μυαλό που χοροπηδάει από το ατομικό στο παγκόσμιο με εκπληκτική ευκολία.

Η προτίμηση στο παγκάκι ενός κήπου και όχι στο καφενείο: να μια αναζήτηση όχι κοινωνικότητας παλαιού τύπου αλλά ένας πόθος προσωπικής επαφής. Ως αναζήτηση του φίλου και όχι του γνωστού. Ο Ηλίας Κ. αναζητώντας το όλον αρνείται το μέρος. Το ξέρει πως ο πραγματικά άστεγος είναι ο ανέστιος. Αυτός που περιφέρεται χωρίς σταματημό και έχει χάσει κάθε σημείο αναφοράς, κάθε κέντρο βάρους. Είναι ύπουλη αρρώστια η ανεστιότητα, η πιο φονική επιδημία του αιώνα μας. Εκατομμύρια τα θύματά της αφού τέσσερις τοίχοι και μια σκεπή δεν συνιστούν βέβαια εστία. Χωρίς σεβασμό στην πιο ανθρώπινη ιδιότητα, την συναναστροφή, ο ατομικισμός, η πιο βάρβαρη θρησκεία, καταστρέφει εστίες, πατρίδες, κοινωνίες. Και το πιο απάνθρωπο: ζητά να εξαφανίσεις το παρελθόν από μέσα σου. Κι επειδή ξέρει πως η λήθη, η απομάκρυνση, η σιωπή, η αποξένωση είναι τεχνάσματα (δεν αρκούν για να ξεφύγεις από το παρελθόν) ζητά την απόλυτη καταστροφή της μνήμης. Επειδή όμως «δεν γίναμε ακόμη αυτό που ήταν να γίνουμε», η καταστροφή αυτή γεννά αφεύκτως το μηδέν. Γινόμαστε αντί για όντα, παρόντα. Πλάσματα του εδώ και τώρα, παρέστιοι, παρατρεχάμενοι και παρεπιδημούντες, όπως σημειώνει η Δεληγιώργη. Αυτή η βαθιά παραμόρφωση –μια επέμβαση που απέκοψε ζωτικές διαστάσεις της ύπαρξης όπως είναι το παρελθόν και κατά συνέπεια το μέλλον– οδηγεί φυσικά όλους «εύλογα να αναρωτιούνται πώς έγινε, διάολε, και το μέλλον αντί να είναι η φυσική προέκταση του παρόντος, όπως όλοι προθυμότατα πίστεψαν, ήταν εν τέλει αντικατοπτρισμός του χθες, η αντίπερα όχθη που το καθρέφτιζε».

Ζώντας σε ένα κακοχυμένο κόσμο που κακοφόρμισε, ο ανέστιος της Δεληγιώργη ζητά να βρει πότε άρχισε το κακό. Οι μύθοι για την πτώση ελάχιστα τον παρηγορούν. Η εξουθενωτική αναζήτηση της αιτίας, στην Ιστορία που φωτίζει την καλά κρυμμένη σαπίλα, αποκαλύπτει μια τεράστια πολιορκητική μηχανή ψευδολογίας. Ο φόβος να ξεσπάσει βίαια η αηδία γι’ αυτό τον κόσμο είναι έντονος. Ευτυχώς όμως υπάρχει η γραφή: «Τα ημερολόγια, ένας τρόπος να μη χυθεί τόσο αίμα», όπως σημειώνει και ο Ηλίας Κ. που δεν είναι μηδενιστής και δεν χαίρεται με τις κατακρημνίσεις, αφού πιστεύει ακόμη στη ζωή. Ελπίζει, παλεύει, δεν αδιαφορεί για τον μίτο της Αριάδνης. Ποθεί την έξοδο από το λαβύρινθο. Ποθεί ένα νόημα. Γιατί η έξοδος και η εξορία του δεν είναι εν τέλει παρά η αναζήτηση μιας εστίας. Ανέστιος από παιδί, υπέρμαχος της ζωής και όχι της επιβίωσης, γνωρίζει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαστροφή, δεν υπάρχει βαθύτερη αλλοτρίωση του ανθρώπινου προσώπου από την ανεστιότητα: χωρίς εστία, χωρίς πατρίδα, καμιά απελευθέρωση δεν είναι δυνατή.

