Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας: «Ταυτότητες» και «διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2010, ISBN:  978-960-03-5170-5.

Περί κυριαρχίας και «μετα-κυριαρχίας»

(αποσπάσματα από τις σελ. 83-86 του βιβλίου)

[σελ. 83] […] Δεν είναι τυχαίο ότι η κλειστή έννοια της κυριαρχίας δίνει τη θέση της στην απροσδιόριστη και ανοικτή έννοια της «μετα-κυριαρχίας». Πράγματι, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, φαίνεται να μετατοπίζονται αποφασιστικά οι κοινωνικές προϋποθέσεις του κλασικού ορισμού του Καρλ Σμιτ ότι «κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την έκτακτη περίσταση». Η ετερονομία της πολιτικής εξουσίας τείνει να εξηγείται, να δικαιώνεται και να εκλογικεύεται [σελ. 84] ως μονίμως εμποτισμένη σε εξωγενώς επικαθοριζόμενες «διαρκείς καταστάσεις αναπτυξιακής ανάγκης», που θα αντιμετωπιστούν με προδιαγεγραμμένες πλέον συνταγές. Η πολιτική αλαλία και αβουλία των ημερών μας συνδέεται με τη θεαματική συρρίκνωση των προκείμενων επιλογών. Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη σηματοδοτεί το θατσερικής έμπνευσης σύνδρομο ΤΙΝΑ (there is no alternative). Επικαλούμενη την πάντα «ανυπέρθετη» (πραγματική ή προσχηματική) ανάγκη, η πολιτική εξουσία θεωρεί πλέον δεδομένο ότι οφείλει να διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις με μόνο γνώμονα τις αναπτυξιακές προτεραιότητες. Όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν. Ως απαλλαγμένος από όλα τα ηθικά, αισθητικά και πολιτικά διλήμματα, ο Κάλιμπαν μπορεί να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη δίχως να πτοείται από την ασχήμια του ειδώλου του. Εγκλωβισμένο στον άχαρο ρόλο του ευσυνείδητου ίσως αλλά άβουλου και αποστασιοποιημένου διαμεσολαβητή ανάμεσα στην άθλια πραγματικότητα και την αποτελεσματική της διαχείριση, το πολιτικό μπορεί πλέον να οχυρώνεται πίσω από την αξιακή αχρωματοψία του.

Έτσι, μέσα από την συνεχή επίκληση αυτής της εξωγενούς «ανάγκης» θεσμοποιείται μια νεόκοπη κυβερνητική-διοικητική τεχνική αναπαραγωγής μιας ετερόνομης πολιτικής εξουσίας που συναποδέχεται πως δεν είναι πλέον σε θέση να λαμβάνει πρωτογενώς αδέσμευτες αποφάσεις. Τα «εξορθολογισμένα» πολιτι-[σελ.85] κά συστήματα αρκούνται στο να «χειρίζονται» ή να «δια-χειρίζονται» τις απρόβλεπτες και έξωθεν οριοθετούμενες ανάγκες, αντιξοότητες και κρίσεις επί τη βάσει προδιαγεγραμμένων κριτηρίων προτεραιοτήτων και συνταγών. Η οικουμενική ολίσθηση του πολιτικού λεξιλογίου δεν είναι λοιπόν τυχαία. Έτσι κι αλλιώς οι λέξεις δεν είναι ποτέ αθώες. Η γενικής χρήσεως λέξη «δια-κυβέρνηση» δεν είναι παρά μια κυβέρνηση που συνομολογεί ότι δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ποτέ πια δυνατόν να κυβερνά ως πρωτογενώς κυρίαρχη. Έτσι, σηματοδοτείται η αψευδέστερη μεταλλαγή στους όρους σήμανσης, πρόσληψης και άσκησης του πολιτικού. Μέχρι σήμερα η αντιφατική σχέση ανάμεσα στην «κυριαρχία» και στη «διαχείριση» μπορούσε ακόμα να εντάσσεται σε μιαν ενιαία σημασιακή μήτρα   στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη κρατούσε ακόμα τα ηνία. Με την ανάδυση της αναπτυξιακής αγοραίας οικονομίας ως απαράκαμπτου εξωπολιτικού κέντρου λήψης αποφάσεων η πανάρχαια ιδιαιτερότητα του πολιτικού φαινομένου μετατίθεται αποφασιστικά. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την «πρόοδο», έτσι και το υπό αίρεσιν πλέον «γενικό συμφέρον» και μαζί του και το πλάσμα της κοινής βούλησης» δεν αναζητούνται πια[σελ. 86] ουσιαστικά, αλλά ορίζονται αποφαντικά. Αυτό ακριβώς είναι άλλωστε και το αιτούμενο.[…]

[…] Οι απομειωμένες, ευνουχισμένες και παρακμάζουσες τάξεις των κατεστημένων πολιτικών εξουσιών φαίνεται να συμπληρώνονται και εν πολλοίς να αντικαθίστανται από τις ανονόμαστες ακόμα τάξεις των ακανονάρχητων εξουσιαστικών πλεγμάτων που αντλούν την νομιμοποίηση τους από μιαν «αυτονοήτως» πλέον ισχύουσα «έλλογη αναπτυξιακή τάξη πραγμάτων». Και έτσι κατοχυρώνεται και οριστικοποιείται η μόνη δυνατή έλλογη μορφή σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική και στην οικονομία.[…]

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας: «Ταυτότητες» και «διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2010, σελ. 83-86 (αποσπάσματα).