Παρουσίαση του βιβλίου «Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων» του Νικόλα Σεβαστάκη την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023 στη Θεσσαλονίκη

Σχολιάστε

Παρουσίαση του βιβλίου του Νικόλα Σεβαστάκη «Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων» την Τρίτη 10/10/2023 στην Αθήνα

1 σχόλιο

Ο ΙΑΝΟΣ και οι Eκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σας προσκαλούν την Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023 στις 20:30 στην παρουσίαση του βιβλίου του Νικόλα Σεβαστάκη Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων.

Ο συγγραφέας θα συνομιλήσει με τους:

Νίκο Δαββέτα, συγγραφέα
Εριφύλη Μαρωνίτη, δημοσιογράφο

Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή

Σχολιάστε

Χριστόφορος Ελ. Αρβανίτης, Θρησκεία – ιδεολογία – πολιτισμός στη σύγχρονη εποχήεκδόσεις Επίκεντρο (σειρά: CEMES 27), Θεσσαλονίκη 2020, ISBN: 978-960-458-513-7.

πηγή: bookpress

Για τη μελέτη του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη «Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή» (πρόλογος: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, εκδ. Επίκεντρο)

Του Γιώργου Σιακαντάρη*

Δυστυχώς τα περισσότερα βιβλία στη χώρα μας τα σχετικά με την ανάλυση της θρησκείας και των θρησκευτικών στάσεων και συμπεριφορών χωρίζονται είτε στην κατηγορία επιφανειακών αντικληρικαλιστικών πονημάτων είτε σ’ αυτά που λειτουργούν ως «ιδεολογικοί μηχανισμοί» ενός διχαστικού δήθεν ορθόδοξου λόγου. Το βιβλίο του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη, Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού και της Θρησκείας, ενός από τους πιο διεισδυτικούς και ανοικτόμυαλους αναλυτές της Θρησκείας ως κοινωνικού και παράγωγου πολιτισμού φαινομένου, δεν αποτελεί απλώς εξαίρεση: Αποτελεί οδηγό για το ποια μπορεί να είναι η προοδευτική ματιά στην ανάλυση της θρησκείας ως πολύπλοκης διαδικασίας που δεν μπορεί να αναλώνεται σε υπεραπλουστεύσεις ενός αντικληρικαλισμού ή ενός ορθόδοξου εθνικισμού.

Για να μη παρερμηνευτούν αυτές οι γραμμές, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου αυτού καθαυτού, με ένα θεολογικό έργο δηλαδή, αλλά με την ανάλυση των σχέσεων της θρησκείας με το κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό περιβάλλον της. Επομένως, έχουμε μια εξαιρετική κοινωνιολογία της θρησκείας. Κατ’ αυτή την κοινωνιολογία, η θρησκεία ενοποιεί ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους όσον αφορά τις ταξικές και τις πολιτικές τους ιδεολογίες. Η επιρροή της θρησκείας μάλιστα είναι πιο δυνατή, εκεί όπου αποδυναμώνεται η επιρροή της πολιτικής. Βεβαίως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίζει και την άλλη πλευρά, τον διαχωριστικό λόγο των θρησκειών, μόνο που αυτόν τον αποδίδει όχι τόσο στο θεολογικό και θρησκευτικό περιεχόμενο τους, όσο στον τρόπο που τις χειρίζονται οι ίδιες οι εκκλησίες αλλά και τα εθνικά κράτη.

Η θρησκεία ως προϊόν και παράγωγο των επιμέρους ανθρώπινων πολιτισμών αποτελεί κοινωνική κατασκευή, αλλά ταυτοχρόνως και πολιτισμικό στοιχείο, όπως αυτό αναδύεται μέσα από διαφορετικές συλλογικότητες. Βεβαίως όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν διαχρονικά, αλλά μόνο στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, πρώιμης και ύστερης, πρώτης και δεύτερης. Κατά τον συγγραφέα, και πολύ σωστά, είναι λανθασμένες εκείνες οι ερμηνείες που αποβάλλουν τη θρησκεία από τη νεωτερικότητα. Εκείνο που αποβάλλει η νεωτερικότητα δεν είναι η θρησκεία, αλλά η ταύτιση της με την κοσμική εξουσία.

Γίνονται θρησκείες οι ιδεολογίες;

Οι ιδεολογίες ως συστήματα επεξεργασμένων ιδεών της ανθρώπινης νόησης είναι παράγοντες σύγκρουσης και ανατροπής. Τι το κοινό επομένως μπορούν να έχουν με τις θρησκείες; Στις παραδοσιακές κοινωνίες η θρησκεία αποτελούσε το θεμέλιο της γνώσης, αλλά και της ευσέβειας. Την υποχώρηση της ως κανόνα συμπεριφοράς κατά τον 18ο και 19ο αιώνα έρχεται να καλύψουν οι ιδέες που παράγονται στους κόλπους των αστικών και εργατικών μαζών. Είναι τώρα οι ιδεολογίες που προβάλλονται ως νέες θρησκείες. Οι ιδρυτές των ιδεολογιών εμφανίζονται με το κύρος των ιδρυτών των μεγάλων θρησκειών. Η εκκοσμίκευση δεν είναι μόνο άρνηση της ταύτισης του κοσμικού με το ιερό, είναι και θρησκειοποίηση των ιδεολογιών. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης μας μαθαίνει ένα πολύ σοβαρό πράγμα. Αφενός πως ιδεολογία δεν σημαίνει πάντοτε στρεβλή συνείδηση και αφετέρου πως στην κοινωνία τίποτα δεν είναι καθαρό, τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Εκεί που σ’ ένα φαινόμενο το προσεκτικό μάτι διακρίνει πολλά αρνητικά στοιχεία, το ίδιο προσεχτικό και ανεχτικό -όχι αμερόληπτο- μάτι μπορεί να διακρίνει και τους σπόρους μιας άμεσης ή βραχυπρόθεσμης προοδευτικής αλλαγής.

