Ἀπὸ Θεοῦ ἄρξασθαι

Σχολιάστε

Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν

ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.

 

 

Γ.Μ.Β.

13/9/2023

[πηγή]

Kallistos Ware (1934-2022)

Σχολιάστε

Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware (1934-2022), Πώς να εισέλθω στην καρδιά; Μυστικές αναβάσεις στο όρος του Κυρίου, εκδόσεις Εν πλώ, Αθήνα 2015, ISBN: 978-960-9550-59-8.

(…) Η προσευχή του Ιησού, αφ’ εαυτής είναι μια προφορική προσευχή, μια προσευχή με λόγια. Επειδή όμως τα λόγια είναι εξαιρετικά απλά, επειδή επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα, είναι προσευχή που μας οδηγεί δια των λόγων στη σιωπή ή, ακριβέστερα, μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τη διάσταση της σιωπής που είναι κρυμμένη μέσα στις λέξεις. Μιλούμε, αλλά ταυτόχρονα αφουγκραζόμαστε. Η σιωπή με την έννοια αυτή δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως κάτι αρνητικό αλλά ως κάτι θαυμαστά θετικό. Δεν είναι απλώς μια παύση μεταξύ των λέξεων, μια κατάπαυση των ήχων, αλλά στάση ανοικτότητας, δεκτικότητας, άγρυπνης προσδοκίας του Θεού. Δεν είναι απομόνωση αλλά σχέση, δεν είναι κενό αλλά πληρότητα, δεν είναι απουσία αλλά παρουσία: στον πυρήνα της είναι ο Θεός. (…) Η αληθινή σιωπή δεν είναι τίποτα άλλο παρά γνώση Θεού. (…)

Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware (1934-2022), Πώς να εισέλθω στην καρδιά; Μυστικές αναβάσεις στο όρος του Κυρίου, εκδόσεις Εν πλώ, Αθήνα 2015, σελ. 170 (αποσπάσματα)

***

Πηγή: 

https://vardavas.blogspot.com/2015/11/198-ware.html

Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως, Τα Θεωνύμια

Σχολιάστε

Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως,Τα Θεωνύμια: Λόγος τέταρτος Περί Θεωνυμίας, προοίμιο-επιμέλεια: Αλέξανδρος Κοσματόπουλος,εκδόσεις Άγρα,β’ έκδοση, Αθήνα 2009, ISBN: 978-960-325-789-9.

[…]Ο απαλινώδητος /
ο ατλαντικός /
ο απροσωπόληπτος /
ο προμηθεύς /
ο Ολύμπιος /
ο δημιουργός των μη φαινομένων /
ο αήττητος /
ο υγειοδότης/
ο αδιάβλητος /
ο απαθής /
ο νοσοφθόρος /
ο άαπτος /
ο απροσπέλαστος /
ο ακήρατος […]

Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως, Τα Θεωνύμια: Λόγος τέταρτος Περί Θεωνυμίας, προοίμιο-επιμέλεια: Αλέξανδρος Κοσματόπουλοςεκδόσεις Άγρα, β’ έκδοση, Αθήνα 2009.

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις

2 Σχόλια

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-435-688-1.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Ο τόμος αυτός είναι καρπός έντεκα συναντήσεων και συζητήσεων του Σταύρου Ζουμπουλάκη με τον Στρατή Μπουρνάζο. Οι δυο συνομιλητές συμφώνησαν εξαρχής να συζητήσουν, χωρίς συμβατικότητες, για θέματα που τους απασχολούν.

Το βιβλίο ξεκινάει με τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων και την περίοδο των σπουδών του Ζουμπουλάκη στην Αθήνα και στο Παρίσι, με τα διαβάσματα και τους δασκάλους του. Οι δυο συζητητές μιλάνε κατόπιν για το σχολείο, όπου ο πρώτος δούλεψε χρόνια, την εμπειρία της τάξης και της διδασκαλίας, την αντίληψή του για την εκπαίδευση, για την εποχή που υπήρξε διευθυντής της Νέας Εστίας, καθώς και για τα δύο ιδρύματα των οποίων είναι σήμερα επικεφαλής: τον Άρτο Ζωής και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Τέλος, για ζητήματα γενικότερα και μεγάλα, όπως η αρρώστια και ο πόνος, η πίστη και η θρησκεία, ο εβραϊσμός και ο αντισημιτισμός, η πολιτική και η Αριστερά, η λογοτεχνία. Αναφέρονται σε προσωπικότητες γοητευτικές, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης, o Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

Συζητώντας, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Στρατής Μπουρνάζος βουτάνε στα βαθιά, αλλά και πλατσουρίζουν στον αφρό, στα καθημερινά. Πετάγονται, έτσι, κατά τη φράση του Βάρναλη (που χρησιμοποιεί και ο Παλαμάς για να εγκωμιάσει την ποίηση του πρώτου), «από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς».

***

Αποσπάσματα από το βιβλίο:  

1

[…] στην Ελλάδα, μη γελιόμαστε, απέξω μεταφέρουμε μοντέλα, σχήματα, διδακτικές μεθόδους. Κι αυτό είναι ενίοτε σοβαρό πρόβλημα, όταν πράγματα που στο εξωτερικό έχουν ήδη δείξει τις αδυναμίες, τα όρια και τα αδιέξοδα τους, εμείς τα φέρνουμε εδώ ως θέσφατα. […]

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 217-218.

***

2

[…]Ένας φιλελεύθερος Εβραίος δεν μπορεί  ποτέ να δεχτεί την ιδέα της περιουσιότητας, ότι υπάρχει ένας λαός «εκλεγμένος», και γι’ αυτό έγιναν και πολλές προσπάθειες να την ερμηνεύσουν αλλιώς. Ο Λεβινάς, ας πούμε, λέει  ότι περιουσιότητα σημαίνει ευθύνη: εμείς έχουμε μεγάλη ευθύνη, μεγαλύτερη απ’ όλους τους άλλους. Πρόκειται δηλαδή για μια εκλογή ευθύνης, όχι προνομίων.[…]

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 338-339.

Χρ. Αρβανίτης, Ας με γεμίσουνε τα χείλη σου φιλιά

Σχολιάστε

Χριστόφορος Ελ. Αρβανίτης, Ας με γεμίσουνε τα χείλη σου φιλιά: Θρησκεία, Έρωτας και Σεξουαλικότητα στο Άσμα Ασμάτων, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-615-293-1.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι οντολογικά ελεύθερος. Δεν είναι ελεύθερος από τον έρωτα ή ελεύθερος για τον έρωτα, αλλά ελεύθερος μέσω του έρωτα˙ γι αυτό, και η αποκλειστική ταύτιση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας με την αναπαραγωγή, και η ταύτιση του έρωτα με το fast-sex, αποτελούν διαστροφικές αποκλίσεις, που αρνούνται την ολοκληρωτική επιθυμία, σωματική και ψυχική, για τον άλλον. Στο Άσμα Ασμάτων, ο ερωτικός άνθρωπος απελευθερώνεται˙ καταφάσκει την ελευθερία του. Ελευθερώνεται υπαρξιακά στον έρωτα του άλλου. Ερωτεύομαι σημαίνει αγγίγματα, λόγια, ματιές, ελπίδες, μάχες, πόθους, όνειρα, αγρυπνίες, φόβους. Είναι η κατάκτηση της συνύπαρξης με τον άλλον.

Παρουσίαση του βιβλίου «Εσχατολογία και ετερότητα» του Χαράλαμπου Βέντη τη Δευτέρα 27/1/2020 στην Αθήνα

Σχολιάστε

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Άσπονδοι αδελφοί

Σχολιάστε

Σταύρος ΖουμπουλάκηςΆσπονδοι αδελφοί: Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοιεκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-16-8357-7.

 

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Τα περισσότερα κείµενα αυτού του βιβλίου συζητούν µια σκοτεινή πλευρά των τριών µονοθεϊσµών, εκείνη που αφορά τη µεταξύ τους σχέση, η οποία είχε για κύριο γνώρισµά της τη µισαλλοδοξία και σφραγίστηκε συχνά από το χυµένοαίµα, και ας αναγνωρίζουν και οι τρεις ως κοινό πατέρα της πίστης τους τον Αβραάµ. Το πρότυπο αυτού του µίσους είναι ο χριστιανικός αντιιουδαϊσµός. Εχθρότητα, συχνά µάλιστα σφοδρότερη, χώρισε και τους πιστούς της ίδιας θρησκείας µεταξύ τους: η Ευρώπη έχει πικρή πείρα αυτής της εχθρότητας µε τους οµολογιακούς θρησκευτικούς πολέµους του 16ου αιώνα και σήµερα είµαστε µάρτυρες αιµατηρής εχθρότητας στο εσωτερικό του Ισλάµ. Γίνεται ωστόσο λόγος στις σελίδες του βιβλίου και για ορισµένες φωτεινές περιπτώσεις ανθρώπων, χριστιανών περισσότερο, που άφησαν πίσω τους αιώνες µισαλλοδοξίας και έζησαν και πέθαναν για έναν κόσµο φιλοξενίας και ελευθερίας. Την ειρηνική συνύπαρξη των πιστών των διαφόρων θρησκειών, την οποία δεν µπόρεσαν να την εγγυηθούν οι ίδιες, την εγγυάται το δηµοκρατικό, ουδετερόθρησκο κράτος, γι’ αυτό θα έπρεπε και οι ίδιες οι θρησκείες να το υπερασπίζονται παντού και χωρίς εξαιρέσεις.

***

Παραθέτουμε την κριτική του Μιχάλη Πάγκαλου που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των συντακτών» στις 19/10/2019: 

Ο Θεός στον αδελφό

Του Μιχάλη Πάγκαλου

Με το Άσπονδοι αδελφοί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μελετά, μεταξύ άλλων, το παρελθόν και το παρόν των μονοθεϊστικών θρησκειών, καθώς και τις μεταξύ τους αντιφορές και συγκρούσεις. Διανοούμενος πρώτης γραμμής ο Ζουμπουλάκης, πιστός χριστιανός και βαθιά αριστερός –αλλά αριστερός με αφανάτιστη και αδογμάτιστη σκέψη–, δεν μιλά ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής, δεν γράφει ακαδημαϊκά: διαθέτει προσωπικό ερώτημα. Όπως σε όλα του τα γραπτά, έτσι και εδώ ο προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει πίσω από τις γραμμές την έντονη αγωνία του συγγραφέα για το μέλλον της θρησκείας και της ηθικής στον κόσμο μας. Ο συγγραφέας ξαναπιάνει έτσι το νήμα του προβληματισμού που είχε καταθέσει στο Ο Θεός στην πόλη (Εστία, 2002).