Ποιος είναι τελικά ο Ηλίας Κ.; «Μια φλογερή καρδιά που κάηκε στη φλόγα της ανημπόριας του. Διόλου απίθανο το κακό να συνέβη από αφηρημάδα ή ευπιστία ή περιφρόνηση για τις λογιστικές πράξεις ή από καθαρή (έμφυτη) αδυναμία να κάνει σωστά το λογαριασμό». Καθώς αρνείται την ιερότητα της χρησιμότητας (που δεν είναι εν τέλει παρά μια υποκρισία) και τον στείρο ορθολογισμό (που δεν είναι παρά οκνηρία) και ψάχνει να βρει την άκρη για να λύσει το αίνιγμα της ζωής του, ο ήρωας της Δεληγιώργη ενώνει τον 21ο με τον 19ο αιώνα. Η ιστορία και η ζωή φανερώνουν τη συνέχεια τους, με ρωγμές και τρύπες βέβαια παντού αλλά συνέχεια. Πρόκειται για το νήμα που φέρνει ξανά στο φως την ελληνική τραγωδία. Γιατί ο «Ανέστιος» είναι συνυφασμένος με τις συνθήκες, τον κοσμολογικό ρυθμό και το εσωτερικό κλίμα της τραγωδίας. Ο κόσμος ξαναβρίσκει τη φλέβα της τραγικής κραυγής, της κραυγής για νόημα. «Ένας ατέλειωτος θάνατος» τούτη η κραυγή, κατά τη φράση του Μάρλοου που ξαναφέρνει το τραγικό ρίγος στον κόσμο, σε ένα κόσμο που είναι αυτή η ίδια κόλαση, όπως θα πει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστους. Αλλά και αφορμή για μια σπάνια λογοτεχνία όπως αυτή που διακονεί με συνέπεια, χρόνια τώρα, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη.

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2014/09/blog-post_60.html

Περί βιβλίων

Σχολιάστε

του Αριστείδη Μπαλτά

Πηγή:  Η ΑΥΓΗ, 13-4-2014

Το βιβλίο είναι υλικό αντικείμενο που απευθύνεται στη σκέψη ή στο συναίσθημα, που θέλει κάτι να εκφράσει ή κάπου να συνδράμει. Ακόμη και αν διαιρείται σε τόμους ή αποτελεί συλλογή σχετικά αυτοτελών κειμένων, το βιβλίο ενοποιείται από μια ιδέα που κατά κανόνα αποτυπώνεται στον τίτλο του, οσοδήποτε υπαινικτικά. Η διαχείριση της ιδέας μπορεί να ενδυθεί ποικίλες μορφές. Ας πούμε του αφηγήματος, του ποιήματος, του διαλόγου, των ταξιδιωτικών εντυπώσεων, του δοκιμίου, της σάτιρας, του εγχειριδίου, της οδηγίας. Ή κάποιου συνδυασμού τους. Μπορεί να μορφοποιείται ως πραγματεία, ως ανθολογία, ως άρθρωση αφορισμών, ως συλλογή τεκμηρίων. Όπως και υπό πολλούς άλλους όρους, όχι πάντοτε σαφώς προσδιορισμένους.

Όπως είχε κάποτε παρατηρήσει ο Άγγελος Ελεφάντης, μερικά υλικά αντικείμενα που φέρονται ως βιβλία συνιστούν μη-βιβλία. Αποτελούν μάλλον αθύρματα πεπλανημένης και απειθάρχητης βούλησης, σπαράγματα που πετιούνται φύρδην μίγδην σε τυπογραφικά φύλλα, συγκροτώντας ενοποιητική ιδέα μόνον ιδίοις αναλώμασι. Στην ιδιαζόντως φιλελεύθερη ελληνική αγορά τέτοια «βιβλία» βλέπουν το φως μόνο λόγω της ματαιοδοξίας του παραγωγού τους ή χάρη στην ανενδοίαστη γενναιοδωρία και τη σκληρή ιδιοτέλεια του εκδότη τους.

Υπάρχουν και τα βιβλία της προ χειρών επικαιρότητας, εκείνα που συμμαζεύουν όπως – όπως κεφάλαια μόνο για να αδράξουν τον παλμό της στιγμής. Πρόκειται για πρόχειρα συμπιλήματα, δηλαδή βιβλία κατά προσέγγιση, που επείγονται να εμφανιστούν στον αφρό για να προβάλουν εδώ και τώρα την εγρήγορση του συγγραφέα τους -ή απλώς για να πουλήσουν. Η χειρονομία είναι διάφανη, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι υποχρεωτικά επιβλαβές. Απέναντι σε ένα ζήτημα που απασχολεί, όντως αισθανόμαστε συχνά την ανάγκη κάτι να διαβάσουμε. Ακόμη και μια άτεχνη συρραφή κατασκευασμένη επί τούτω. Κάπως έτσι δημιουργούνται εφήμερα ευπώλητα.

Τα βιβλία κρίνονται. Από τους αναγνώστες τους, με ενδεχόμενη μεσολάβηση κάποιων επαγγελματιών ή ερασιτεχνών της βιβλιοκρισίας. Η κρίση δεν αφορά τόσο το περιεχόμενο της ιδέας που συνέχει το βιβλίο όσο τον τρόπο με τον οποίο την πραγματεύεται, δηλαδή την πειθαρχεί εσωτερικά. Καθιστώντας την έτσι αξιόμαχη, κατά τα δικά της ίδια μέσα, στο ειδικό δημόσιο πεδίο όπου θέλει να ενταχθεί.