Το θρησκευτικό φαινόμενο συνδέεται και με την εξουσία. Όχι μόνο με την εκ πρώτης όψεως εξουσία που κατέχουν οι μεγάλες Εκκλησίες, αλλά και με τον τρόπο που οι θρησκείες επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις πολιτικές ιδεολογίες. Επομένως, καθαρές καταστάσεις τύπου από εδώ η κοσμικότητα και από εκεί το ιερό δεν υπάρχουν ακόμη και στις ύστερες νεωτερικές κοινωνίες. Ο συγγραφέας βλέπει το πώς οι εθνικισμοί χρησιμοποιούν τις θρησκείες αλλά και το πώς αυτές τους χρησιμοποιούν. Ενδεικτική για το δεύτερο η διχαστική στάση του μακαριστού Χριστόδουλου τόσο στα θέματα των ταυτοτήτων όσο και στο Μακεδονικό. Βεβαίως, ο εθνικισμός των θρησκειών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μόνο αρνητικό φαινόμενο. Αυτός προήλθε από μια από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης, κάθε έθνος ένα κράτος, κάθε κράτος ένα έθνος. Οι εθνικές θρησκείες αρνούνται την μέχρι τότε νομιμοποίηση της εξουσίας του μονάρχη και το cuius regio eius religio (ότι ο βασιλιάς και η θρησκεία).

Ο αρχικός εθνικισμός των εκκλησιών, παράδειγμα η αυτονόμηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, συμβάδιζε με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Επειδή όμως όλα τα ωραία δεν διαρκούν πολύ, στη συνέχεια ο εθνικισμός εργαλειοποιήθηκε. Δυστυχώς, και οι εθνικές Εκκλησίες τον ακολούθησαν σ’ αυτόν τον δρόμο. Ας προσέξουμε όμως ότι ο συγγραφέας, ο οποίος είναι μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δεν αναζητεί κάποιες παρεκτροπές του θρησκευτικού αλλά διαβλέπει κοινωνικές τάσεις. Δεν είναι ζήτημα εγκατάλειψης από τη θρησκεία και τις εκκλησίες των αρχών τους αλλά ζήτημα προσαρμογής τους στα νέα δεδομένα και στην ανάγκη διατήρησης των εξουσιών τους.

Ο Επίκουρος Καθηγητής διαβάζει με καινοτόμο τρόπο και το πώς υψηλοί διανοητές αναλύουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Ο Χομπς θεωρεί πως ο φυσικός νόμος ως αρχή είναι εκ Θεού. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί τις απαιτήσεις της Εκκλησίας να θεωρεί πως η εξουσία και αυτή προέρχεται εκ θεού. «Η Εκκλησία μέσα σε μια Πολιτεία δεν μπορεί να αξιώνει καμία θεσμική εξουσία, καθώς κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την αφαίρεση εξουσιών από τον Λεβιάθαν και θα εισήγαγε τη διαρχία» (σ. 82). Ο Χομπς πρώτος θεωρεί πως η εκκλησιαστική εξουσία μπορεί να εκφράζεται μόνο μέσα από την ενότητά της με την πολιτική. Ο Ρουσσώ, πάλι, αφενός δεν επιθυμεί να αμφισβητήσει την πίστη κανενός, αλλά αφετέρου διαχωρίζει το κράτος ως αρμόδιο για ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας από τη θρησκεία ως αρμόδια για δογματικά και θεολογικά ζητήματα. Στη βάση αυτού του διαχωρισμού ασκεί δριμύτατη κριτική στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Χομπς αποδέχεται ως μοντέλο διακυβέρνησης την ενοποίηση των δυο εξουσιών, ενώ ο Ρουσσώ διαχωρίζει τις δυο εξουσίες και για τα εγκόσμια αποδίδει προτεραιότητα στην κρατική εξουσία. Αυτό τον καθοδηγεί και στον τριπλό διαχωρισμό των θρησκειών. Σ’ αυτή του χωρίς ναούς και θυσιαστήρια ανθρώπου, σ’ αυτή του πολίτη μιας χώρας με τα δόγματα και τους θεσμούς λατρείας της και σε αυτή της κυριαρχίας του ιερέα ως διαμεσολαβητή με τον Θεό. Ο Φόιερμπαχ με τη σειρά του προσφεύγει στην ανθρωπολογία για να εξηγήσει την πίστη προς τον Θεό. Ο άνθρωπος –υποστηρίζει– δημιουργεί καθ’ εικόνα και ομοίωσή του τον Θεό και μετά αυτός ο Θεός δημιουργεί κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση τον άνθρωπο. Ο Κοντ ορμώμενος από τη θεωρία των «τριών σταδίων» της ανθρωπότητας (θεολογικό, μεταφυσικό, θετικό) βλέπει στη θρησκεία το κατώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, για να μετατρέψει στη συνέχεια τη θετική σκέψη σε θρησκεία της ανθρωπότητας. Στη συνέχεια εξετάζει τις αντιλήψεις των λεγόμενων ουτοπιστών (Μπέικον, Μουρ, Σαιν Σιμόν και πολλών άλλων) για το θρησκευτικό φαινόμενο.

Ο κοινωνιολόγος της θρησκείας είναι ιδιαίτερα απαξιωτικός όσον αφορά το πως αντιλαμβανόταν το θρησκευτικό φαινόμενο ο Μαρξ. Νομίζω όμως πως τον αδικεί λίγο, όταν τον κατηγορεί για άγνοια της θρησκείας αλλά και για υπεραπλούστευση των παραμέτρων της. Αν και στη ρήση του Μαρξ για τη θρησκεία ως «όπιο του λαού» δεν ξεχνά να τονίσει και την λίγο πιο πάνω αναφορά πως αυτή αποτελεί «τον αναστεναγμό του καταπιεσμένου». Αυτή η θέση κάνει πιο πολύπλοκη τη σχέση του Μαρξ με τη θρησκεία και όχι όπως την «μετέφρασε» ο σοβιετικός διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός ως ψευδή συνείδηση. Για τον Μαρξ –κατά τη γνώμη μου– οι θρησκείες δεν ήταν μόνο μια «ψευτιά» αλλά και μια έκφανση του βαθμού ωριμότητας / ανωριμότητας του κοινωνικού. Η φιλελεύθερη παρέμβαση (Λοκ, Σμίθ, Μιλ, Τοκβίλ, θα πρόσθετα και τον Κοντορσέ) δεν εξετάζει τις βάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, απλά στηλιτεύει την επέμβαση του κλήρου στις ελευθερίες και στα δικαιώματα του ανθρώπου. Θα πρόσθετα πως αν ο φιλελευθερισμός αναχθεί μόνο σ’ αυτό, τότε και αυτός προσεγγίζει πολύ ρηχά το θρησκευτικό φαινόμενο.