Οι χριστιανοί διώκονται στις μουσουλμανικές χώρες μέσα στη γενική αδιαφορία. «Ο χριστιανισμός -λέει ο Ζουμπουλάκης- είναι σήμερα η πλέον διωκόμενη θρησκεία στον πλανήτη» (203). Ποιο είναι το μέλλον των μονοθεϊστικών θρησκειών σε μια άθεη Ευρώπη που, αφενός, αδιαφορεί για τους διωγμούς των χριστιανών και, αφετέρου, μισεί η ίδια –αναβιώνοντας αρχαϊκούς φόβους– τον πρόσφυγα, τον ξένο και τον μουσουλμάνο; Ο μονοθεϊσμός, ως σχολείο «φιλοξενίας και αντιρατσισμού» (Λεβινάς), θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά.

Ο Ζουμπουλάκης δεν εξωραΐζει, αλλά μιλά με βαθιά γνώση και επιχειρήματα. Το βιβλίο εξετάζει τη «σκοτεινή πλευρά» των τριών μονοθεϊσμών, δηλαδή, την αμοιβαία μισαλλοδοξία που οδηγεί στο χυμένο αίμα. Οι σχέσεις μεταξύ των τριών «τέκνων του Αβραάμ», ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και ισλάμ, υπήρξαν συχνά μέσα στην Ιστορία σχέσεις φανατισμού και μίσους.

Τέσσερις από τις μελέτες του είναι αφιερωμένες στο πρόβλημα του χριστιανικού αντιιουδαϊσμού και του αντισημιτισμού. Με παρρησία, θεωρεί μάλιστα τον χριστιανικό αντιιουδαϊσμό το «πρότυπο» των μορφών που λαμβάνει η θρησκευτική μισαλλοδοξία. Στο ερώτημα του Ρεζίς Ντεμπρέ «πώς είναι δυνατόν να λατρεύεις τον Θεό του ελέους και ταυτόχρονα να σκοτώνεις και μάλιστα εν ονόματι αυτού ακριβώς του Θεού;» ο Ζουμπουλάκης προτιμά να μη δώσει μια βολική, ιδεολογική απάντηση, αλλά να το κρατήσει ανοιχτό:

«[το ερώτημα] μένει πάντα εκεί, αναπάντητο, για να τυραννά τη συνείδηση και να την κρατάει άγρυπνη. (…). Η Βίβλος λοιπόν πρώτη, χιλιάδες χρόνια πριν από τον Ντεμπρέ, έφερε στο φως της συνείδησης το φοβερό ενδεχόμενο να λατρεύεις τον Θεό και να σκοτώνεις τον αδελφό σου» (37, 40).

Τα κείμενα αυτά του βιβλίου για τον χριστιανικό αντιιουδαϊσμό και τον αντισημιτισμό αποτελούν πρωτοποριακές για τη χώρα μας μελέτες των ζητημάτων αυτών. Ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι το ιστορικό αίνιγμα είναι ο αντιιουδαϊσμός. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται εδώ από διεθνούς κύρους μελετητές του αντιιουδαϊσμού, όπως ο Ντέιβιντ Νίρεμπεργκ. Πράγματι, στο σπουδαίο βιβλίο του Anti-Judaism: The Western Tradition (2014), ο Νίρεμπεργκ θεωρεί ότι με την αντιιουδαϊκή πολεμική η Δύση εξήγησε και πολέμησε «ό,τι ήθελε εκάστοτε να εξηγήσει και να πολεμήσει» (131). Σύμφωνα με τον Ζουμπουλάκη, όμως, η γενική ερμηνεία αυτή του Νίρεμπεργκ υποτιμά την τεράστια σημασία που έχει για τη χριστιανική συνείδηση και τον πολιτισμό της Ευρώπης το ιδρυτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης. Δεν βλέπει έτσι ότι η πηγή του αντιιουδαϊσμού της χριστιανικής Εκκλησίας βρίσκεται μέσα στην ίδια την Καινή Διαθήκη:

Αν η πηγή αυτή βρίσκεται, όπως πιστεύω, στην Καινή Διαθήκη, το ερώτημα γίνεται εξαιρετικά δυσαπάντητο και για ορισμένους μας τραγικό. […] ανάμεσα στις δύο θρησκείες [ιουδαϊκή και χριστιανική] θα υπάρχει πάντα ένταση και σύγκρουση (71).

Οσο δύσκολη και τραγική και αν είναι η διαπίστωση αυτή, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μια στάση αυτοκριτικής και μετάνοιας των χριστιανικών Εκκλησιών στο ζήτημα της ιστορικής τους σχέσης με τον εβραϊκό κόσμο. Η αυτοκριτική αυτή διεργασία μάλιστα έχει ήδη γίνει από την Καθολική και τις Προτεσταντικές Εκκλησίες, δίνοντάς μας σπουδαία κείμενα και Διακηρύξεις, όπως η Nostra Aetate (1965) της Β’ Βατικανής: «όλα όσα ορίζει η Nostra Aetate αποτελούν πλέον στοιχειώδεις πεποιθήσεις ενός σημερινού χριστιανού της Δύσης» (107). Αντίθετα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι «η φρικτή είδηση της εξόντωσης των Εβραίων στο Αουσβιτς δεν έχει ακόμη φτάσει στα αυτιά της» (71).

Το βιβλίο συμπληρώνεται και από άλλα κείμενα (είκοσι τρία συνολικά), εντελώς ξεχωριστά το καθένα τους. Σε ένα από αυτά («Χριστιανική μαρτυρία στη Γάζα»), ο συγγραφέας αναφέρεται στον Παλαιστίνιο καθολικό Μανουέλ Μουσαλάμ, ιερέα μιας μικρής κοινότητας διακοσίων ψυχών στη Γάζα, σε αυτήν την «ανοιχτή φυλακή ενάμισι εκατομμυρίου μουσουλμάνων, διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση» (171). Το καθοριστικό βίωμα του Μουσαλάμ είναι το βίωμα της εξορίας, το βίωμα του ίδιου του Χριστού, του «κατεξοχήν Εξόριστου» (Ιω 1:10-11). Σε αυτήν την τρομακτικά δύσκολη συνθήκη, ο αμπουνά Μανουέλ Μουσαλάμ πορεύεται ξαρμάτωτος, με μοναδικό του στήριγμα την πίστη του στον Χριστό:

Είμαι ένα άγριο δέντρο μπολιασμένο στο μοναδικό δέντρο που είναι ο Χριστός. Στη ζωή μου φοβήθηκα, αρρώστησα, συνάντησα δυσκολία με το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα δούλεψα, βοήθησα παιδιά να μεγαλώσουν, φρόντισα φτωχούς, αρρώστους, λαβωμένους της ζωής, κήρυξα το Ευαγγέλιο (181).

Εν κατακλείδι, οι φωτεινές αυτές περιπτώσεις ανθρώπων, χριστιανών κατά βάση, που αφήνοντας πίσω τους αιώνες μισαλλοδοξίας έζησαν και πέθαναν για έναν κόσμο αγάπης και ελευθερίας, έρχονται να φωτίσουν με ένα άλλο φως ολόκληρο το βιβλίο. Χωρίς υπερβολή, οι Άσπονδοι αδελφοί αποτελούν πολύτιμο βοήθημα και, θα τολμούσα να πω, στήριγμα για κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι η πίστη στον Θεό οφείλει να συνομιλεί με την εποχή της και, κυρίως, να αντιπαλεύει τη δεισιδαιμονία και τον φανατισμό που οδηγούν στο μίσος του άλλου ανθρώπου. Το βιβλίο είναι φωτεινό. Το φως της πίστης δεν σβήνει αλλά δυναμώνει με το φως του λόγου και της αλήθειας.

Σωστά, ο Ζουμπουλάκης επισημαίνει ότι ο εγγυητής της ειρηνικής συνύπαρξης των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών δεν είναι άλλος από το ουδετερόθρησκο (laïc) δημοκρατικό κράτος. Μόνο η δημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία, το ελεύθερο φρόνημα που είναι προϋπόθεση μιας συνειδητής αφιέρωσης στον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο «διαδικασία»: δεν μπορεί να «συναντιόμαστε μέσα στην παραίτηση από αυτό που είμαστε» [Αντρέ Νεέρ] (71). Αν αυτό ισχύει για όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο λόγος και η δημοκρατία αποτελούν σήμερα προϋπόθεση και για έναν φωτεινότερο και ευαγγελικότερο χριστιανισμό.

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/215374_o-theos-ston-adelfo

Ronald Dworkin, Θρησκεία χωρίς Θεό

Σχολιάστε

Ronald Dworkin, Θρησκεία χωρίς Θεό, μετάφραση: Στέλιος Βιρβιδάκης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-16-8106-1.

Το παρόν βιβλίο, το οποίο ο συγγραφέας του δεν πρόλαβε να δει τυπωµένο, βασίζεται στις Διαλέξεις Αϊνστάιν που έδωσε τον Δεκέµβριο 2011 στο Πανεπιστήµιο της Βέρνης και µπορεί να θεωρηθεί ένα είδος πνευµατικής διαθήκης. Η θρησκευτική στάση την οποία ο Ντουόρκιν προβάλλει εκφράζεται µέσα από την αποδοχή της αλήθειας δύο βασικών και συναφών αξιολογικών κρίσεων. Σύµφωνα µε αυτές, η ανθρώπινη ζωή έχει αντικειµενικό νόηµα και το σύµπαν εγγενή αξία. Η αναγνώριση της αλήθειας αυτών των δύο κρίσεων συνεπάγεται πως κάθε άνθρωπος οφείλει να προσπαθεί να ζει καλά, όπως υπαγορεύουν οι ηθικές υποχρεώσεις προς τον εαυτό του και προς τους συνανθρώπους του, και πως είναι σε θέση να νιώθει δέος µπροστά στην οµορφιά του κόσµου. Αυτές τις πεποιθήσεις τις συµµερίζονται κατά κανόνα οι πιστοί των παραδοσιακών θεϊστικών θρησκειών, αλλά, σύµφωνα µε τον Ντουόρκιν, ο θεϊσµός δεν είναι απαραίτητος για τη στήριξή τους. Και οι άθεοι µπορούν να τις συµµεριστούν, υιοθετώντας µια θρησκεία χωρίς θεό. [πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ]

***

Παραθέτουμε την κριτική της Σάρας Θηλυκού που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή» στις 18/8/2019: 

Σχέση χωρίς σύντροφο

Της Σάρας Θηλυκού*

Τον Μπλεζ Πασκάλ και τους Στοχασμούς του θυμήθηκα από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ανά χείρας φιλοσοφικής πραγματείας, ο οποίος βεβαιώνει πως ένας άθεος είναι διατεθειμένος να πιστέψει τα πάντα αρκεί να μην χρειαστεί να πιστέψει σε κάποιον θεό. Για τον Ρόναλντ Ντουόρκιν ο αθεϊσμός είναι θρησκεία, με θεό της -μέσα στα αμερικανικά συμφραζόμενα- από το Σύνταγμα μέχρι το μπέιζμπολ. Ο Αμερικανός διανοητής επιθυμεί να απαλλάξει έννοιες όπως η ιερότητα της ζωής, η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, του σύμπαντος κ.ο.κ. από την παρουσία ενός θεού που να τις κατακυρώνει. Και αυτό γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος κατατρύχεται από τις εμμονές κατεξοχήν του δυτικού πολιτισμού, τη βεβαιότητα και την ανεξαρτησία. Έτσι προτάσσει την έννοια της ηθικής ανεξαρτησίας έναντι της θρησκευτικής ελευθερίας, και το ευ ζην έναντι του θεού, προκειμένου να παρακάμψει την επιλογή για σύναψη σχέσης με έναν προσωπικό θεό -για την ύπαρξη του οποίου δεν είναι βέβαιος- και την ευθύνη που αυτή η σχέση συνεπάγεται -και η οποία θίγει βεβαίως την ανεξαρτησία του.