Κάποια βιβλία παρουσιάζονται δημόσια. Κατά κανόνα από κάποιους ειδικούς του συναφούς πεδίου. Αυτοί υποτίθεται πως έχουν διεξέλθει το βιβλίο και συμφωνούν να το συστήσουν. Δέχονται να καταστούν ένα είδος γέφυρας ανάμεσα σε εκείνο και στους υποψήφιους αναγνώστες του. Η συνήθεια είναι γόνιμη. Τα κλειδιά ανάγνωσης που προτείνονται στις συναφείς εκδηλώσεις μπορεί να συμβάλουν στη γνωριμία με το βιβλίο ή ακόμη και να εμπλουτίσουν τους ίδιους τους όρους ανάγνωσης.

Εδώ και καιρό έχει αναδειχθεί στα καθ’ ημάς μια ιδιόρρυθμη εκδοχή βιβλιοπαρουσίασης, χαρακτηριστική του κυρίαρχου δημόσιου ήθους: πολιτικά στελέχη περιωπής συνευρίσκονται για να ομονοήσουν επί της απαράμιλλης αξίας του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Η συνήθεια ωφελεί: τα πολιτικά στελέχη επιδεικνύουν πνευματικότητα και οι συγγραφείς εύρος απήχησης. Εκείνο που δεν ωφελείται είναι το ίδιο το βιβλίο. Γιατί τα φώτα της δημοσιότητας που περιβάλλουν την αντίστοιχη εκδήλωση -χωρίς αυτά η εκδήλωση δεν θα είχε νόημα- αφήνουν το τελευταίο στο σκοτάδι. Του αξίζει τέτοια μεταχείριση; Δεν μπορούμε να αποφανθούμε γενικώς και αδιακρίτως. Αλλά έτσι ή αλλιώς scripta manent.

http://www.avgi.gr/article/2282167/peri-biblion

Ο Richard Kearny για τον Ιησού-ξένο

Σχολιάστε

544Ένα σημαντικό απόσπασμα από το άρθρο του Richard Kearny, «Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χριστιανοσύνη στον 21ο αιώνα«, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη» (τεύχος 15, Ιανουάριος- Φεβρουάριος 2013):

[Νέα Ευθύνη, τ.15, σελ.111] (…) Όπως μας διδάσκουν οι σπουδαίες ιστορίες της Βίβλου, από τον Αβραάμ που τάισε τους τρεις ξένους μέχρι τον Ιησού- ξένο, που τάισε τους οικοδεσπότες του στην Εμμαούς, η μετουσίωση [μεταβολή]* του άρτου και του οίνου είναι πρωταρχικά μετουσίωση [μεταβολή]* της  εχθρότητας σε φιλοξενία. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη  πρόκληση για τη Χριστιανοσύνη στο μέλλον, όπως ήταν άλλωστε και στο παρελθόν.

Richard Kearny, «Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χριστιανοσύνη στον 21ο αιώνα», μετάφραση: Ούρσουλα Φώσκολου, στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 15, Ιαν.- Φεβρ.2013, σελ. 109-111 (εδώ: σελ.111).

——————————-
*[Σημ. δική μας: προτιμητέος κατά την γνώμη μας ο όρος «μεταβολή» αντί «μετουσίωση»]

Οικονομική κρίση και εκδοτική ποιότητα (ακριβή η τιμή του βιβλίου, χειρίστης ποιότητος το χαρτί του)

Σχολιάστε

2FC5C87E1C150E0CB8CD4E5335452972

Στην αρχή της χρονιάς είχαμε αναδημοσιεύσει το ενδιαφέρον άρθρο του Ανταίου Χρυσοστομίδη «Εκδότες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»  (Αυγή, 15-1-2012). Σ’ αυτό ο συγγραφέας ανέλυε διεξοδικά τις επιπτώσεις της κρίσης στο χώρο του βιβλίου. Μεταξύ άλλων ο συγγραφέας εξηγούσε τους λόγους που δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί πολιτική «βιβλίων τσέπης» με φθηνό χαρτί:

[…]Τις προάλλες δημοσιογράφος κυριακάτικης εφημερίδας αναρωτιόταν γιατί δεν μπορούμε να έχουμε κι εδώ βιβλία τσέπης με φτηνό χαρτί και φτηνή τιμή όπως στο εξωτερικό. Το ίδιο ερωτηματικό γεννήθηκε και σε ιδιοκτήτρια μεγάλου βιβλιοπωλείου της Αθήνας, που προφανώς είχε διαβάσει το άρθρο του συναδέλφου. Σαν να μην ήξεραν και οι δύο, παρά τα χρόνια που έχουν ζήσει ανάμεσα σε βιβλία, μερικές βασικές αλήθειες: Κατ’ αρχάς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα βιβλία στο εξωτερικό βγαίνουν με χοντρό εξώφυλλο και πολύ ακριβότερη από την ελληνική τιμή. Αν έχουν εμπορική επιτυχία, τότε ναι, φωτογραφίζονται (δηλαδή με μηδενικό επιπλέον κόστος) και βγαίνουν σε βιβλία τσέπης. Δεύτερον: Στο εξωτερικό υπάρχουν οι μηχανές βαθυτυπίας που, σε σχέση με τις μηχανές όφσετ, είναι πολύ φτηνές και γρήγορες. Σου ξεπετάνε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα σε μερικά λεπτά. Όταν λοιπόν το κανονικό τιράζ ενός βιβλίου στην Ελλάδα είναι μόλις 2.000 αντίτυπα, ενώ, αντίστοιχα, στο εξωτερικό -μιλάμε πάντα για τις εμπορικές επιτυχίες που μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα γίνονται και βιβλία τσέπης- ξεκινούν με 100.000, είναι φανερό ότι τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Η βαθυτυπία δεν «σηκώνει» 2.000 αντίτυπα, χρειάζονται οι μηχανές όφσετ. Βιβλίο τσέπης σημαίνει πολλούς αναγνώστες, γι’ αυτό και μετά τα Βίπερ όσοι εκδότες προσπάθησαν να δοκιμάσουν, επέστρεψαν γρήγορα στο γνωστό, μπαστάρδικο ελληνικό τρόπο βιβλίου που δεν έχει ούτε το σκληρό εξώφυλλο και την άψογη εμφάνιση των ξένων βιβλίων ούτε την οικονομική λύση των -ευτελών- βιβλίων τσέπης[…].

Ωστόσο το τελευταίο διάστημα παρατηρώντας ως απλός αναγνώστης τις νέες εκδόσεις διαπιστώνω μια «υβριδική» κατάσταση: οι τιμές των νέων εκδόσεων να «ανεβαίνουν» με παράλληλη έκπτωση στην ποιότητα της εκδόσεως (σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις η ποιότητα του χαρτιού είναι χειρότερη και από το εφημεριδόχαρτο). Δοκιμάστε το βάρος των νέων εκδόσεων και θα εκπλαγείτε! Είναι τόσο ελαφρά τα βιβλία με το κακής ποιότητος χαρτί που νομίζεις ότι σηκώνεις καρφίτσα. Και το ζήτημα πλέον είναι το εξής: με ενδιαφέρει το περιεχόμενο μιας νέας εκδόσεως, αλλά η ποιότητα του χαρτιού είναι χειρίστη. Τι κάνω; Το αγοράζω κι ας είναι η σχέση ποιότητας/τιμής εις βάρος του αναγνώστη; Το αγνοώ; Κι αν ο εκδότης δεν είχε τη δυνατότητα να το βγάλει με καλύτερο χαρτί; Προσωπικά δεν έχω αγοράσει ορισμένες νέες εκδόσεις λόγω της κακής ποιότητας του χαρτιού. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που το βιβλίο με ενδιαφέρει τόσο πολύ ώστε προβαίνω στην αγορά του παρά την κακή ποιότητα του χαρτιού.

Εσείς, φίλοι αναγνώστες, τη γνώμη έχετε; Περιμένουμε τα σχόλια σας , ευελπιστώντας ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί ή τουλάχιστον οι τιμές θα διαμορφωθούν ανάλογα με την ποιότητα της εκάστοτε εκδόσεως.

Ο Ζήσης Παπαδημητρίου για το βιβλίο του Karl Heinz Roth,» H Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει»

1 σχόλιο

KARL HEINZ ROTH, H Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει, μετάφραση Δημήτρη Λάμπου, Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2012, ISBN:978-960-9488-32-7.
Παραθέτουμε την βιβλιοκριτική του Ζήση Παπαδημητρίου που δημοσιεύθηκε στις 20-10-2012 στο ένθετο «Αναγνώσεις» της Αυγής:

Μια φωνή από τη Γερμανία

ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Στις αρχές του καλοκαιριού κυκλοφόρησε στη Γερμανία από τον γνωστό εκδοτικό οίκο VSA του Αμβούργου το βιβλίο του Κάρλ Χάϊντς Ροτ, με τίτλο “Griechenland. Was tun?”. O Ροτ, γιατρός στο επάγγελμα, έγκριτος ιστορικός και διευθυντής του Ιδρύματος για τη Μελέτη της Κοινωνικής Ιστορίας του 20ού και 21ου Αιώνα που εδρεύει στη Βρέμη, υπήρξε ως φοιτητής ηγετικό στέλεχος της Σοσιαλιστικής Φοιτητικής Γερμανικής Ένωσης (SDS) την εποχή του κινήματος διαμαρτυρίας τη δεκαετία του ‘60. Βαθύς γνώστης της ιστορίας του λαού μας, λάτρεψε και λατρεύει τη χώρα μας, έτοιμος πάντα να συγκρουστεί με τα κατεστημένα γερμανικά συμφέροντα που θέλουν την Ελλάδα προτεκτοράτο.
Παρακολουθώντας, εδώ και χρόνια ανελλιπώς τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, καταγράφει και αναλύει, με απόλυτα εμπεριστατωμένο τρόπο, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εμφάνιση της κρίσης, επισημαίνοντας και σχολιάζοντας κριτικά τα βασικά αίτια που οδήγησαν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Για τον συγγραφέα, η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα είναι κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και της  Ευρώπης ειδικότερα, η οποία, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ, λειτούργησε ως Ελντοράντο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο έχει επιβληθεί πλήρως στην πραγματική οικονομία, μετατρέποντας τις κυβερνήσεις των χωρών σε άβουλα εκτελεστικά όργανα του τραπεζικού συστήματος και των κερδοσκόπων.
Χωρίς να υποτιμά τα δομικά προβλήματα που ταλανίζουν εδώ και δεκαετίες την ελληνική οικονομία και κοινωνία, με κυρίαρχο το πελατειακό σύστημα, ο συγγραφέας αποκαλύπτει και σχολιάζει με καυστικό τρόπο τις διαχρονικές ευθύνες της Γερμανίας για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, όπως τονίζει, με τη βοήθεια των ντόπιων μεταπρατών πέρασε κυριολεκτικά υπό τον έλεγχο μιας ανελέητης υπερεθνικής νεοϊμπεριαλιστικής μαφίας.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει με εξονυχιστικό τρόπο την πορεία των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα, από το 2008 και εντεύθεν, αποδεικνύοντας πως η χώρα βιώνει έκτοτε μια de facto αναγκαστική διαχείριση, με κύριο στόχο όχι την ανάπτυξη αλλά την εξυπηρέτηση του χρέους και την αποπληρωμή των δανειστών της. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η εσπευσμένη επικύρωση του πρώτου προγράμματος λιτότητας […] πραγματοποιήθηκε χάρη στον παραμερισμό πολλών συνταγματικών ρυθμίσεων οι οποίες στέκονταν εμπόδιο στην εγκαθίδρυση μιας εκ των πραγμάτων de facto αναγκαστικής διαχείρισης». Καταγγέλλει, μάλιστα, την πολιτική τάξη στην Ελλάδα, ότι συνειδητά συνεργάστηκε με την Τρόικα «για την παράκαμψη των θεσμών και των δομών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» (σελ. 91), ευτελίζοντας το πολιτικό σύστημα της χώρας και ανοίγοντας διάπλατα  μονοπάτια για τους επίδοξους νεοναζί, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την απόγνωση αλλά και την άγνοια των απλών ανθρώπων υποσκάπτουν συστηματικά τα θεμέλια του έστω και κολοβού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αφού σχολιάσει άκρως εμπεριστατωμένα και την πολιτική των αριστερών κομμάτων στη χώρα μας, ο συγγραφέας στο «διά ταύτα» θεωρεί πως η όποια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη διατύπωση εναλλακτικών λύσεων οφείλει να είναι «διακρατική, αντικαπιταλιστική  και να βασίζεται στη λαϊκή δημοκρατία» (σελ. 120). Απομονωμένες πρωτοβουλίες σε εθνικό και μόνον επίπεδο είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Ήρθε η ώρα για μια νέα αρχή. Με αφορμή την ελληνική κρίση, η Αριστερά και κυρίως η ευρωπαϊκή Αριστερά καλείται να δραστηριοποιηθεί ενάντια στα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του πολυεθνικού κεφαλαίου, που οδηγούν το πλανήτη μας στην καταστροφή. «Δεν μπορούμε απλά να παραιτηθούμε και να παρακολουθήσουμε με σταυρωμένα χέρια αυτές τις πρακτικές των κυρίαρχων ελίτ, καθώς αυτές επιταχύνουν την έμφυτη τάση του καπιταλιστικού συστήματος προς την αυτοκαταστροφή. Πρέπει να σταματήσουμε επειγόντως αυτή την εξέλιξη και να αντιμετωπίζουμε τους σχεδιαστές και τους εφαρμοστές των προγραμμάτων λιτότητας με μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση» (σελ 123), που δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ανελέητο αγώνα ενάντια στο βάρβαρο  καπιταλιστικό σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί, πως το βιβλίο αυτό του Καρλ Χάϊντς Ροτ αποτελεί πλέον στη Γερμανία το ευαγγέλιο όλων εκείνων που βρίσκονται δίπλα στη χώρα μας και συμπάσχουν με το δοκιμαζόμενο εργαζόμενο ελληνικό λαό. Σε συνεργασία με τις κατά τόπους Ελληνικές Κοινότητες, το βιβλίο έχει παρουσιαστεί και συνεχίζει να παρουσιάζεται σε πολλές πόλεις της Γερμανίας ξεσηκώνοντας κύμα αλληλεγγύης με την Ελλάδα.
———————————-

Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2012/10/blog-post_2135.html

Εκδότες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

1 σχόλιο

του Ανταίου Χρυσοστομίδη

Πηγή: Η ΑΥΓΗ, 15-1-2012

Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα θέματα των δημοσιογράφων που ασχολούνται με το βιβλίο και τα πολιτιστικά θέματα γενικότερα. Η κρίση και το βιβλίο, η κρίση πάνω από το βιβλίο, το βιβλίο κάτω από την κρίση, το βιβλίο μέσα στην κρίση. Δεκάδες μικρά και μεγάλα άρθρα, μερικά σοβαρά, άλλα όχι, κάποια κατατοπιστικά, άλλα καθόλου, που προσπαθούν να ανιχνεύσουν μια κατάσταση που ανησυχεί όλους όσοι δουλεύουν στον χώρο αυτόν αλλά και όσους αγαπούν το βιβλίο ως απλοί αναγνώστες. Είναι αλήθεια, ένας από τους λίγους χώρους που στην Ελλάδα λειτουργούσε καλά, τώρα κινδυνεύει να γίνει από τους πιο εμβληματικούς χώρους της κρίσης που μαστίζει την Ελλάδα.

Λειτουργούσε καλά; Αν η διαπίστωση αυτή υπονοεί έναν χώρο που λειτουργούσε ορθολογικά, με θεσμοθετημένους κανόνες, με έλεγχο και με αυτοέλεγχο, με επαγγελματική συνέπεια, καθώς και με οργανωμένη παραγωγή και διακίνηση, όχι, ο χώρος του βιβλίου, στην Ελλάδα, δεν λειτούργησε ποτέ σωστά. Αν όμως η διαπίστωση αφορά έναν χώρο που, σε σύγκριση με άλλους τομείς της ελληνικής αγοράς και παρά τις πολλές αδυναμίες του, είχε αξιοθαύμαστη δυναμικότητα, μπορούσε να παρακολουθεί τι συμβαίνει στο εξωτερικό, να προωθεί σχετικά αποτελεσματικά τα προϊόντα του, να δίνει μάχες και να τις κερδίζει, τότε ναι, ο χώρος του βιβλίου ήταν ένας ζωντανός οργανισμός.

***

Οι αδυναμίες πολλές αλλά όχι αυτές που πολλοί δημοσιογράφοι καταλογίζουν στον χώρο. Δεν είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι η κρίση ήταν μοιραίο να ενσκήψει επειδή υπήρχε υπερπαραγωγή βιβλίων: η Ελλάδα όχι μόνο δεν ξεπέρασε αλλά ούτε έφτανε, αναλογικά, τα ποσοστά βιβλίων που παράγονται και διακινούνται κάθε χρόνο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες – και στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται και συγγενικές χώρες όπως η Ιταλία, όπου όλοι επίσης γκρινιάζουν ότι ο κόσμος δεν διαβάζει αρκετά.

Δεν είναι, επίσης, αλήθεια ότι το ελληνικό βιβλίο είναι (ή ήταν) ακριβό προϊόν. Κατ’ αρχάς σε μια χώρα όπου οποιαδήποτε ταβέρνα δεν κοστίζει λιγότερο από 20 ευρώ κι ένα ποτό σε ένα μέτριο μπαρ 10 ευρώ, το βιβλίο των 10, 15, 20, άντε και 25 ευρώ για τα πολυσέλιδα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβό, αν κρίνουμε τη διάρκεια (αλλά και την ποιότητα) της απόλαυσης που προσφέρει σε σχέση με μια μπριζόλα ή ένα τζιν τόνικ. Άλλωστε, εδώ το κόστος δεν έχει σχέση με τη μάρκα, ο Σαραμάγκου δεν πουλιέται ακριβότερα από τη Μαντά επειδή γράφει καλύτερη λογοτεχνία. Τα κόστη στα βιβλία έχουν σχέση βεβαίως με το χαρτί ή την καλή βιβλιοδεσία, αλλά κυρίως με την καλή μετάφραση, την καλή επιμέλεια, τη φροντισμένη γενικά έκδοση ενός βιβλίου. Ήδη οι μεταφραστές, σε αυτή τη χώρα, πληρώνονται λιγότερο (πολύ λιγότερο) από τους συναδέλφους τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού τα τιράζ εδώ είναι αναγκαστικά μικρά και οι καλοί λογαριασμοί μπορεί να κάνουν καλούς φίλους αλλά σίγουρα δεν παράγουν καλά βιβλία.