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού καθορίζεται από το γεγονός πως η θρησκεία ως κοινωνικό φαινόμενο έχει άπειρες πολιτισμικές εκφάνσεις, απορροφά και ενσωματώνει στο περιεχόμενό της στοιχεία των πολιτισμών πάνω στους οποίους αναπτύσσεται, νοηματοδοτεί συμπεριφορές που έχουν πολιτιστικό αποτύπωμα, αναπαράγει, συμπορεύεται και υποστηρίζει συγκεκριμένες ιδεολογίες, αποτελεί συλλογικό βίωμα και πράξη. Επομένως, από ιστορικής οπτικής γωνίας, για κανένα λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αυτονόμηση της θρησκείας από τον πολιτισμό. Η θρησκεία ως φορέας συγκεκριμένων ιδεολογιών καλύπτει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού. Εδώ εξετάζεται και ο ρόλος των τεσσάρων ουμανισμών (της Αναγέννησης, της Μεταρρύθμισης, της Επανάστασης, του Φιλελευθερισμού) στη διαμόρφωση των σχέσεων θρησκείας και πολιτισμού. Για να καταλήξουμε στην ανάγκη υποστήριξης της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, στην εποχή που με αφορμή τις ακρότητες του «πολιτικά ορθού», δήθεν «φιλελεύθεροι» και «φιλελεύθερες» αρνούνται την πολυπολιτισμικότητα. Αυτοί/ες, πίσω από την ισλαμοφοβία τους αποκρύπτουν την ξενοφοβία τους (σ. 266). Την ίδια στιγμή όμως χαράσσονται και όρια στην πολυπολιτισμικότητα. Αυτά διαμορφώνονται από τη στιγμή που αυτή, σε αντίθεση με τους αρχικούς στόχους της, χρησιμοποιείται για τη γκετοποίηση και όχι την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.

Αθεϊστές και άθεοι

Η διαδρομή μας συνεχίζεται με την περιγραφή των θρησκευτικών συμπεριφορών. Διακρίνονται τέσσερεις. Εκκλησιαστικότητα με θρησκευτικότητα όπου η εξωτερική εμφάνιση της τήρησης των εκκλησιαστικών λατρειών συνοδεύεται από την ειλικρινή πίστη. Εκκλησιαστικότητα για το θεαθήναι και όχι για λόγους πραγματικής πίστης. Θρησκευτικότητα χωρίς τήρηση του εκκλησιαστικού. Και τέλος άρνηση και της θρησκευτικότητας και της εκκλησιαστικότητας. Ενώ κάνει και τη γνωστή διάκριση αγνωστικισμού και αθεϊσμού. Εδώ όμως μεγαλύτερη σημασία –κατ’ εμέ– έχει η διάκριση μεταξύ αθεϊστών (φανατικοί της αθεΐας και του αντικληρικαλισμού) και άθεων (χωρίς μίσος και περιφρόνηση προς τους ένθεους). Και γιατί εξετάζονται όλα αυτά; Γιατί όλες αυτές οι θρησκευτικές συμπεριφορές παράγουν πολιτισμό και αναπαράγονται απ’ αυτόν.

Μετά απ’ όλα αυτά, και όχι στην αρχή όπως λανθασμένα κάνουν πολλοί μελετητές, προσφεύγει στους διάφορους ορισμούς του θρησκευτικού φαινομένου και της πίστης. Για να ολοκληρώσει με την καταγραφή των θρησκευτικών συλλογικοτήτων στην Ευρώπη και την ανάγκη ανοχής που προκύπτει από την πολυθρησκευτικότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μια πολυθρησκευτικότητα που αποτελεί ένα open space της συνύπαρξης ένθεων διαφορετικών δογμάτων και άθεων. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης βεβαίως δεν υποτιμά το βαθμό δυσκολίας αυτής της συνύπαρξης στο βαθμό που, σε αντίθεση με την πολυπολιτισμικότητα, οι μονοπολιτισμικές ταυτότητες παρέχουν ασφάλεια, ενότητα και συνοχή στα μέλη τους. Εδώ η θρησκεία και η εκκλησία καλούνται να παίξουν τον ενωτικό και όχι τον διχαστικό πολιτισμικό τους ρόλο. Και μπορούν, αν θέλουν. Γιατί στο βιβλίο τονίζεται πως η ενότητα και όχι ο διχασμός ενυπάρχει στον πυρήνα της μη εργαλειοποιημένης ανοικτής θρησκευτικής συνείδησης και ταυτότητας.

Σήμερα, κυρίως στη χώρα μας, αλλά όχι μόνο, ο θρησκευτικός χώρος αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν αντιευρωπαϊκός χώρος. Αυτό όμως δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της θρησκείας, αλλά από την εκμετάλλευση και τη διαστρέβλωση με δόλια μέσα αυτού του περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτής της θέσης του ασκεί μια από τις πιο δριμύτατες κριτικές, εκ των έσω, στις πρακτικές και τους αναχρονισμούς ισχυρών εκκλησιαστικών κύκλων μέσα στην Ορθοδοξία. Πρακτικές και αναχρονισμοί που τις περισσότερες φορές συγκρούονται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τον βιβλικό-ευαγγελικό και χριστολογικό λόγο αγάπης γι’ όλους (χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο προαναφερθείς μακαριστός Χριστόδουλος και ο λόγιος Χρήστος Γιανναράς).