Μια θρησκεία χωρίς Θεό συνιστά ήδη ο ντεϊσμός από την εποχή του γαλλικού διαφωτισμού, όπου η πίστη σε ένα υπέρτατο ον απομακρυσμένο από τον κόσμο, αποπροσωποποιεί τον κατεξοχήν προσωπικό Θεό-Πατέρα του Χριστιανισμού και βέβαια κλονίζει την έννοια της θείας πρόνοιας. Ο φιλοσοφικός προβληματισμός περί θεοδικίας και υπάρξεως του κακού εν γένει, αλλά και ο αντίστοιχος στοχαστών θρησκευομένων, όπως οι Πασκάλ και Κίρκεγκωρ, υπέσκαψαν την έννοια της πίστης, όπως έδειξε η Χάνα Άρεντ. Στον 20ο αιώνα μια θρησκεία χωρίς Θεό συνιστούν ήδη τα κινήματα της πρωτοπορίας εισηγούμενα μια τέχνη χωρίς Θεό ή υπερβατικό. Η έννοια της θρησκείας ταυτίζεται εν πολλοίς με μια ιδιότυπη τυραννία της βεβαιότητας, θα την αποκαλούσα, τέτοια που και σήμερα ακόμη να αρνείται σχεδόν την άσκηση της τέχνης σε ανθρώπους που πιστεύουν στον Θεό! Ή την άσκηση της θρησκείας σε ανθρώπους που αμφιβάλλουν. Όμως, ζωή και τέχνη, σε πείσμα του ηθικού μανιχαϊσμού, παραμένουν αβέβαιες, για ενθέους και αθέους, και για αυτό απολύτως σαγηνευτικές. Και η πίστη μπορεί να συμβαδίζει με την επιστήμη, όπως η αμφιβολία με τη θρησκεία. Όπως άλλωστε ο Ντουόρκιν βεβαιώνει «η κοσμική επιστήμη έχει γίνει εντυπωσιακώς παρόμοια με τη θρησκευτική διδασκαλία».

Αλλά και η σύγχρονη μαχητική, λεγομένη, αθεΐα, κρίνεται ανεπαρκής, από εκπροσώπους μάλιστα της μαρξιστικής κριτικής, η οποία δια στόματος Τέρρυ Ήγκλετον εγκαλεί τον Ρίτσαρντ Ντόκινς, κορυφαίο εκπρόσωπο της πρώτης, για το ότι ο τελευταίος θεωρεί υπεύθυνο τον μαρξισμό για τα… γκουλάγκ. Η σύγχρονη αθεΐα πράγματι εξαντλεί όλη της τη δυναμική σε έναν ιστορικό ηθικισμό, μια φιλότιμη απαρίθμηση όλων των θρησκευτικών παρεκτροπών ανά τους αιώνες, αποδεικνύοντας αυτό που ο Ήγκλετον (σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Δημηρούλη) σημειώνει, «πόσο ανίδεοι περί θεολογίας είναι άνθρωποι όπως οι Χίτζενς, Ντόκινς και Ονφρέ». Οι νέοι θρησκευτικοί πόλεμοι κατά τον Ντουόρκιν διεξάγονται στον χώρο της πολιτικής με θέματα αιχμής τη χρήση των θρησκευτικών συμβόλων στον δημόσιο χώρο και την προσευχή στα σχολεία (με κυρίαρχη την επιταγή περί ουδετερότητας), τη σεξουαλική ηθική (με τη νομοθεσία για τις αμβλώσεις), τη μαντίλα (στη Γαλλία λόγου χάρη οι νόμοι Σαρκοζί για τη μαντίλα και τη γενειάδα για… θρησκευτικούς λόγους, καθώς και οι εικόνες γάλλων αστυνομικών σε πλαζ να προσπαθούν να… γδύσουν μουσουλμάνες λουόμενες από τα μπουρκίνι τους νομίζω πως έδειξαν τα αδιέξοδα του πιο κοσμικού κράτους) και τη διδασκαλία της δαρβινικής εξέλιξης (η οποία στην Αμερική κονταροχτυπήθηκε με τον δημιουργισμό και τον νοήμονα σχεδιασμό).

Πάντως η απόφανση της σύγχρονης Φυσικής διά στόματος Ρίτσαρντ Φάινμαν, μιας ιδιότυπης αθεΐας του θρησκευτικού αθεϊσμού, κατά πώς ο Ντουόρκιν μάς θυμίζει, πως δεν γίνεται να εξηγήσει το «γιατί» λειτουργούν έτσι τα πράγματα (δηλαδή τον σκοπό τους) αλλά μόνο το «πώς» λειτουργούν (δηλαδή τον τρόπο), θυμίζει τη διπλή θεολογική μεθοδολογία των Πατέρων, με την οποία αίρεται κάθε σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας. Και πράγματι «ούτε είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι η στάση των καθηγητών επιστημονικών μαθημάτων εκφράζει δέσμευση σε κάποια εκστρατεία προαγωγής του αθεϊσμού».

Αναφερόμενος ακόμη στον Πάουλ Τίλλιχ ο Ντουόρκιν εξαίρει τον… αθεϊσμό του θεολόγου ο οποίος βεβαιώνει πως «χωρίς κάποιο στοιχείο αθεϊσμού κανένας θεϊσμός δεν μπορεί να διατηρηθεί». Ασφαλώς. Ο αποφατισμός και οι αντινομίες συνιστούν θεμελιώδη θεολογικά χαρακτηριστικά, που θα ζήλευαν οι αγνωστικιστές. Έτσι ο Θεός καλείται υπεράγνωστος καθώς όσο περισσότερο ο άνθρωπος Τον γνωρίζει τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακαταληπτο της ουσιας Του. Αλλά και ο πανθεϊσμός του Σπινόζα έχει θέση σε ένα γνήσια θρησκευτικό βίωμα, όπως μπορεί να βεβαιώσει κάθε άνθρωπος που έχει ερωτευτεί έστω και μία φορά στη ζωή του.

Ο κοσμικός, λεγόμενος, ανθρωπισμός δεν επιτρέπει παρά μία προσέγγιση που ταυτίζει τη θρησκεία με την ηθική, για όσους συμμερίζονται το δέος του Καντ απέναντι στον έναστρο ουρανό και τον ηθικό νόμο εντός. Για πολλούς χριστιανούς θεολόγους λόγου χάρη, όμως, ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά υπέρβασή της, είναι δε μια κοινωνία προσώπων και όχι απλώς μια ακόμη πίστη με όρους ιδεολογικής καθαρότητας κ.ο.κ. Έτσι μια τέτοια θεώρηση φαίνεται μάλλον υποβιβαστική. Η επιλογή μιας θρησκείας χωρίς θεό φαντάζει ως η μέση λύση ανάμεσα στη μαχητική αθεΐα και την παραδοσιακή θρησκευτικότητα, για όσους ασπάζονται ένα ισχυρό αξιακό μοντέλο, καθώς αμβλύνει την αιχμηρή φυσιοκρατία έναντι μιας πιο πνευματικής θέασης της ζωής. Ας προσέξουμε, όμως, το ενδεχόμενο μιας… θεϊστικής κοσμικότητας. Δεχόμενοι μια θρησκεία χωρίς θεό μήπως δεχόμαστε έτσι και μια δημοκρατια δίχως… δήμο λόγου χάρη, μια ελέω θεού δημοκρατία; Ο Χασεμί Ραφσατζανί, γνωστός για τη θεωρητική ενασχόλησή του με τις δημοκρατίες της Δύσης (την έδρα του… Σατανά, στην οποία ωστόσο είχε καταφύγει ο ηγέτης της Ισλαμικής Επανάστασης Χομεϊνί), είχε πει πως η ισλαμική δημοκρατία του Ιράν είναι ανώτερη από τις δυτικές γιατί βασίζεται στον Θεό… Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Δημιουργού-Θεού και αυτό συνιστά την εγγενή αξία του, χωρίς η τελευταία να απομειώνεται από την οντολογική εξάρτηση της κτιστής ανθρώπινης φύσης από τον άκτιστο Δημιουργό της, ενώ η ιστορία, η πολιτική, οι τέχνες και οι επιστήμες συνιστούν ανθρώπων έργα.

Ο μεταφραστής του έργου καθηγητής Στέλιος Βιρβιδάκης, στο κριτικό επίμετρό του στο τέλος του βιβλίου προλαμβάνει τόσο τις ενστάσεις των θεϊστών όσο και ενδεχόμενες επιφυλάξεις για την πειστικότητα των επιχειρημάτων του Ντουόρκιν, εξαίροντας βέβαια τη γόνιμη συνεισφορά του στον διάλογο μεταξύ θεϊστών και αθέων. H αθεολόγητη ταύτιση της θρησκείας με την ηθική νομίζω πως καθιστά τη θρησκεία μια μάλλον γλυκερή, άνευρη, ψυχρή, πολιτικώς ορθή καθηκοντολογία, μια σίγουρη συνταγή για μια «πετυχημένη ζωή», χωρίς ρίσκο, χωρίς θυσία, χωρίς έρωτα, χωρίς τον… θεό της εντέλει. Γιατί να πιστέψει κανείς σε μια τέτοια θρησκεία και όχι στην ποδοσφαιρική του ομάδα – ή μήπως οι δύο μπορεί να ταυτίζονται; Ο Γούντι Άλλεν, στον οποίο ο Ντουόρκιν παραπέμπει, είχε πει κάποτε για τον Ντοστογιέφσκι πως είναι πολύ Ρώσος για αυτόν. Μήπως το ίδιο ισχύει και για τη θρησκεία χωρίς θεό; Πως είναι μάλλον πολύ αμερικάνικη για τα γούστα μας;

____________________________________________________________

*Η Σάρα Θηλυκού είναι ποιήτρια και δρ Θεολογίας

https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2019/08/blog-post_52.html

Jean – Luc Marion, Ο Θεός χωρίς το Είναι

Σχολιάστε

b183779

Jean – Luc Marion,  Ο Θεός χωρίς το Είναι, μετάφραση: Χρήστος Μαρσέλλος, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012, ISBN 978-960-435-367-5.