(Τις προάλλες δημοσιογράφος κυριακάτικης εφημερίδας αναρωτιόταν γιατί δεν μπορούμε να έχουμε κι εδώ βιβλία τσέπης με φτηνό χαρτί και φτηνή τιμή όπως στο εξωτερικό. Το ίδιο ερωτηματικό γεννήθηκε και σε ιδιοκτήτρια μεγάλου βιβλιοπωλείου της Αθήνας, που προφανώς είχε διαβάσει το άρθρο του συναδέλφου. Σαν να μην ήξεραν και οι δύο, παρά τα χρόνια που έχουν ζήσει ανάμεσα σε βιβλία, μερικές βασικές αλήθειες: Κατ’ αρχάς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα βιβλία στο εξωτερικό βγαίνουν με χοντρό εξώφυλλο και πολύ ακριβότερη από την ελληνική τιμή. Αν έχουν εμπορική επιτυχία, τότε ναι, φωτογραφίζονται (δηλαδή με μηδενικό επιπλέον κόστος) και βγαίνουν σε βιβλία τσέπης. Δεύτερον: Στο εξωτερικό υπάρχουν οι μηχανές βαθυτυπίας που, σε σχέση με τις μηχανές όφσετ, είναι πολύ φτηνές και γρήγορες. Σου ξεπετάνε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα σε μερικά λεπτά. Όταν λοιπόν το κανονικό τιράζ ενός βιβλίου στην Ελλάδα είναι μόλις 2.000 αντίτυπα, ενώ, αντίστοιχα, στο εξωτερικό -μιλάμε πάντα για τις εμπορικές επιτυχίες που μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα γίνονται και βιβλία τσέπης- ξεκινούν με 100.000, είναι φανερό ότι τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Η βαθυτυπία δεν «σηκώνει» 2.000 αντίτυπα, χρειάζονται οι μηχανές όφσετ. Βιβλίο τσέπης σημαίνει πολλούς αναγνώστες, γι’ αυτό και μετά τα Βίπερ όσοι εκδότες προσπάθησαν να δοκιμάσουν, επέστρεψαν γρήγορα στο γνωστό, μπαστάρδικο ελληνικό τρόπο βιβλίου που δεν έχει ούτε το σκληρό εξώφυλλο και την άψογη εμφάνιση των ξένων βιβλίων ούτε την οικονομική λύση των -ευτελών- βιβλίων τσέπης.

***

Πώς όμως εκφράζεται σήμερα η κρίση στον χώρο του βιβλίου;

Κατ’ αρχάς υπάρχει σημαντική πτώση του αριθμού πωλήσεων, πτώση που κυμαίνεται γύρω στα 30-35%. Οι Έλληνες, που έτσι κι αλλιώς δεν έμαθαν ποτέ τους να διαβάζουν (ακόμα κι ο αριθμός των βιβλίων που διαβάζει ένας τυπικός Έλληνας διανοούμενος είναι εντυπωσιακά μικρότερος από αυτόν ενός Ιταλού π.χ. διανοουμένου), εξακολουθούν να έχουν την αντίληψη ότι το βιβλίο αποτελεί είδος πολυτελείας, πράγμα που δεν θεωρεί για την μπίρα ή για τη βενζίνη του αυτοκινήτου του. Και επειδή η κρίση που ζούμε είναι εν πολλοίς και ψυχολογική, το βιβλίο κόβεται, κι ας έπρεπε θεωρητικώς να έχει αύξηση, αφού όλοι έχουμε μειώσει τις εξόδους μας και αφού η τηλεόραση, φέτος περισσότερο από ποτέ, έχει ελάχιστα πράγματα να προσφέρει.

Αρνητική και επικίνδυνη η μείωση των πωλήσεων, αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ή, για να είμαστε πιο σαφείς, δεν είναι αυτό το σοβαρότερο πρόβλημα.

***

Οι σχέσεις εκδοτών και βιβλιοπωλών, στην Ελλάδα, ήταν πάντα περίεργες. Σε όλο τον κόσμο οι εκδότες μοιράζονται τα κόστη, τις ευθύνες και τα κέρδη με τους βιβλιοπώλες. Όχι πως έχουν κοινές εταιρείες ή είναι συνέταιροι. Απλώς οι βιβλιοπώλες, στο εξωτερικό, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την προώθηση των βιβλίων, γίνονται συμμέτοχοι και συνυπεύθυνοι στον κύκλο της διακίνησης του βιβλίου, έχουν έναν δικό τους χαρακτήρα, δημιουργούν κι αυτοί τους δικούς τους αναγνώστες-αγοραστές. Εδώ, ποιος ξέρει γιατί και πώς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι βιβλιοπώλες είναι απλώς μεσάζοντες που ενδιαφέρονται για το πώς θα αυξήσουν τα ποσοστά τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ για την προβολή των βιβλίων, θεωρούν ότι είναι, κι αυτή, δουλειά του εκδότη. Πληρώνονται τις βιτρίνες τους, διότι έτσι έμαθαν ότι κάνουν και τα σουπερμάρκετ με τα ράφια που βρίσκονται στο ύψος του ανθρώπινου ματιού. Και συχνά συμβαίνει το παράδοξο να τους πηγαίνεις π.χ. αφίσες και να μην τις δέχονται διότι… δεν έχουν χώρο να τις βάλουν. Όσο για τις λίστες των ευπώλητων βιβλίων που παραδίδουν στις εφημερίδες, αυτές έχουν περισσότερη σχέση με την αντίληψη που έχουν για τις δημόσιες σχέσεις με τους εκδότες παρά με τις πραγματικές τους πωλήσεις.

