Πιὲρ Μπεττενκούρ, Τὰ πλοῖα βγῆκαν σεργιάνι, μετάφραση: Ἐ.Χ.Γονατᾶς, ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 2001.
ΣΩΠΑΙΝΕΙ
ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑΕΙ ΠΙΑ. Ἔχουν περάσει τόσες μέρες, καὶ σωπαίνει. Ἀποκοιμήθηκε πάλι, ἀφήνοντάς με μόνον, χωρὶς καθοδήγηση, χωρὶς ἐνθάρρυνση. Νὰ τὸν περιμένω, νὰ κάθομαι ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν περιμένω.
Θὰ βρέχει γιὰ μῆνες. Οἱ καρποὶ χορτασμένοι νερὸ θὰ πέσουν ἀπὸ τὰ κλαδιά∙ ἀπὸ μέσα τους θὰ ξεμυτίσουν μικρὲς ἄσπρες κάμπιες, ποὺ δὲ θὰ γίνουν ποτὲ πεταλοῦδες σὰν κι αὐτὲς ποὺ βλέπουμε νὰ τρέχουν ἐπάνω στὸ δέρμα τῶν μικρῶν παιδιῶν.
Τὰ ξύλινα ἄλογα στὴν παραλία θ’ ἀρχίσουν νὰ γυρίζουν στὸν ἄνεμο∙ τὸ κορίτσι τοῦ μικροῦ καπηλειοῦ θὰ βγεῖ ν’ ἁπλώσει ἕνα πανί. Ἕνας κόσμος χωρὶς στρατιῶτες ἔρχεται.
Πιὲρ Μπεττενκούρ, Τὰ πλοῖα βγῆκαν σεργιάνι, μετάφραση:Ἐ.Χ.Γονατᾶς, ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 2001, σελ.56.
Πρόσφατα σχόλια