Αναδημοσίευση της κριτικής του π. Ευαγγέλου Γκανά (αρχική δημοσίευση: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-7-2013)

π. Ευάγγελος Γκανάς

Η ελευθερία στη θεολογία δικαίως μας τρομάζει

(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-7-2013)

Η πρώτη φράση του Ζαν Λυκ Μαριόν από το βιβλίο του «Ο Θεός χωρίς το Είναι» (σε ιδιαίτερα επιμελημένη μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου) στοιχειώνει τη φαντασία του φιλοσόφου και του θεολόγου εξίσου: «Θα έπρεπε να ομολογήσουμε κάποτε ότι η θεολογία, από όλες τις μορφές γραφής, είναι εκείνη που προκαλεί μάλλον τη μεγαλύτερη απόλαυση. Μάλιστα όχι την απόλαυση του κειμένου, αλλά την απόλαυση -εκτός αν πούμε ήδη τη χαρά- που αισθάνεται κανείς όταν το υπερβαίνει: πηγαίνοντας από τα verba στο Verbum». Από το πλήθος των τεκμηρίων που προσκομίζει το πυκνό και γόνιμο αυτό δοκίμιο εις επίρρωσιν του παραπάνω ισχυρισμού θα αρκεστώ σε τρία.

Πέρα από τη μεταφυσική

Το πρώτο μέλημα του Μαριόν είναι να καταστήσει προβληματικό το προφανές, αυτό στο οποίο συμφωνούν τόσο οι παλαιοί μεταφυσικοί όσο και ορισμένοι σύγχρονοι νεοθωμιστές: ότι ο Θεός, πριν από οτιδήποτε άλλο οφείλει να είναι. Επικαλούμενος μια γνωστή ρήση του Χάιντεγκερ, ο Μαριόν μας λέει πως σε έναν Θεό που νοείται ως αιτία του εαυτού τoυ (causa sui) ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσευχηθεί, δεν μπορεί να πέσει στα γόνατα περιδεής, προσφέροντας αίνο και λατρεία. Θεϊσμός και αθεϊσμός μάχονται αενάως ως αντίπαλοι, αν και στην πραγματικότητα είναι αδελφοί-εχθροί: κοινή τους μήτρα η ανυπέρβλητη ειδωλολατρία. Αντιθέτως ο χριστιανισμός σκέπτεται τον Θεό βάσει του ίδιου του Θεού και μόνο, στο μέτρο που Αυτός αποκαλύπτεται. Για την αρχαία χριστιανική πίστη η φιλοσοφία ήταν μωρία. Αυτό δεν φανερώνει γνωσιοθεωρητική αλαζονεία, αλλά την πεποίθηση ότι η θεολογία καθίσταται η ίδια μωρία αν δεχθεί ως αναγκαία θεραπαινίδα της τη φιλοσοφία. Η θεολογία δεν αφορά τον Θεό, αλλά το γεγονός της πίστης στον εσταυρωμένο και αναστάντα Χριστό.

Η επιδίωξη της ισχύος πλάθει «θεούς», σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η παρουσία των «θεών» καταλήγει κοινότοπη και οδηγεί τον άνθρωπο στη δυσφορία και τους «θεούς» στο λυκόφως τους. Ομως ταυτόχρονα, κάθε στιγμή της ζωής, η ανθρώπινη κατάσταση απαιτεί και παράγει νέους «θεούς», όσο και αν δυσφορεί για τους παλαιούς. Η επιδίωξη της ισχύος δεν παύει να επιθυμεί τον εαυτό της και αυτό ισχύει τόσο όταν παράγει «θεούς» όσο κι όταν τους αποκαθηλώνει από το βάθρο τους. Επιδίωξη της ισχύος και μεταφυσική αλληλοπεριχωρούνται.

Στη διαπίστωση του Τσέλαν πως κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα, ο Μαριόν αντιτείνει ότι ο χριστιανός δεν μαρτυρείται τέτοιος λέγοντας μόνος του ότι είναι χριστιανός, αλλά περιμένει από τον Ιησού να επιβεβαιώσει την απόφανση αυτή. Η ομολογία προϋποθέτει την πίστη ότι ο Ιησούς είναι πραγματικά ο Κύριος. Κύριος του κόσμου και της Ιστορίας, διαρκώς παρών με τις ενέργειές του και ότι ο ομολογών έχει πραγματικά αναδημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Χριστού. Υπάρχει πάντοτε μια ένταση, ένα χάσμα, ανάμεσα στην ομολογία, όπου το εγώ λέει υπερβολικά πολλά, και την μαρτυρία, οπού το εγώ αφήνεται σιωπηλά στην ενατένιση της δόξας του Ιησού.

Η μαρτυρία αυτή καθιστά συχνά τους χριστιανούς μειοψηφία υπό διωγμό. Ετσι ξαναβρίσκουμε τον συσχετισμό ομολογίας και μαρτυρίου. Σε αυτόν που ομολογεί, το μαρτύριο δίνει, όπως στην περίπτωση του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, τη χάρη να εισέλθει σε μια κατάσταση όπου η ομολογία πίστεως είναι απολύτως σωστή. Γιατί ο μάρτυρας αφενός αναλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του Χριστού και αφετέρου έχει αναληφθεί από αυτά: αφήνει το πνεύμα του στον Θεό και συγχωρεί τους θύτες του. Υιοθετώντας τη βιβλική και πατερική αντίληψη, ο Μαριόν οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο θεολόγος δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιζητεί ένα «επιστημονικό» κύρος, δεν μπορεί παρά να γίνει ο ίδιος άγιος, γιατί μόνο ο άγιος γνωρίζει για τι μιλά όταν κάνει θεολογία.

Σκοπός της θεολογίας

Ο Λόγος έχει ολοκληρώσει το έργο του και κάθεται ήδη στα δεξιά του Πατρός (εξ ου και η τελευταία λέξη του επί του σταυρού: τετέλεσται). Ετσι στη θεολογία δεν υπάρχει δυνατότητα για πρόοδο και ανακάλυψη παρά μόνο για μεταστροφή (conversion) στον Λόγο. Η θεολογία αστοχεί όταν υφαρπάζει την ανθρωπολογία από τον αυστηρά φαινομενολογικό (επομένως φιλοσοφικό) στόχο μιας αναλυτικής του Dasein. Αντικείμενο της θεολογίας είναι το Dasein ως πιστό. Σκοπός της θεολογίας, με άλλα λόγια, είναι να δείξει στον κόσμο τι σημαίνει ότι είναι ο κόσμος και όχι η Εκκλησία. Στην Εκκλησία έχει δοθεί και χώρος και χρόνος. Χώρος είναι τα έθνη που εγκεντρίζονται στον Ισραήλ. Χρόνος είναι το saeculum, o χρόνος που απομένει (βλ. Αγκάμπεν), μέχρι την Παρουσία του Κυρίου.

Ας κλείσουμε με τα λόγια του ίδιου του Μαριόν: «Είμαστε απείρως ελεύθεροι στη θεολογία: βρίσκουμε τα πάντα ήδη δεδομένα, κεκτημένα, διαθέσιμα. Δεν μένει παρά να καταλάβουμε, να πούμε και να γιορτάσουμε. Τόση ελευθερία, δικαίως, μας τρομάζει».

http://www.kathimerini.gr/492554/article/politismos/arxeio-politismoy/h-eley8eria-sth-8eologia-dikaiws-mas-tromazei

Ο ΣΤΗΒΕΝ ΜΙΟΥΖ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟ

1 σχόλιο

1476320_628187827240663_564041592_n

(…) Ο δημοφιλής και άκρατος θρησκευτικός  συγκρητισμός, ο αντιδραστικός και επιθετικός ευαγγελικός φονταμενταλισμός της δεξιάς και οι αυτάρεσκες ψυχο-πνευματικότητες της νέας εποχής δεν μπορούν να εκφράσουν την κοινωνία και την ετερότητα αυτή υπάρχει αποκλειστικά μέσα στην Εκκλησία, η οποία αναδεικνύει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα τους παρέχει τις προϋποθέσεις για να γίνουν απόλυτα ζωντανοί ως πρόσωπα που βρίσκονται σε σχέση με το Χριστό και με τους άλλους ανθρώπους μέσα στον κόσμο. Ο συγκρητισμός, ο φονταμενταλισμός και οι ψυχο-πνευματικότητες δεν επαρκούν για να προσφέρουν στη σύγχρονη ζωή ένα αντίδοτο στις απάνθρωπες δυνάμεις του Μαμμωνά, οι οποίες λειτουργούν μέσα στους πολυεθνικούς παγκόσμιους βιομηχανικούς ομίλους και μέσα στα τραπεζικά συμφέροντα που κυριαρχούν στην οικονομική ζωή. (…)

Στ. Μιούζ, «Ψυχολογικές προκλήσεις του επισκοπικού βαθμού μέσα στο σύγχρονο πολιτιστικό περιβάλλον», μετάφραση: Απόστολος Αποστολίδης, στο περιοδικό Σύναξη τεύχος 127/  Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2013, σελ. 41-56 (το απόσπασμα που παραθέτουμε εδώ είναι από τη σελ. 45).