Τα τελευταία χρόνια είχαμε κι εδώ την εξάπλωση βιβλιοπωλικών αλυσίδων. Γίγαντες με πήλινα πόδια, τα νέα βιβλιοπωλεία που απλώθηκαν σε όλη τη χώρα, δεν έφεραν νέους αναγνώστες και δεν είχαν τα ποθητά αποτελέσματα. Έτσι κάποιες μεγάλες αλυσίδες άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Με την κρίση άρχισαν να κλείνουν βιβλιοπωλεία που είχαν ανοίξει μόλις πριν ένα ή δύο χρόνια. Κι άρχισαν να χρωστάνε στους εκδότες χρήματα από βιβλία που είχαν ήδη πουλήσει.

Οι εκδότες, από την άλλη, φοβούμενοι ότι αν κλείσουν τα βιβλιοπωλεία, δεν θα έχουν πλέον σημεία πώλησης των βιβλίων τους, ανέχτηκαν μια τέτοια κατάσταση. Όταν όμως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη, κι όταν ήταν πλέον φανερό ότι πολλοί μπορούν να εκμεταλλεύονται την ίδια τους την κρίση, ήταν ήδη αργά: τα χρέη κάποιων βιβλιοπωλών σε όλους τους εκδότες μετράνε σήμερα πολλά μηδενικά, υπερβολικά πολλά μηδενικά. Οι ίδιοι οι εκδότες, που βλέπανε τα βιβλία τους να πουλιούνται αλλά να μην παίρνουν πίσω τα χρήματα από τις πωλήσεις, έριξαν -πού αλλού;- το βάρος στους εργαζόμενους και στους πιστωτές τους. Με αποτέλεσμα όλο το σύστημα να κινδυνεύει να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.

***

Στην Ελλάδα οι επιχειρηματίες έχουν μάθει τον καιρό των παχιών αγελάδων να βγάζουν χρήματα, να τα κάνουν οικόπεδα ή να τα στέλνουν στην Ελβετία. Όταν όμως οι αγελάδες αδυνατίζουν, κανένας δεν βάζει το χέρι στην τσέπη. Στους βιβλιοπώλες που χρωστάνε αυτή τη στιγμή τα μαλλιά της κεφαλής τους (φωτεινές εξαιρέσεις, ας το γράψουμε κι αυτό, από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας ο Ιανός και η Πολιτεία, που πληρώνουν κανονικά τα βιβλία που πουλάνε), συγκαταλέγονται γόνοι μεγάλων αστικών οικογενειών ή επιχειρηματίες που έγιναν γνωστοί από το τίποτα βγάζοντας λεφτά -καθώς λέγεται- ακόμα και με τη συνδρομή πολιτικών κομμάτων ή μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών. Τους ανθρώπους αυτούς, χρηματοδοτούν αυτή τη στιγμή, με τους όχι υψηλούς μισθούς τους, οι εργαζόμενοι στους διάφορους χώρους του βιβλίου, αφού, όταν δεν απολύονται, πληρώνονται καθυστερημένα και ευκαιριακά. Οι εκδότες, που θα έπρεπε να τους προστατεύσουν, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους, δεν συνασπίζονται μεταξύ τους ώστε να βρουν μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης του προβλήματος, διότι κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη στον άλλο.

Έτσι, μετά την οικονομική και ψυχολογική κρίση, υπάρχει και μια βαθύτατη ηθική κρίση στον χώρο του βιβλίου. Οι γιορτές που πέρασαν είδαν τους εκδότες, παρά τα προβλήματα, να βγάζουν νέα και καλά βιβλία και τον κόσμο να γεμίζει -επιτέλους!- τα βιβλιοπωλεία. Μέχρι τη στιγμή όμως που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κατάσταση με κάποιους μεγάλους βιβλιοπώλες δεν έχει αλλάξει. Λέγεται ότι κάθονται τα βράδια μπροστά στο τζάκι, με κατεβασμένες κουρτίνες, και μετράνε τα χρήματα που βάζουν στην άκρη έτσι ώστε, όταν περάσει με το καλό η κρίση, να έχουν ένα γερό κομπόδεμα και να ξεχυθούν στην αγορά με νέες επιχειρησιακές πρωτοβουλίες. Καλό κι αυτό, αρκεί μέχρι τότε να υπάρχει αγορά βιβλίου στην Ελλάδα.