Θα ήθελα όμως να κάνω εδώ μια παρατήρηση. Ούτε κι ο βιβλικός-ευαγγελικός και χριστολογικός λόγος είναι εντελώς απαλλαγμένος από στοιχεία εμπάθειας και άρνησης του διαφορετικού άλλου. Μόνο ο Διαφωτισμός μπορεί να ισχυριστεί πως εκφράζει κάτι τέτοιο. Βεβαίως δεν μπορεί κανείς φίλος του Διαφωτισμού να μη συμφωνεί με φωνές σαν αυτή του συγγραφέα, όταν αυτές τονίζουν πως «ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι έννοιες οι οποίες στην πράξη δημιουργούν δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ των πιστών διαφορετικών θρησκευμάτων. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν προϊόντα ανωριμότητας και ανασφάλειας, ενδεχομένως δε και προϊόντα αλαζονείας σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο…» (σ. 280). Βεβαίως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν και προϊόν της χαμένης αξιοπρέπειας (Μάικλ Σαντέλ) των λιγότερο ευνοημένων στρωμάτων (Τζον Ρολς). Αλλά ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως ακόμη και αν ως δια μαγείας εξαφανίζονταν όλες οι υλικές ανάγκες και ανισότητες, οι συγκρούσεις για τις ταυτότητες μεταξύ των ανθρώπων δεν θα καταργούνταν. Η πίστη και η θρησκεία καλούνται να μειώνουν και όχι να αυξάνουν τις συγκρούσεις που βασίζονται σε προνεωτερικούς διαχωρισμούς. Μόνο η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει ο διάλογος της συνύπαρξης θρησκειών και πολιτισμών. Και βέβαια μακριά από αντιδραστικές φωνές, όπως αυτή του Σάμιουελ Χάντιγκτον και του δικού μας Χρήστου Γιανναρά, τους οποίους πολλές φορές ο Επίκουρος Καθηγητής φέρνει ως αντιπαράδειγμα στο νηφάλιο χριστιανικό λόγο Αγάπης του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστάσιου και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στο θεολογικό χώρο είναι δημοφιλείς αυτές οι μισαλλόδοξες φωνές και όχι αυτές της Ορθοδοξίας ως αγάπης, κατανοούμε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν και να διαβάζονται τέτοια βιβλία.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Σήμερα οι κλειστές κοινωνίες του φόβου και της εθνικιστικής και φυλετικής ασφάλειας έχουν επανέλθει και επιδιώκουν να κυριαρχήσουν, κατά τον τρόπο των οκτώ μηνών τρομοκρατίας από τον Κριτία και τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο ηθικός και πολιτισμικός μηδενισμός του Παλαιού Ολιγαρχικού, καταδείχθηκε μέσα από την τυραννία των Τριάκοντα, καθώς και η καταπολέμηση της ελευθερίας της σκέψης και της αλήθειας βασίστηκε, κυρίως, στη δυσπιστία έναντι του ανθρώπινου πολιτισμού. Η επιστροφή σε τέτοιες επιλογές ή σε επιλογές Ιεράς Εξέτασης και Μυστικής Αστυνομίας αποτελούν επιλογές για επιστροφή σε μια κοινωνία θηρίων για την αλλαγή της οποίας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχυσε πολύ αίμα» (σ. 284)

_______________________________

*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια)

https://bookpress.gr/kritikes/idees/16003-thriskeia-ideologia-politismos-sti-sygxroni-epoxi-tou-xristoforou-el-arvaniti-kritiki

Ένα αχαρτογράφητο ταξίδι

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Στο νέο του εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού (εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020) ο Νικόλας Σεβαστάκης συνεχίζει και επεκτείνει την προβληματική που τον απασχόλησε στο δοκίμιο του με τίτλο Φαντάσματα του καιρού μας: Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017). Από την εξαιρετικά εκτεταμένη και απαιτητική πολιτική θεματική του βιβλίου σταχυολογούμε παρακάτω ελάχιστες ψηφίδες.

Ο συγγραφέας υπερασπίζεται με ψυχραιμία και αίσθημα ευθύνης τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σε έναν κόσμο ρευστό, όπου κυριαρχεί ο πολιτικός σχετικισμός, η λαϊκιστική δυσφορία, ο αμοραλισμός, η αδολεσχία, η προχειρότητα, ο μαξιμαλισμός, η ανελαστικότητα και η επιφανειακή προσέγγιση τύπου social media. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναγνωρίζει την εγγενή, ενίοτε, αδυναμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να εξάγει συναισθήματα στοιχειώδους ενσυναίσθησης για καταστάσεις κοινωνικής οδύνης και παράλληλα να αντιμετωπίσει δυναμικά τον πολιτικό σχετικισμό, το λαϊκισμό και τους νέους εθνικισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία θα συνδεθεί, αναπότρεπτα, στην ιστορία της με ένα πνεύμα απογοητευτικών αυτοπεριορισμών” (μν. έργ., σελ. 23). Και λίγο παρακάτω: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανίστηκε λοιπόν ως κάτι ελλειμματικό απέναντι σε μια πληρότητα νοήματος που την ξεπερνούσε και, κατά κάποιον τρόπο την εξέθετε” (ό.π., σελ. 23-24). Και αλλού: “Μπορούμε να συμφωνήσουμε γενικά ότι είχαν και έχουν πάντα ένα δίκιο από παλιά κάποιοι τιμητές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πνεύματος στον ισχυρισμό τους ότι από τον φιλελευθερισμό λείπει αρκετές φορές η μυρωδιά της αληθινής πικρίας και η αίσθηση των καταστάσεων πραγματικής, σπαρακτικής οδύνης. Συχνά -και όχι αδίκως- ένας φιλελευθερισμός των ηπίων ευχολογίων εμφανίζεται ως εκτός τόπου εκεί όπου μια κοινωνική διαμάχη αποκτά ένταση ή εκεί όπου οι σχέσεις εξουσίας χάνουν κάθε αναλογικότητα και ισορροπία ” (ό.π., σελ. 86).

Καίριο σημείο του βιβλίου συνιστά η επισήμανση του συγγραφέα ότι “η υπαρξιακή ασφάλεια και οι αυθεντικές συγκινήσεις συνδέονται όλο και περισσότερο με μη φιλελεύθερες αξίες και καταστάσεις” (ό.π., σελ. 98), γεγονός που εκβάλλει στον εθνορομαντισμό, την παραδοσιαρχία, την νοσταλγική “επίκληση μιας εντατικής κοινοτικής εμπειρίας” (αυτ.), αλλά ταυτόχρονα αναδεικύει εξαιρετικά περίεργα και ετερόκλητα αμαλγάματα και υβρίδια, που, πλέον, δεν προκαλούν καμία εντύπωση στον έμπειρο πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή. Δείγματος χάριν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κατά τον συγγραφέα, η συμπόρευση τμημάτων του νεοφεμινισμού με τους υπερασπιστές του πολιτικού Ισλάμ! (βλ. ό.π., σελ. 99).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πολιτική ερμηνεία του συγγραφέα στο φαινόμενο της έξαρσης των νέων εθνικισμών. Ο Νικόλας Σεβαστάκης συνδέει την ανάδυση των νέων εθνικισμών με την αναζήτηση της έντασης στην πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικά: “[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]” (βλ. ό.π., σελ. 111-112).