***

Περιεχόμενα του τεύχους 127 της Σύναξης

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ

 

Ἅγιος ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ, Εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται

 

π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΑΘΡΕΛΛΟΣ, Ἡ ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ αἴτημα τῆς συνοδικότητας

 

 π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ, Τί ἐστιν ἐπίσκοπος;

 

ΣΤΗΒΕΝ ΜΙΟΥΖ, Ψυχολογικὲς προκλήσεις τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ μέσα στὸ σύγχρονο πολιτιστικὸ περιβάλλον

 

Ἀρχιεπ. Τόκυο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Ἡμερολόγιο

 

π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ, Ὁ μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος Καλαμαρᾶς (1980-2012)

 

ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ, Ὁ Ἐπίσκοπος

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Ἡ σύνθεση Χριστολογίας καὶ Πνευματολογίας στὸ ἔργο τοῦ μητρ. Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα

 

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ι. ΖΙΑΚΑΣ, π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΛΛΙΓΕΡΗΣ: συζήτηση για το βιβλίο του T. Judt, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα

 

Πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός

Σχολιάστε

ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΑΡ. ΝΤΑΤΣΗ

Πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός

Ο «ετεροχρονισμένος διάλογος» του ιερομονάχου Κοσμά και του αγωνιστή Μακρυγιάννη

 εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σσ. 263

 

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Θεολόγου Καθηγητή – DEA Εκκλησιαστικής Ιστορίας – Δρ Θεολογίας ΑΠΘ

  Η γοητεία της σπουδής σε όποιον σελίδα-σελίδα περιδιαβεί τη συγκεκριμένη μελέτη, θα σηματοδοτηθεί από την ανακάλυψη μιας διαφορετικής συνιστώσας των ιστορικών τεκμηρίων, στις τάσεις των οποίων σήμερα η ιστορική επιστήμη όλο και περισσότερο θητεύει. Είναι πράγματι γεγονός ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία, απαλλαγμένη από αδυναμίες παλαιότερων εποχών, έχει καταφέρει να αποτυπώσει ένα διαφορετικό λόγο, που συνεχώς ιχνηλατεί πρόσωπα και γεγονότα, συνεργαζόμενη άμεσα με όμορες προς σ’ αυτήν επιστήμες: Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Αρχαιολογία, Γεωγραφία, Θεολογία.

                Όσον αφορά τώρα την παρουσίαση της μελέτης της κ. Ντάτση, ευθύς εξ αρχής, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω δύο θεωρητικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στον τίτλο: «πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός». Η χρησιμοποίηση των δύο αυτών όρων, έρχεται να εφαρμοστεί με τον καλύτερο τρόπο, στα εξεταζόμενα πρόσωπα, στην παγιωμένη πνευματική παράδοση του Γένους που εκπροσωπούσε ο Πατροκοσμάς – «επίσημου και ανώτερου πολιτισμού» που μόρφωνε και εκπολίτιζε αγράμματους Έλληνες – αυτή ήταν η ταυτότητα του ακροατηρίου του – και στο «λαϊκό και κατώτερο» πολιτισμό που πραγμάτωνε ο ατόφιος αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 Μακρυγιάννης. Η «προφορική παράδοση του λαϊκού κηρύγματος» που διαχύθηκε με τις ετερόγραφες Διδαχές του ιερομονάχου Κοσμά σε αναλφάβητες ομάδες Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, «διασταυρώνεται και διαλέγεται» με έναν ολόκληρο «συμβολικό σύστημα» αξιών, τη «μαγική σκέψη» (τρόπο που διανοούνται οι αναλφάβητοι πληθυσμοί), που κι αυτή διαχύθηκε με τα Απομνημονεύματα και τα Οράματα και Θάματα του Μακρυγιάννη, σε μία «διαχρονική συλλογικότητα», διαφορετική όμως, αναλφάβητη για τον Πατροκοσμά, «επώνυμη και εγγράμματη» για τον Μακρυγιάννη.

                Το δεύτερο θεωρητικό ζήτημα αφορά στον υπότιτλο του έργου, την ταυτότητα του «ετεροχρονισμένου διαλόγου». Και τα δύο πρόσωπα ζουν σε διαφορετικές εποχές. Πρώτος, ο ιερομόναχος Κοσμάς με τον «αποτρεπτικό λόγο του» προς καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική κοσμολογία και ανθρωπολογία, επεδίωξε να επαναπροσδιορίσει το ορθοδοξοπατερικό υπόβαθρο της παράδοσης, μέσα από τρία επίπεδα: το «ιεραρχικό σχήμα του κόσμου», τον «καταστατικό χάρτη σύμφωνα με τον οποίο οφείλουν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους» μόνο οι Χριστιανοί, και το σωτηριολογικό χαρακτήρα του κηρύγματός του. Θεωρητικό εφαλτήριο του αφυπνιστικού και αναγεννητικού έργου του, υπήρξε η εντελέχεια της ορθόδοξης θεολογικής διδασκαλίας. Από την άλλη πλευρά, δεύτερος, ο Μακρυγιάννης με το γραπτό λόγο του, αυτοβιογραφούμενος και «μετέωρος ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς», αυτόν της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής Ελλάδας, βαπτισμένος στον απόηχο του κηρύγματος του Πατροκοσμά – πολύ ορθά η συγγραφέας εδώ θεωρεί ότι ο νεαρός Μακρυγιάννης γαλουχήθηκε με τον παιδαγωγικό λόγο του, γι’ αυτό κατά τη  άποψή μου, η σχέση του με την Ορθοδοξία υπήρξε καθάρια και βιωματική – εξέφραζε τις παραδοσιακές συνισταμένες του βίου των Νεοελλήνων, υιοθέτησε και αυτός, με κάποιες βέβαια αποκλίσεις, την «ιεραρχική αντίληψη του κόσμου» και κινήθηκε με άνεση στην «καθημερινότητα της λαϊκής παράδοσης».

                Αξιοσημείωτη είναι η άποψη της συγγραφέως για την «προνομιακή αντίληψη της ιστορίας» που ως «παράμετρος της πολιτισμικής ηγεμονίας» έγινε το κυρίαρχο πολιτισμικό ιδεώδες της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται, για το ιδεολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο η Εκκλησία των χρόνων της Τουρκοκρατίας, με εκφραστή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στήριξε  ιδεολογικά και κατοχύρωσε την «εθελοδουλία» και την «αυτοπροστασία» της, όχι μόνο από τον Τούρκο κατακτητή, αλλά και από τον κίνδυνο του διαφωτιστικού ιδεολογικού ρεύματος, με κύριους εκφραστές τους Κολλυβάδες Πατέρες του Αγίου Όρους. Ο Πατροκοσμάς και σε ανάλογο επίπεδο ο Μακρυγιάννης, δείχνουν να αντιπροσωπεύουν και να υιοθετούν την πατροπαράδοτη βυζαντινή προοπτική, βάση της οποίας κάθε «συμβιβασμός» με την εκάστοτε πολιτική δύναμη, βασιζόταν στο σύστημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που είχε διαμορφωθεί από τα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου.

                Το βιβλίο της Ευαγγελής Ντάτση, αν και «παλαιά» ως έκδοση, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στην ιστορία των ιδεολογιών και νοοτροπιών του πνευματικού μας βίου, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Giorgio Agamben, Περί εκκοσμίκευσης

Σχολιάστε

GIORGIO AGAMBEN, Βεβηλώσεις, εκδόσεις Άγρα, μετάφραση-σημειώσεις: Παναγιώτης Τσιαμούρας, Αθήνα 2006, ISBN:960-325-637-4.

760

[…]Η εκκοσμίκευση είναι μια μορφή απώθησης, που αφήνει άθικτες τις δυνάμεις, τις οποίες περιορίζεται να μετατοπίζει από τον έναν τόπο στον άλλο. Έτσι η πολιτική εκκοσμίκευση των θεολογικών εννοιών (η υπέρβαση του Θεού ως παράδειγμα της κυρίαρχης εξουσίας) δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μετατρέπει την ουράνια μοναρχία σε επίγεια μοναρχία, αλλά αφήνει άθικτη την κυριαρχία. […]

GIORGIO AGAMBEN, Βεβηλώσεις, εκδόσεις Άγρα, μετάφραση-σημειώσεις: Παναγιώτης Τσιαμούρας, Αθήνα 2006, σελ. 127.

Χριστιανοί και ναζισμός

Σχολιάστε

Σύναξη: Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, τεύχος 125, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013.

t125

Κυκλοφόρησε το νέο (αρ. 125) τεύχος του περιοδικού Σύναξη, αφιερωμένο σε ένα διάπυρο ζήτημα: την ανάδυση του Ναζισμού και τη στάση των Χριστιανών απέναντί του. Με απερίφραστη αφετηριακή θέση, ότι Ναζισμός και Ευαγγέλιο είναι μεγέθη ασύμβατα και αντιθετικά, το τεύχος προσεγγίζει διάφορες πλευρές του ζητήματος.

Με ένα ιστορικό μελέτημα εξόχως χρήσιμο για την κατανόηση του σήμερα, ο Χάινριχ Χόλτσε φωτίζει τη διάβρωση της χριστιανικής συνείδησης στη ναζιστική Γερμανία. Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου εντοπίζει χρόνιες αλλοιώσεις του εκκλησιαστικού φρονήματος, οι οποίες στις μέρες μας διευκολύνουν τη διείσδυση της εθνικοσοσιαλιστικής οπτικής σε ορισμένους εκκλησιαστικούς χώρους. Στη χιτλερική περίοδο εστιάζει και ο Δημήτρης Μόσχος, για να δείξει πόσο εναργή και πόσο συγκεχυμένα, κατά περίπτωση, υπήρξαν τα αντανακλαστικά των Ορθοδόξων. Ο Θάνος Λίποβατς ερμηνεύει ψυχαναλυτικά και πολιτισμικά τον εθνικοσοσιαλισμό και τον αντισημιτισμό. Ο Βασίλης Αργυριάδης διαβάζει τη «Μαύρη Βίβλο» της «Χρυσής Αυγής». Η Ελένη Ταμαρέση παρουσιάζει τον τάφο του αγίου Αλεξάνδρου Σμορέλ και άλλων Χριστιανών αντιναζιστών Γερμανών μαρτύρων. Η φωνή, τέλος, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έρχεται ως πονεμένη μαρτυρία κατά του αντισημιτισμού.

 [πηγή]

***

Από το προλογικό σημείωμα του τεύχους 125:

Για τους Χριστιανούς η ιστορία προχωρά ως εκτύλιξη μιας αναμέτρησης: κάθε λεπτό –ασταμάτητα– η Ανάσταση αναμετράται με τη θανατίλα του παλιού κόσμου. Υπάρχουν, ωστόσο, και στιγμές με μια ένταση ξεχωριστή ένταση, με μια κρισιμότητα αποκαλυπτική: Είναι οι στιγμές στις οποίες εγείρεται με ορμή ένα αντι-ευαγγέλιο και ο άνθρωπος καλείται να διακρίνει μεταξύ αυτού του αντι-ευαγγελίου και του ευαγγελίου του Χριστού, και να ξεκαθαρίσει με ποιο συντάσσεται, ποιο αποτάσσεται.

Ο Ναζισμός, μόρφωμα του 20ού αιώνα και ήδη παρών στον 21ο, εδράζεται στην αρχαία αποστασία. Στην αυτοθέωση μέσω της ισχύος, στην απόρριψη της «εξ ενός αίματος» συγγένειας πάντων των ανθρώπων, στην εξολόθρευση του αδύναμου ως ελαττωματικού. Αυτή η πίστη, που συμποσούται στην ανακήρυξη της γενέθλιας γης και του φυλετικού αίματος σε πηγές του νοήματος, αποτελεί αντίποδα του εκκλησιαστικού γεγονότος. Η χριστιανική συνείδηση οφείλει να είναι σαφής. Και ακριβώς γι’ αυτό προκύπτει θεόρατο πρόβλημα όταν, ευθέως ή εμμέσως, με θράσος ή με κρυφτούλι λέξεων, συνειδήσεις Χριστιανών συντάσσονται με αυτό(ν) που εκ της ταυτότητός τους αποτάσσονται.

Ενδεικτικό αυτής της αποκαλυπτικής έντασης είναι ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπισε το ανίερο αγκάλιασμα εθνικισμού και εκκλησίας ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, δέκα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία. Τα σχετικά αποσπάσματα έχουν αναδημοσιευτεί πολλάκις. Η συγκυρία, όμως, στην οποία βρίσκεται η χώρα μας σήμερα, μας ικανώνει να προσέξουμε ιδιαίτερα τους σκληρούς και ατόφια θεολογικούς χαρακτηρισμούς τους, με τους οποίους δείχνει ότι το ζήτημα δεν αφορά ένα σφάλμα παραπάνω, ένα σφάλμα παρακάτω, αλλά καθαυτή την παραμονή των εκκλησιαστικών ανθρώπων στην αλήθεια του Χριστού ή την έξοδό τους από αυτήν.

«Αποτελεί βλασφημίαν, ασυγχώρητον βλασφημίαν εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, το να κάμωμεν την Εκκλησίαν ένα εθνικόν ίδρυμα […]. Ο σκοπός της είναι υπερεθνικός, οικουμενικός, πανανθρώπινος: να ενώση εν τω Χριστώ όλους τους ανθρώπους, όλους άνευ εξαιρέσεως εθνικότητος ή φυλής ή κοινωνικού στρώματος. “Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην […]”».

«Είναι πλέον καιρός, είναι η δωδεκάτη ώρα, να παύσουν οι εκκλησιαστικοί μας αντιπρόσωποι να είναι αποκλειστικά δούλοι του εθνικισμού, και να γίνουν αρχιερείς και ιερείς της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η από τον Χριστόν δοσμένη και από τους Αγίους Πατέρας πραγματοποιημένη αποστολή της Εκκλησίας είναι: να φυτεύεται και να καλλιεργήται μέσα εις την ψυχήν του λαού μας η αίσθησις και η επίγνωσις ότι κάθε μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι πρόσωπον καθολικόν, πρόσωπον αιώνιον και θεανθρώπινον· ότι είναι του Χριστού και δια τούτο αδελφός όλων των ανθρώπων και διάκονος όλων των ανθρώπων και των κτισμάτων. Αυτός είναι ο από Χριστού δεδομένος σκοπός της Εκκλησίας· κάθε άλλος σκοπός δεν είναι από τον Χριστόν αλλ’ από τον αντίχριστον».[1]

Ο π. Ιουστίνος δεν περιμένει να βρει τον αριθμό 666 πάνω στον εθνικισμό, για να τον χαρακτηρίσει προϊόν του αντιχρίστου! Και ποιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος από το «αντί-χριστος» για να σημάνει με διαύγεια την παντελή διαστροφή της εκκλησιαστικής συνείδησης, την οποία μάλιστα ο Πόποβιτς τολμηρά εξισώνει με το μοναδικό ασυγχώρητο –κατά το ευαγγέλιο- αμάρτημα, δηλαδή τη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος; Ούτε και γιατρεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν το να βρίσκεται κάποιος στον επισκοπικό θρόνο. Αυτομάτως συμβαίνουν όλα τα πράγματα στη μαγεία, αλλά ουδέν στην Εκκλησία. Ο οιοσδήποτε χειροτονημένος, λοιπόν, που κομπάζει ότι είναι προεστώς του ευχαριστιακού δείπνου και ταυτοχρόνως επαινεί τον εθνικισμό ως πατριωτισμό, δεν είναι και αληθώς επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού! Καλείται να μετανοήσει, ώστε να δυνηθεί έτσι να γίνει αληθινά ιερωμένος της! Επί πλέον, στο ευαγγέλιο η «ενδεκάτη ώρα» σημαίνει αυτό που σήμερα λέμε «στο παρά πέντε», σημαίνει δηλαδή την έσχατη ευκαιρία του ανθρώπου για να ανταποκριθεί στο χρέος του. «Δωδέκατη ώρα» είναι η επόμενη στιγμή, η στιγμή της Κρίσης. Ο Πόποβιτς, λοιπόν, θεωρεί ότι με την κρισιμότητα του ζητήματος αυτού βρισκόμαστε στη δωδεκάτη ώρα! Με αυτήν, άλλωστε, την αίσθηση η Σύναξη έχει δημόσια ζητήσει από τον Νοέμβριο του περασμένου έτους την καταδίκη του ναζισμού, σε κάθε του εκδοχή και μεταμφίεση (τ. 124 / 2012, σ. 82) […].

Στις σελίδες […] που ακολουθούν προσεγγίζονται παράμετροι του ζητήματος, όπως αυτό ορθώνεται μπροστά μας σήμερα. Από τη μια αναζητούνται οι χρόνιες αλλοιώσεις του εκκλησιαστικού φρονήματος, οι οποίες ευθύνονται για τη σημερινή απήχηση του εθνικοσοσιαλιστικού πνεύματος σε εκκλησιαστικούς χώρους, και από την άλλη φωτίζεται η ιστορία, για να διδάξει πότε και πώς τα αντανακλαστικά των Χριστιανών ίστανται εναργή ή βουλιάζουν μέσα στη σύγχυση και την εθελοδουλία. Με βαθειά την πεποίθηση ότι κάθε ολοκληρωτισμός είναι απανθρωπία, τα κείμενα του τεύχος πασχίζουν να είναι ταυτόχρονα μαρτυρία και σπουδή, ώστε να συνδράμουν ουσιαστικά την ορθοστασία όσων δεν είναι πρόθυμοι να κλίνουν γόνυ στα είδωλα των ταγμάτων εφόδου.

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστή στο Αρχέτυπό της [την Αγία Τριάδα], καλείται […] να κηρύττη με θάρρος μέσα στον ενθουσιασμό και του πιο δίκαιου πολέμου την αγάπη, την κατανόηση, την Ειρήνη, αλλά και μέσα στο πιο στυγνό δικτατορικό καθεστώς το απαραβίαστο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, την Ελευθερία. Το αν δε μιά Εκκλησία κρύττει παντού και πάντοτε, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται, το ιδανικό αυτό και στις δυό του πτυχές, αποτελεί κριτήριο της ορθοδοξίας της…»[2].

 

Θ.Ν.Π.

 


[1] Αρχιμ. Ιουστίνου Πάποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ορθοδόξου θεολογίας (μτφρ. ιερομ. Αθανασίου Γιέβτιτς), εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1974, σσ. 55-56.

[2] Παναγιώτης Νέλλας, «Τρεις βιβλικές προϋποθέσεις στο πρόβλημα Ορθοδοξία και Πολιτική», Μαρτυρία Ορθοδοξίας 1971, εκδ. Εστίας, σ. 179.

[πηγή]

***

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ του τεύχους 125 της Σύναξης

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ 

ΧΑΪΝΡΙΧ ΧΟΛΤΣΕ, Προσεγγίζοντας ἕνα δύσκολο παρελθόν

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Σημεῖα ἐθνικοσοσιαλισμοῦ στὴν ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία;

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ, Ὄψεις ἀντιπαράθεσης Ὀρθοδοξίας καὶ γερμανικοῦ ναζισμοῦ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου

ΘΑΝΟΣ ΛΙΠΟΒΑΤΣ, Ψυχαναλυτικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἀνάλυση τοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ ἀντισημιτισμοῦ

ΕΛΕΝΗ ΤΑΜΑΡΕΣΗ-ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Μνήματα μαρτύρων

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ, Τέσσερις πλάνες κι ἕνα βιβλίο

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Ὁ ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, Παῦλος: Βίος καὶ Θεολογία

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μνήμη Γιώργου Τσανανᾶ

Διάλογος μὲ τοὺς ἀναγνῶστες

Το Βιβλίο

[πηγή]

Ο Richard Kearny για τον Ιησού-ξένο

Σχολιάστε

544Ένα σημαντικό απόσπασμα από το άρθρο του Richard Kearny, «Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χριστιανοσύνη στον 21ο αιώνα«, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη» (τεύχος 15, Ιανουάριος- Φεβρουάριος 2013):

[Νέα Ευθύνη, τ.15, σελ.111] (…) Όπως μας διδάσκουν οι σπουδαίες ιστορίες της Βίβλου, από τον Αβραάμ που τάισε τους τρεις ξένους μέχρι τον Ιησού- ξένο, που τάισε τους οικοδεσπότες του στην Εμμαούς, η μετουσίωση [μεταβολή]* του άρτου και του οίνου είναι πρωταρχικά μετουσίωση [μεταβολή]* της  εχθρότητας σε φιλοξενία. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη  πρόκληση για τη Χριστιανοσύνη στο μέλλον, όπως ήταν άλλωστε και στο παρελθόν.

Richard Kearny, «Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χριστιανοσύνη στον 21ο αιώνα», μετάφραση: Ούρσουλα Φώσκολου, στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 15, Ιαν.- Φεβρ.2013, σελ. 109-111 (εδώ: σελ.111).

——————————-
*[Σημ. δική μας: προτιμητέος κατά την γνώμη μας ο όρος «μεταβολή» αντί «μετουσίωση»]

Γιώργος Κοροπούλης, Μεγάλου Βασιλείου: Ομιλία προς τους πλουτούντας (μεταγραφή)

Σχολιάστε

ployt-avgi

Μέγας Βασίλειος, Ομιλία προς τους πλουτούντας, μεταγραφή: Γιώργος Κοροπούλης, ένθετη έκδοση της εφημερίδας Η ΑΥΓΗ, αρ.φυλ. 11599, Αθήνα 5-6 Ιανουαρίου 2013, σσ.32. [Για το  πρωτότυπο της ομιλίας πιέστε εδώ].

korop

Η σελ. 17 της ένθετης έκδοσης

Σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας  Η ΑΥΓΗ διαβάζουμε:

Η «Προς τους πλουτούντας» ομιλία του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου (330 περίπου – 378 μ.Χ.)  εναλλάσσει τον λίβελο κατά της άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου μ’ ένα απροσχημάτιστο κήρυγμα κοινοκτημοσύνης. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, ο Βασίλειος έχει συμπυκνώσει την κοινωνική του δράση σ’ ένα συγκρότημα που ανήγειρε ξοδεύοντας τη δική του περιουσία, όση δεν είχε μοιράσει κιόλας στους φτωχούς. Το έργο συνομιλεί, με τον τρόπο του, με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Παραθέτουμε  αποσπάσματα από την εξαιρετική μεταγραφή του Γιώργου Κοροπούλη:

[…] Ώστε όποιος αγαπά σαν τον εαυτό του αυτόν που είναι πλάι του δεν κατέχει τίποτα παραπάνω απ’ αυτόν που είναι πλάι του. Κι εσύ δείχνεις να έχεις πολλά. Από που; Προφανώς επειδή η δική σου απόλαυση σου φάνηκε προτιμότερη απ’ το να παρηγορείς τους πολλούς. Όσο όμως πλεονάζουν τα πλούτη σου, τόσο σου λείπει η αγάπη.[…] (σελ. 6-7)

***

[…]Ξέρω πολλούς που νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν και δείχνουν όλη την ανέξοδη ευλάβεια, σ’ όσους θλίβονται όμως δεν δίνουν δεκάρα. Τι τους ωφελεί η υπόλοιπη αρετή; […](σελ.11).