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρούμε το κεφάλαιο με τίτλο “Περιθώρια της δημοκρατίας” (βλ. σελ. 115-140), στο οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει το φαινόμενο του τεχνολαϊκισμού, την πρόσμιξη δηλαδή τεχνοκρατίας και λαϊκισμού (βλ. σελ. 124 κ.ε.). Παράλληλα αναφέρεται στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: “Πέρα από όλα τα άλλα, η φιλελεύθερη δημοκρατία υπονομεύεται από το γεγονός πως η έξοδος από τις δογματικές και μεσσιανικές εκδοχές πολιτικού πάθους παίρνει τη μορφή ενός οπορτουνισμού δίχως αρχές” (βλ. ό.π., σελ. 127). Μεγάλης σημασίας είναι η επισήμανση του συγγραφέα ότι ένα σοβαρό έλλειμμα του φιλελευθερισμού είναι “η αδυναμία να προσεγγίσει ικανοποιητικά το θέμα του γιγαντισμού της εξουσίας σε όλες του τις διαστάσεις” (ό.π., σελ. 130).

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μια σημαντική αντινομία μεταξύ της συνέργειας σε διυποκειμενικό επίπεδο και στις μορφές πολιτειακής συγκρότησης: παρά τη φαινομενική τεχνολογική πρόοδο “πολιτικά βρισκόμαστε ακόμη κοντά στη διαίρεση σε κάστες(βλ. ό.π., σελ. 153).

Η προβληματική του συγγραφέα είναι πολυπρισματική και η διαπραγμάτευση του θέματος εξαντλητική. Στο πλαίσιο ενός σύντομου σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν όλες οι προκείμενες του σημαντικού αυτού έργου. Προτείνουμε την ενδελεχή μελέτη ολόκληρου του δοκιμίου, που προϋποθέτει σύσσωμη την προσοχή μας, χωρίς περισπάσεις.

Κλείνουμε με μία σημαντική επισήμανση του συγγραφέα περί τέχνης: Η τέχνη μπορεί να υποδεχτεί το ναυάγιο του κόσμου και όλες τις ιστορικές καταστροφές. Συνεχίζει δημιουργικά ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας και βαναυσότητας(ό.π., σελ. 142).

Ηράκλειο, 3 Ιουλίου 2020

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Από την ιστοσελίδα του εκδότη: 

Παλιές ενστάσεις για τον αδύναμο χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες. Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών τονίζει όμως ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα πολιτικοί θεωρητικοί, καλλιτέχνες και μυθιστοριογράφοι βεβαιώνουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Παλιές ενστάσεις για τον ρηχό και αδύναμο χαρακτήρα αυτής της δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες σε συνδυασμό με μια σοβαρή κρίση ταυτότητας του δυτικού παραδείγματος. 

Στο καινούριο του δοκίμιο ο Νικόλας Σεβαστάκης επανέρχεται στο θέμα της κριτικής του πολιτισμού και στο πώς αυτή τέμνεται με τις απαιτήσεις της πολιτικής σκέψης. Περνώντας από τους αφορισμούς του Μισέλ Ουελμπέκ και τις αφηγήσεις για την παρακμή της Δύσης στις ψυχρές διαγνώσεις των πολιτικών αναλυτών, ο συγγραφέας συζητεί τις διαφιλονικούμενες ταυτότητες της δημοκρατίας. 

Δυο ερωτήματα διατρέχουν το βιβλίο: μπορούν άραγε ιδέες και ρυθμίσεις κληρονομημένες από προγενέστερες αστικές εποχές να αντέξουν το σοκ των σημερινών ανελέητων μετασχηματισμών; Μπορεί η πολιτική συζήτηση για τη δημοκρατία να αφήσει έξω τα βαθιά, ανθρωπολογικά ερωτήματα για τον προορισμό μας; Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών από κάποιους θεωρητικούς και ανθρώπους της τέχνης. Την ίδια στιγμή όμως τονίζει ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

https://www.stereoma-sa.gr/p/dokimio/taksidi-sto-agnwsto/

***

Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: 

[σελ.21] […] Ανάμεσα στο 2000 και στο σήμερα, παρατηρούμε την εμφανή συρρίκνωση όλων των υπερεθνικών υποσχέσεων ή μάλλον τον περιορισμό τους σε όλο και πιο μειοψηφικά  ακροατήρια στο πολιτικό κέντρο ή σε κύκλους της φιλελεύθερης αριστεράς.  Την προσοχή κερδίζουν διάφοροι ρεαλιστικοί σκεπτικισμοί που πιέζουν, όπως φαίνεται, όλους τους δρώντες παράγοντες της πολιτικής να αναπροσαρμόσουν τις «ευρωπαϊστικές» τους αυταπάτες. Η δημοκρατία ξαναγίνεται πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στη ρητορική για κάποια ριζοσπαστική της επανίδρυ-[σελ.22]ση και στη ράθυμη συνέχιση των κεκτημένων τελετουργιών της. Αυτό που υποχωρεί είναι η ανακαινιστική ορμή στην οποία αναγνωρίζονταν τόσο η ακτινοβολία ορισμένων θεσπισμένων αρχών και κανόνων όσο και οι στιγμές της δημιουργικής δράσης οι οποίες έφερναν συχνά νέες ερμηνείες «στο τραπέζι». Αναγνωρίζονταν, για παράδειγμα, τόσο η ανάγκη για μια ιδέα του κοινού καλού όσο και οι δημιουργικές πολιτικές συγκρούσεις ως δύο πτυχές μιας ενιαίας κίνησης. Αυτή, ωστόσο, η πρόσληψη της δημοκρατικής ισορροπίας ανάμεσα σε στοιχεία τάξης και δυναμικές κίνησης, σε ρουτίνες και πειραματισμούς, θεωρείται πλέον είτε ξεπερασμένη από τον ρου της Ιστορίας είτε αδύναμη να εμπνεύσει τις διεκδικήσεις ατόμων και κοινοτήτων στις σημερινές πολυκερματισμένες κοινωνίες. Σε μια τέτοια κλινική διάγνωση αμηχανίας βρισκόμαστε εδώ και κάποια χρόνια, ιδίως από τότε που η ύστατη έξαρση της φιλελεύθερης δημοκρατικής αισιοδοξίας στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα καταλάγιασε για να μετατραπεί πια σε άσχημο προαίσθημα και απαισιόδοξη προφητεία για το μέλλον. […]

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, σελ. 21-22 (απόσπασμα)

***

Πρβλ. και:

Πρόλογος-Η αχανής ήπειρος

(εκτενές απόσπασμα από τις σελ. 11-22 του βιβλίου στην ιστοσελίδα του εκδότη)

Νικόλας Σεβαστάκης, [Μυστήριο και Δημοκρατία]

Σχολιάστε

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, ISBN: 960-8132-06-01.