***

[…]Γιατί όσοι αγαπούν το χρυσό, χαίρονται να τους δένουν, φτάνει να’ ναι οι χειροπέδες χρυσές. […] (σελ. 13).

***

[…] Όταν μπαίνω στο σπίτι νεόπλουτου που μεγαλοπιάνεται και το βλέπω γανωμένο παντού με λουλούδια, ξέρω πως δεν κατέχει τίποτα πολυτιμότερο απ’ όσα φαίνονται, αλλά στολίζει τα άψυχα και έχει αστόλιστη την ψυχή. Πες μου, τόσο πια απαραίτητα είναι τα αργυρά κρεβάτια και τα αργυρά τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια. ώστε για χάρη τους τα πλούτη να μην περνούν στους φτωχούς, μολονότι χιλιάδες στέκουν έξω απ’ την πόρτα σου και κάθε εξαθλιωμένου ακούς τη φωνή; Όμως εσύ αρνείσαι να δώσεις, γιατί λες πως ποτέ δεν θα έφτανε για όλους όσοι ζητούν. Και με τη γλώσσα ορκίζεσαι, αλλά σ’ ελέγχει το χέρι σου. Γιατί σιωπώντας το χέρι διαλαλεί πως λες ψέματα, καθώς η πέτρα του δαχτυλιδιού σου το κάνει ν’ αστράφτει. Πόσους θ’ απάλλασσε ένα δαχτυλίδι σου  απ’ τα χρέη τους; Πόσα σπίτια που καταρρέουν θ’ ανόρθωνε;[…] (σελ. 14)

***

[…] Γιατί όπως οι μέθυσοι βρίσκουν αφορμή να πίνουν όσο τους βάζεις κρασί, έτσι και οι νεόπλουτοι, που απέκτησαν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, κι όσα προστίθενται τρέφουν την αρρώστια τους κι η φροντίδα γι’ αυτά φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα εντέλει[…] (σελ. 17).

***

[…] Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνο, δεν ξέρει σύνορα, δεν παραδέχεται τη σειρά της διαδοχής, αλλά μιμείται τη βία της φωτιάς ‘ όλα τα κατατρώει, σε όλα εξαπλώνεται.[…]Τίποτα δεν αντιστέκεται στη βία του πλούτου’ όλα υποκύπτουν στην τυραννία του, όλα ζαρώνουν κάτω απ’ την εξουσία του, έτσι που όποιος αδικήθηκε να σκέπτεται μάλλον πως δεν θα πάθει κι άλλο κακό παρά να ζητάει το δίκιο του για όσα έπαθε ήδη.[…] Αν αντιμιλήσεις, σε χτυπούν’ αν θρηνήσεις, σε καταγγέλλουν ότι εξύβρισες, και προσάγεσαι, και θα βρεθείς στο κελί. Κι οι συκοφάντες πανέτοιμοι, να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή σου. Θα είσαι ευχαριστημένος αν απαλλαγείς απ΄ όλα αυτά εκχωρώντας και κάτι παραπάνω εντέλει(σελ. 18-19).

Μέγας Βασίλειος, Ομιλία προς τους πλουτούντας, μεταγραφή: Γιώργος Κοροπούλης, ένθετη έκδοση της εφημερίδας Η ΑΥΓΗ, αρ.φυλ. 11599, Αθήνα 5-6 Ιανουαρίου 2013.

π. Ευάγγελος Γκανάς, Η συζήτηση για το κακό μετά το Άουσβιτς (από το βιβλίο «Η αναγκαιότητα της μαρτυρίας»)

3 Σχόλια

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
 

Τα κείμενα αυτού του τόμου αποτελούν μια απόπειρα εξόδου των χριστιανών στον δημόσιο χώρο, συνομιλίας με ποικίλους συγγραφείς και συμμετοχής σε διαλόγους με ανθρώπους που δεν συμμερίζονται κατ’ ανάγκην τις απόψεις τους ή και που τις απορρίπτουν προγραμματικά. Όλα αυτά όμως να τα  κάνουν ως χριστιανοί, δίχως δηλαδή να υιοθετήσουν συνειδητά ή, όπως γίνεται συνήθως, ασυνείδητα προϋποθέσεις ξένες προς τη χριστιανική παράδοση. Ο συγγραφέας δεν εμφορείται από την πεποίθηση ότι ο διάλογος μπορεί να φέρει την ποθούμενη κοινωνική αρμονία, το consensus που οραματίζονται ορισμένοι σύγχρονοι υποστηρικτές ενός οικουμενικού επικοινωνιακού Λόγου, θεωρεί ωστόσο τον διάλογο αυτό μέρος της αναγκαίας μαρτυρίας των χριστιανών προς τα έθνη. Γι’ αυτό και η έννοια της μαρτυρίας διατρέχει, άλλοτε υπόγεια και άλλοτε φανερά, όλα τα κείμενα του βιβλίου και του δίνει και τον τίτλο του.  Τη μαρτυρία αυτή την οφείλουν οι χριστιανοί προς τον κόσμο, μια που δίχως την Εκκλησία ο κόσμος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι σημαίνει να είναι  κόσμος και όχι Εκκλησία.

***
Απόσπασμα από το τρίτο δοκίμιο του βιβλίου «Η συζήτηση για το κακό μετά το Άουσβιτς»:
(…)Το γεγονός ότι οι χριστιανοί δεν διαθέτουν θεωρητική «λύση» για το πρόβλημα του κακού δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι αμήχανοι και ανυπεράσπιστοι στη συνάντηση τους με αυτό. Η ανυπαρξία θεωρητικής λύσης έγκειται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης δεν επικεντρώνει την προσοχή μας σε αρχές, ή κανόνες αλλά σε μια αφήγηση, μια ιστορία, την ιστορία της σωτηρίας, που μας αποκαλύπτει τη σχέση του Θεού με τη δημιουργία.
Η επιλογή της αφήγησης, ως μέσου μετάδοσης του περιεχομένου της πίστης, δεν είναι ούτε συμπτωματική ούτε επουσιώδης. Δεν υπάρχει καταλληλότερος τρόπος να μιλήσουμε για τον Θεό από το να διηγηθούμε μια ιστορία. (…) Η αφήγηση απαιτείται ακριβώς γιατί ο κόσμος και τα γεγονότα του κόσμου δεν υπάρχουν αναγκαστικά αλλά ενδεχομενικά, είναι προϊόν της θείας ελευθερίας, θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν. Γι’ αυτό και η αφήγηση μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τους εαυτούς μας ως ιστορικές υπάρξεις, και γνωρίζουμε ποιοί είμαστε μόνο όταν μπορούμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα στην ιστορία του Θεού, όταν γινόμαστε συμμέτοχοι στην ιστορία της σωτηρίας.
Επειδή, λοιπόν, ο κόσμος υπάρχει ενδεχομενικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ερμηνεύσουμε τη δημιουργία και τη σχέση της με τον Θεό από την αφήγηση. Γιατί, όπως δεν υπάρχει αναγκαστικός «σκοπός» στη δημιουργία του Θεού, έτσι δεν υπάρχει «σκοπός» ούτε και εξήγηση της ανθρώπινης οδύνης(…). Καμία μεταφυσική κατασκευή δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να επιλύσει το πρόβλημα του νοήματος του κόσμου ή του κακού. Και υπό αυτή την έποψη η χριστιανική θεολογία ήταν πάντοτε ουσιωδώς αντιμεταφυσική.(…)
————————————
π. Ευάγγελος Γκανάς γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και πτυχιούχος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρετεί στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ως εφημέριος στην ενορία του Οσίου Μελετίου Σεπολίων. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε περιοδικά («Νέα Εστία», «Σύναξη», «Θεολογία», «Ίνδικτος», «Cogito») και σε συλλογικούς τόμους. Είναι έγγαμος και πατέρας έξι παιδιών[πηγή:Βιβλιονέτ].

Ξαναδιαβάζοντας το «Δοκίμιο για τη Γνώση και τον Γνωστικισμό» του Θ.Λίποβατς

1 σχόλιο

Θάνος Λίποβατς , Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006, ISBN 960-435-110-9.

Ημερολόγιο ανάγνωσης (26-28 Μαρτίου 2012)

Ι

«Ο Λακάν συμφωνεί ως προς αυτό με τον Παύλο…»

(…) Ο Λακάν συμφωνεί ως προς αυτό με τον Παύλο ότι δεν υπάρχει μια απλή δικαίωση δια των έργων: κανείς δεν δικαιώνεται μόνον μέσα από την εκπλήρωση του χρέους απέναντι στον Νόμο, αλλά πρέπει να υπάρξει μετάνοια εκ μέρους του υποκειμένου, ο προσανατολισμός άνευ όρων προς τον λόγο του απόλυτου Άλλου -μόνον τότε μπορούν  να αποκτήσουν οι πράξεις του ένα νόημα(…).

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις,  Αθήνα 2006, σελ. 72-73.

ΙΙ

«Το μίσος ενάντια στον Άλλο είναι αυτό που κυριαρχεί στη Γνώση»

(…) Το μίσος ενάντια στον Άλλο είναι αυτό που κυριαρχεί στη Γνώση: είναι το μίσος και η μνησικακία ενάντια στο Θεό που έφτιαξε «ατελή» τον κόσμο. Έτσι ο άνθρωπος απορρίπτει κάθε δική του ευθύνη για τα εγκόσμια και δεν βλέπει ότι η «ατέλεια» του κόσμου, η έλλειψη, είναι η προϋπόθεση για να πραγματοποιήσει δημιουργικά την ελευθερία του, επωμιζόμενος τις ευθύνες και το χρέος του απέναντι στον Άλλο: τον Θεό και τον άλλον άνθρωπο, όλους τους άλλους ανθρώπους.

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις,  Αθήνα 2006, σελ.76.

ΙΙΙ

Η φονταμενταλιστική αθεΐα και η σύμπλευση (νεο)γνωστικών και παγανιστών

(…)όσο πιο φανατικά επιτίθενται οι αθεϊστές ενάντια στις μονοθεϊστικές θρησκείες, τόσο πιο πολύ ενισχύουν τους φονταμενταλιστικούς μονοθεϊστές, αλλά και ευνοούν την αναβίωση της Γνώσης και του παγανισμού(…).

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις,  Αθήνα 2006, σελ. 81.

Δείτε και:

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και τον Γνωστικισμό

Μόλις κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο: Θάνος Λίποβατς,Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού

1 σχόλιο

Θάνος Λίποβατς, Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012, ISBN:978-960-435-340-8.

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το νέο, εξαιρετικά ενδιαφέρον  βιβλίο του Θάνου Λίποβατς. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

Ο Λόγος περί του κακού αποτελεί, για έναν συγγραφέα, μια πρόκληση και ένα στοίχημα. Προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία εκείνα που καθιστούν το κακό αντικείμενο της απώθησης, της απάρνησης ή της απόρριψης, και τα οποία το δικαιολογούν, το ωραιοποιούν και το λατρεύουν. Το κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο αλλά και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας.

Το Πρώτο Μέρος αναφέρεται στη φιλοσοφική και θεολογική προσέγγιση του κακού από την Ύστερη Αρχαιότητα μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα.

Το Δεύτερο Μέρος επικεντρώνεται στο κορύφωμα της νεωτερικής κλασικής φιλοσοφίας, στον γερμανικό ιδεαλισμό και στην υπέρβασή του. Παρουσιάζονται τρία κλασικά κείμενα αναφορικά με το κακό: του Kant, του Schelling και του Kierkegaard, σε κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Hegel.

Το Τρίτο Μέρος εντοπίζεται στη θέση της ψυχανάλυσης αναφορικά με το κακό στην ύστερη νεωτερικότητα. Ο Freud μετέθεσε το κέντρο βάρους της συζήτησης στις έννοιες του Ασυνείδητου, των Ορμών και των Φαντασιώσεων. Ο Lacan, από την άλλη, ανέδειξε παραπέρα τη σημασία της Γλώσσας, του Άλλου, της Έλλειψης, της Επιθυμίας και του Πράγματος.

Το Τέταρτο Μέρος επιχειρεί τη σύνθεση των τεσσάρων Λόγων (Discours) οι οποίοι «συν-θέτουν» το κείμενο. Αποτελεί τη μορφή μιας «Com-position», όπως αυτή της μουσικής φούγκας με τέσσερις φωνές. Οι επαναλήψεις είναι θεμελιακό στοιχείο και τελούνται συνειδητά. Οι τέσσερις Λόγοι είναι: η θεολογία, η πολιτική φιλοσοφία, η φιλοσοφία της ύπαρξης, η ψυχανάλυση. Η σύνθεση επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στα συναισθήματα, ιδιαίτερα το Άγχος, την Επιθυμία, τη Θέληση και την Αγάπη.

Το Πέμπτο Μέρος αναφέρεται στην ανανέωση της θεολογίας του 20ού αιώνα και στον διάλογο ανάμεσα στην καθολική και την προτεσταντική θεολογία.

Το Έκτο Μέρος εντοπίζεται στο κακό μέσα στο πλαίσιο του Πολιτικού στον 20ό αιώνα. Το ανοίκειο χαρακτήρισε εδώ το Πολιτικό πρώτα με το Άουσβιτς και τα γκουλάγκ, αλλά η διάλυση των αξιών και των ταυτοτήτων που τα συνόδευσε υπάρχει και σήμερα με άλλο τρόπο, και συγκαλύπτεται από τις αυταπάτες της προόδου του πολιτισμού.

Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα απ’ το βιβλίο:

(…) [σελ. 396] Η αγάπη δεν δωρίζει απλώς κάτι στον Άλλο, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Ο αγαπών, όμως, είναι ευάλωτος: αγάπη και πάσχειν πηγαίνουν μαζί. Η αμφιροπία εδώ έγκειται στο ότι ο Θεός εγκαταλείπεται ενεργά στο άγγιγμα του Άλλου. Ο Σταυρός, έτσι, είναι το σύμβολο της εσχατολογικής δοξολογίας. Η αιώνια ενδοθεϊκή διαφορά Πατέρας-Υιός αποτελεί την υπερβατολογική θεολογική προϋπόθεση της δυνατότητας αυτοεξωτερίκευσης του Θεού στην Ενσάρκωση και στη Σταύρωση.

Θάνος Λίποβατς, Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012, σελ. 396.

Το νέο πόνημα του Θάνου Λίποβατς αξίζει την προσοχή μας. Μην το χάσετε!

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και τον Γνωστικισμό

1 σχόλιο

Θάνος Λίποβατς , Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006, ISBN 960-435-110-9.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

Η μυστική Γνώση, μέσω της αντίθεσης τόσο με τη μονοθεϊστική Πίστη, όσο και με τον ορθό Λόγο, γίνεται αισθητή όταν το υποκείμενο θέτει με επιμονή το ερώτημα του νοήματος της πεπερασμένης ύπαρξης και του κακού στον κόσμο. Τότε το υποκείμενο μπορεί, με την προσπάθεια αντιμετώπισης της υπαρξιακής έλλειψης, να έρθει σε επαφή με τον ορθό Λόγο, τον ηθικό Νόμο και την ιστορικότητα.

Η Γνώση, από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οδηγεί -αντίθετα- στην απάρνηση της πάντοτε ελλειμματικής πραγματικότητας και στη μυστικιστική φυγή από αυτήν. Αποτέλεσε και αποτελεί, δε, μια απάντηση στο σύμπτωμα της «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό», όπως αυτό εκφράζεται με τον «θάνατο του Θεού» και τον «θάνατο του ανθρώπου».

Απαντώντας στο ερώτημα πώς βιώνουν τα υποκείμενα τη σχέση τους με τον εαυτό τους και με τον Άλλο, εμφανίζεται το ηθικό αίτημα, με τις απορίες και τα παράδοξα που παρουσιάζει. Ως συνέχεια αυτού, τίθεται το αίτημα της ορθής πολιτικής πράξης στην υστερονεωτερική εποχή. Θεωρίες της συνωμοσίας, αποκρυφισμός, αποκαλυπτική τρομοκρατία, ρατσισμός, αντισημιτισμός και μηδενισμός φέρουν πάντα ίχνη της Γνώσης.

Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από τις σελ. 38 και 39 του βιβλίου (οι υπογραμμίσεις  είναι του συγγραφέα):

(…) Η αποκαλυπτική πόλωση χωρίζει όλον τον κόσμο ανάμεσα στο καλό και στο κακό, όπου το «κακό» κυριαρχεί στον κόσμο και την ψυχή του ανθρώπου. Όταν αυτή η απαισιόδοξη, καταθλιπτική στάση περάσει στην πράξη τότε έχει ολέθριες συνέπειες. Κι αυτό, γιατί δεν βλέπει τον σύνθετο, μερικώς αναποφάσιστο και διφορούμενο χαρακτήρα των ανθρωπίνων πραγμάτων, που απαιτούν την ορθή κρίση και καλή θέληση για τη (μερική πάντα) λύση των προβλημάτων και συγκρούσεων που αναπόφευκτα προκύπτουν, εξαιτίας της περατότητας του ανθρώπου. Σε αυτήν τη σκέψη λείπει η διαφοροποίηση και η διαμεσολάβηση ως μέσον αντιμετώπισης των αντιφάσεων και αντιθέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αποκαλυπτική στάση ήταν και είναι η μήτρα όλων των εξτρεμιστών στην ιστορία.(…)

(…) Η αποκαλυπτική στάση διαφέρει ουσιωδώς από την προφητική εσχατολογία, η οποία είναι γνήσιο στοιχείο του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί πρέπει να αγωνίζονται όχι για την «ψυχή» τους και για την «εσωτερική γνώση», αλλά για μια πιο δίκαιη κοινωνία, καθώς και για την αναγνώριση της αλήθειας του αδιαλείπτως διχασμένου εαυτού τους. Να αγωνίζονται όχι όμως με βίαια μέσα και να μην θεωρούν ότι από μόνοι τους, ως πάντοτε ατελείς άνθρωποι, θα επιφέρουν την «τέλεια κοινωνία».(…)

Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και το Γνωστικισμό, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, σελ. 38-39.

π. Φιλόθεος Φάρος για συγκρητισμό και δυτικό πολιτισμό

2 Σχόλια

π. Φιλόθεος Φάρος, Η αλλοίωση του χριστιανικού ήθους, εκδ. Αρμός, 4η έκδοση, Αθήνα 2000, ISBN: 960-527-157-5.

Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου (σελ. 12-13):

Ο συγκρητισμός είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παρακμιακών κοινωνιών, για τις οποίες, σε τελική ανάλυση το μόνο πράγμα που μετράει είναι η άνεση και η καλοπέραση. Οι πεποιθήσεις και η αναγνώριση της αλήθειας προκαλούν πολύ συχνά δυσφορία και μπορούν να διαταράξουν την άνετη ζωή. Όμως τίποτε τελικά δεν προκαλεί περισσότερη δυσφορία και ταλαιπωρία στον άνθρωπο όσο η αποκλειστική επιδίωξη άνετης και τρυφηλής ζωής.

Ο συνειδητός ορθόδοξος δεν είναι κάποιος που έχει μια διαφορετική ιδεολογία και αισθητική απο έναν παπικό ή ένα προτεστάντη, αλλά είναι κάποιος που γνωρίζει και υιοθετεί ένα τρόπο ζωής που αναδεικνύεται στην πράξη λειτουργικώτερος από εκείνον που προτείνουν ο παπισμός και ο προτεσταντισμός και οι άλλες μη χριστιανικές θρησκευτικές παραδόσεις.

Φυσικά αυτό δεν το υποπτευόμεθα όλοι εμείς που ανεξάρτητα από τις «ορθόδοξες» ομολογιακές μας διακηρύξεις ζούμε τον δυτικό πολιτισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο από την πολιτιστική έκφραση της δυτικής χριστιανικής παραδόσεως. Δεν υποπτευόμεθα τη σχιζοφρένεια μεταξύ του ήθους του δυτικού τρόπου ζωής μας και του δραματικά διαφορετικού ήθους της λειτουργίας στην οποία υποτίθεται ότι συμμετέχουμε.

Share

Older Entries