Απόσπασμα από το 3ο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Έχασε ο κόσμος τη μαγεία του;» [σε αγκύλες οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου]: 

(…)[σελ.42] Ο δημοκρατικός άνθρωπος – σε αντίθεση με το καπιταλιστικό είδωλο του- κατασκευάζει το μυστήριο στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και όχι τόσο στη σχέση του με τα πράγματα. Ως προς αυτό παραμένει θεμελιωδώς χριστιανός: αν το παγανιστικό μυστήριο είναι φυσικό ή οντολογικό -αστρικό, γαλαξιακό, νεραϊδοβακχικό, αριθμοσοφιστικό- το μυστήριο με την χριστιανική έννοια του όρου είναι ηθικό και αγαπητικό. Δεν παράγεται από μια συναρπαστική κοσμολογική ή μεταφυσική αλήθεια αλλά από την αλήθεια του αγαπημένου, τη μηδέποτε κτησθείσα, την απεριχώρητη και αστάθμητη. Αντίθετα η ειδωλολατρεία του μυστικού και μαγικού δεν περιλαμβάνει παρά δύο όρους: τον εαυτό και τα πράγματα, το εγώ και το σύμπαν μέσα στο οποίο στοιβάζονται οι “άλλοι” άνθρωποι σαν δείγματα μιας κοσμικής πανίδας και χλωρίδας πλάι στα φυτά, στις θάλασσες, στους εξωγήινους, στα κουάρκς και στα νετρόνια.

[σελ.43] Για τη δημοκρατική σοφία το μυστήριο βρίσκεται με τη σειρά του στη μεσίτευση, όχι στην αμεσότητα. Δεν επικεντρώνεται στον ένα ή στον άλλο αλλά στη σχέση τους, σε αυτό που διαφεύγει από τους δυο, στην ακριβή και πολύτιμη τρίτη διάσταση. Είναι μια αλήθεια τριαδική και γι’ αυτό τραγική. Ο χορός στην αρχαία τραγωδία, το Άγιο Πνεύμα στη χριστιανική εμπειρία, ο “αφηγητής” στο σύγχρονο μυθιστόρημα, οι ενδιάμεσοι σταθμοί ελέγχου στη νεότερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τι άλλο είναι παρά ενσαρκώσεις αυτού του τριαδισμού που εισάγει το μυστήριο και το δράμα της ενσάρκωσης; Η μεσιτεία (η ενσάρκωση) είναι συγχρόνως πόνος και ελευθερία, έλλειψις και πλήρωσις, στρέφεται διψασμένη προς την αλήθεια αλλά ποτέ δεν την κατέχει πλήρη και αρτιμελή.

Η ανθρωπιστική σοφία μπορεί να συνοψιστεί σε μια μόνο λέξη: ενσάρκωση. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα πρέπει να κατοικήσουμε το τραγικό, όχι να το μισήσουμε ούτε να το αρνηθούμε για το Τέλειο. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα μας λείπει πάντοτε το “όλον σώμα”, το όλον της αλήθειας, το όλον της ευτυχίας, το όλον της υγείας, το όλον του ανθρώπου και του αγαπημένου. Αυτό δεν υπονοεί πως δοξάζουμε την αρνητικότητα και τη μοναξιά των διαφορών ή των ελλείψεων. Κάθε άλλο. Η ανθρωπιστική σοφία κατανοεί απλώς πως δεν υπάρχει ενσάρκωση δίχως πάθος και έλλειψη. Ενώ σε κάθε μονιστική σο- [σελ.44] φία (οντολογική, θεολογική ή πολιτική) περιφρονείται η αλήθεια της ενσάρκωσης: δοξάζεται η αρμονία δίχως ελλείψεις, η αφθονία της παραγωγής, η πλήρης κοινωνία, η μεγιστοποιημένη επίδοση.

Υπερασπίζομαι την ιουδαιοχριστιανική και ελληνοδυτική σοφία στην ποικιλία και στον εσωτερικό πλούτο της, με όλες της τις αντιθέσεις και ετερότητες: αυτό σημαίνει πως αναγνωρίζω στα σπουδαιότερα έργα του ευρωπαϊκού και μεσογειακού πολιτισμού την πικρή και ζείδωρη αλήθεια της ενσάρκωσης. Με αυτή την έννοια μπορώ να υποδεχτώ στην παράδοση μου παρουσίες τόσο διαφορετικές και “ξένες” μεταξύ τους όπως τον ιουδαϊκό νόμο, το αρχαιοελληνικό δράμα, το χριστολογικό μήνυμα, τη νεωτερική φιλοσοφία, την πολιτική δημοκρατία, την ψυχαναλυτική έρευνα, το μυθιστόρημα, το δίκαιο και την κριτική του, την επιστημονική ερώτηση και τη μεταφυσική αντερώτηση.

Σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές κάτι πραγματώνεται και κάτι λείπει, έτσι ώστε να ανοίγεται η δυνατότητα της αντίστασης, της απορίας, της αγωνίας. Αυτό το αγωνιώδες και αγωνιστικό πνεύμα που αποστραγγίζεται στη θρησκεία της εποχής, σε τούτο το μείγμα δεισιδαιμονίας και υπερκαπιταλιστικής ειδωλολατρείας, είναι αυτό που συνοδεύει το μενού της παγκοσμιοποίησης.

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ.42-44 (απόσπασμα)

Παρουσίαση του βιβλίου «Λεωφόρος ΝΑΤΟ: Δοκιμή περιπλάνησης» του Νικήτα Σινιόσογλου το Σάββατο 15/2/2020 στην Αθήνα

Σχολιάστε

Ο Στρατής Δούκας για τον ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά

Σχολιάστε

Στρατής Δούκας, Μαρτυρίες και κρίσεις, εκδόσεις Κέδρος, γ΄ έκδοση, Αθήνα 1977

[…] Μετά τον Παρθένη, το έμπειρο μάτι δεν μπορεί παρά να σταθεί, υπερπηδώντας, στην προσωπικότητα του Παπαλουκά. Βουβός και δυσκολοδιάβαστος, αβοήθητος από κάθε άλλο μέσο εξωτερίκευσης, έξω από την καθαρή τεχνική του, δεν είναι άπορο, πως άφησε άναυδη την κριτική. Το διάχυτο φως του, τον δείχνει σαν τον πιο γνήσιο μετεμπρεσσιονιστή, που δεν δοκιμάστηκε από το κυβιστικό και μετακυβιστικό κίνημα. Ο διανοητικισμός, του στάθηκε πάντοτε ξένος. Ωστόσο μια αρχιτεκτονική, πλαστική, ενεργεί από μέσα με ακρίβεια των χαράξεων. Το πινέλο του δρά βροχή από φως και σκιά. Αντοχή στην πλοκή των στοιχείων, είναι εκείνο που τον χαρακτηρίζει: φως, τόνος, χρώμα, σχήμα, -αντίνομες δυνάμεις- στα σημεία ακριβώς που αλληλοεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται. Μια διαλεκτική -θα λέγαμε- αντιμετώπιση των αντιθέσεων, που τα θέλει όλα να υπάρχουν και όλα να εξείρονται. Η ύλη δεν υπάρχει για να αναδείξει το πνεύμα, η ίδια η ύλη στέκει σαν ύμνος στο πνεύμα, Δεν είναι μεταφυσικός αλλά φυσικός. Η ανδρική και δώρια φύση του, αποκρούει την ένταση, ζητώντας την ισορροπία. Πνεύμα αντικειμενικό με αίσθημα βαθύτατα κοινωνικό, μας παρουσιάζει ένα έργο ακόμη στην εξέλιξη του, ένα έργο που είναι προορισμένο όχι μόνο να διδάξει αλλά και να συνεχισθεί. Είναι η πιο πραγματική κατάθεση για μια ζωγραφική παράδοση. […]

Σπύρος Παπαλουκάς, Πύργος Ουρανουπόλεως (1952)

Στρατής Δούκας, Μαρτυρίες και κρίσεις, εκδόσεις Κέδρος, γ’ έκδοση, Αθήνα 1977, σελ. 87-88 (απόσπασμα)

HENRI CARTIER-BRESSON, H ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ

Σχολιάστε

[…]Η φωτογραφία είναι για μένα η αναγνώριση μέσα στην ίδια την πραγματικότητα ενός ρυθμού επιφανειών, γραμμών ή αξιών∙ το μάτι αποσπά το θέμα κι η μηχανή δεν έχει παρά να κάνει τη δουλειά της, να αποτυπώσει στο φιλμ την απόφαση του ματιού. Μια φωτογραφία βλέπεται στο σύνολό της, με μια ματιά, σαν πίνακας∙ η σύνθεση είναι μια συγχρονισμένη συμμαχία, ο οργανικός συντονισμός κάποιων ορατών στοιχείων. Δεν συνθέτουμε δίχως λόγο, χρειάζεται μια αναγκαιότητα, και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη μορφή από το περιεχόμενο. Στη φωτογραφία υπάρχει μια καινούργια πλαστική, έργο των στιγμιαίων γραμμών∙ δουλεύουμε με την κίνηση, μ’ ένα είδος προαισθήματος της ζωής, και η φωτογραφία οφείλει να αγγίζει μέσω της κίνησης την εκφραστική ισορροπία[…].

Henri Cartier-Bresson, Η αποφασιστική στιγμή: Λόγος για τη φωτογραφία, μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου, εκδόσεις Άγρα (σειρά: Ο άτακτος λαγός β’-11), μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου, Αθήνα 2013, σελ. 19 (απόσπασμα)

  [πηγή]

Richard Sennett, Η τυραννία της οικειότητας

Σχολιάστε

Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας: Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό, μετάφραση: Γιώργος Ν. Μέρτικας, επιμέλεια: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, ISBN: 960-211-480-0.

1173843_573775492681897_778512002_n

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Αξιολογώντας με ευαισθησία ένα πλήθος πηγών και παραδειγμάτων από τους τρεις τελευταίους αιώνες της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού, ο Sennett ζητά να φωτίσει μιαν ουσιώδη στροφή: εκείνη που οδήγησε από την εναρμόνιση της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας στην σύγκρουσή τους και στη σημερινή πρόταξη του ιδιωτικού στοιχείου απέναντι στο δημόσιο ως συνέπεια του κατακερματισμού της κοινωνίας σε άτομα. Η δημόσια σφαίρα ήταν ένας αυτονόητος χώρος εκδίπλωσης του ατόμου πέρα από τον στενό κύκλο της οικογένειας και των προσωπικών του φίλων· η επαφή με ξένους και συνάμα η απόσταση απ’ αυτούς, όπως την καθόριζαν κανόνες ευγενείας και συμπεριφοράς, αποτελούσε το φυσικό πεδίο ανάπτυξης δραστηριοτήτων, όχι απλώς επαγγελματικών, αλλά και πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών με την ευρύτερη έννοια. Η πρόταξη του προσωπικού και ιδιωτικού στοιχείου, συχνά υπό το πρόσχημα της αμεσότητας, γκρεμίζει ακριβώς τις λεπτές εκείνες αποστάσεις και συμβάσεις, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Ενώ φαίνεται να γκρεμίζονται τείχη, στην πραγματικότητα εγκαθιδρύεται η «τυραννία της οικειότητας», η ανελέητη πάλη των ναρκισσισμών – η ίδια η πολιτική βλέπεται υπό το πρίσμα ιδιωτικών και ψυχολογικών παραγόντων. Ο Sennett παρακολουθεί τη διαμόρφωση αυτών των φαινομένων, που συνιστούν την καθημερινή μας εμπειρία στις σύγχρονες δυτικές μαζικές δημοκρατίες, σε πολλές εκφάνσεις και διεργασίες ήδη από τον 19ο αι.: στη ζωή της πόλης και στην οικογένεια, στη μόδα και στην εμπορευματοποίηση, στην πολιτική ρητορική και στο θέατρο, στη λογοτεχνική κίνηση και στην αρχιτεκτονική.

Απόσπασμα από τη σελ. 66 του βιβλίου:

[Απόδειξη ή ευλογοφάνεια;]

Η λέξη «απόδειξη» κατέληξε στις εμπειρικές κοινωνικές σπουδές να έχει ένα ατυχές νόημα: καμμία άλλη εξήγηση δεν είναι εφικτή πέραν αυτής που προκύπτει ύστερα από μια δεδομένη διαδικασία έρευνας. Παλίνδρομες αναλύσεις, μέτρα του χί  και του γάμμα, χρησιμοποιούνται πλέον σε ποσοτικές μελέτες προκειμένου να γίνει επιλογή μεταξύ εναλλακτικών ερμηνειών, κατασκευάζοντας μιάν ιεραρχία εξαιρέσεων. Οι ποιοτικές μελέτες συχνά κι εσφαλμένα πασχίζουν ν’ αποδείξουν επιχειρήματα με τον ίδιο τρόπο. Ο ερευνητής οφείλει να προσπαθεί να εξαντλήσει όλο το φάσμα γνωστών λεπτομερειών περί του αντικειμένου. Ειδάλλως ίσως να υφίστανται δεδομένα άγνωστα για τον ερευνητή τα οποία «αναιρούν» το επιχείρημα του. Σε μια κλίμακα αλήθειας στηριγμένη σε εξαιρέσεις, η αντίφαση λόγω της ανακάλυψης μιας νέας μαρτυρίας πρέπει να σημαίνει ακύρωση του αρχικού επιχειρήματος, γιατί πώς είναι δυνατόν δύο αντίθετες ερμηνείες του ίδιου αντικειμένου ν’ αληθεύουν εξίσου;

Αυτός ο εμπειρικισμός, βασιζόμενος σε αποκλεισμό μέσω εξάντλησης των μαρτυριών, αντιτίθεται σε κάθε πραγματική ιδέα πνευματικής ειλικρίνειας. Φθάνουμε στην πνευματική ειλικρίνεια αφού παραδεχθούμε, κυριολεκτικά, την πραγματικότητα της αντίφασης, και διαγράψουμε κάθε ελπίδα πως θα καταλήξουμε σε μια αμετάβλητη απόφανση. Ο κανόνας που ορίζει ότι πρέπει να εξαντλείται το θέμα είναι πρακτικά ιδιόμορφος ∙ φαίνεται να είναι συνδεδεμένος με μια προϊούσα μικρογράφηση της εστίας του ζητήματος, έτσι ώστε όσα περισσότερα «γνωρίζουμε» περί του θέματος, τόσο περισσότερες λεπτομέρειες γνωρίζουμε. Η αναισθητοποίηση της διάνοιας είναι το αναπόφευκτο προϊόν αυτής της μορφής απόδειξης, γιατί απαιτεί να μην γίνουν κρίσεις μέχρις ότου ληφθούν υπ’ όψιν όλα τα γεγονότα – οψέποτε.

Στην ποιοτική έρευνα, η «απόδειξη», εάν πρέπει να χρησιμοποιούμε διόλου αυτήν τη φορτισμένη με ανησυχία λέξη, αποτελεί θέμα κατάδειξης μιας λογικής σχέσης∙ ο ποιοτικός ερευνητής έχει αναλάβει το βάρος της ευλογοφάνειας. Έφθασα να πιστεύω ότι αυτό το βάρος είναι μεγαλύτερο και πιο άτεγκτο απ’ ό,τι οι δεσμεύσεις που νιώθει κάποιος ερευνητής αποκλείοντας μιαν εξήγηση χάριν μιας άλλης, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη δύναμη λογικής συνοχής τους. Η εμπειρική ευλογοφάνεια αφορά την κατάδειξη της εμπειρικής συνάφειας ανάμεσα σε φαινόμενα τα οποία μπορούν να περιγραφούν συγκεκριμένα. […]

Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας: Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό, μετάφραση: Γιώργος Ν. Μέρτικας, επιμέλεια: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999,σελ.66.

Δείτε και:

Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας (Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗ)

Πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός

Σχολιάστε

ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΑΡ. ΝΤΑΤΣΗ

Πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός

Ο «ετεροχρονισμένος διάλογος» του ιερομονάχου Κοσμά και του αγωνιστή Μακρυγιάννη

 εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σσ. 263

 

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Θεολόγου Καθηγητή – DEA Εκκλησιαστικής Ιστορίας – Δρ Θεολογίας ΑΠΘ

  Η γοητεία της σπουδής σε όποιον σελίδα-σελίδα περιδιαβεί τη συγκεκριμένη μελέτη, θα σηματοδοτηθεί από την ανακάλυψη μιας διαφορετικής συνιστώσας των ιστορικών τεκμηρίων, στις τάσεις των οποίων σήμερα η ιστορική επιστήμη όλο και περισσότερο θητεύει. Είναι πράγματι γεγονός ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία, απαλλαγμένη από αδυναμίες παλαιότερων εποχών, έχει καταφέρει να αποτυπώσει ένα διαφορετικό λόγο, που συνεχώς ιχνηλατεί πρόσωπα και γεγονότα, συνεργαζόμενη άμεσα με όμορες προς σ’ αυτήν επιστήμες: Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Αρχαιολογία, Γεωγραφία, Θεολογία.

                Όσον αφορά τώρα την παρουσίαση της μελέτης της κ. Ντάτση, ευθύς εξ αρχής, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω δύο θεωρητικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στον τίτλο: «πολιτισμική ηγεμονία και λαϊκός πολιτισμός». Η χρησιμοποίηση των δύο αυτών όρων, έρχεται να εφαρμοστεί με τον καλύτερο τρόπο, στα εξεταζόμενα πρόσωπα, στην παγιωμένη πνευματική παράδοση του Γένους που εκπροσωπούσε ο Πατροκοσμάς – «επίσημου και ανώτερου πολιτισμού» που μόρφωνε και εκπολίτιζε αγράμματους Έλληνες – αυτή ήταν η ταυτότητα του ακροατηρίου του – και στο «λαϊκό και κατώτερο» πολιτισμό που πραγμάτωνε ο ατόφιος αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 Μακρυγιάννης. Η «προφορική παράδοση του λαϊκού κηρύγματος» που διαχύθηκε με τις ετερόγραφες Διδαχές του ιερομονάχου Κοσμά σε αναλφάβητες ομάδες Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, «διασταυρώνεται και διαλέγεται» με έναν ολόκληρο «συμβολικό σύστημα» αξιών, τη «μαγική σκέψη» (τρόπο που διανοούνται οι αναλφάβητοι πληθυσμοί), που κι αυτή διαχύθηκε με τα Απομνημονεύματα και τα Οράματα και Θάματα του Μακρυγιάννη, σε μία «διαχρονική συλλογικότητα», διαφορετική όμως, αναλφάβητη για τον Πατροκοσμά, «επώνυμη και εγγράμματη» για τον Μακρυγιάννη.

                Το δεύτερο θεωρητικό ζήτημα αφορά στον υπότιτλο του έργου, την ταυτότητα του «ετεροχρονισμένου διαλόγου». Και τα δύο πρόσωπα ζουν σε διαφορετικές εποχές. Πρώτος, ο ιερομόναχος Κοσμάς με τον «αποτρεπτικό λόγο του» προς καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική κοσμολογία και ανθρωπολογία, επεδίωξε να επαναπροσδιορίσει το ορθοδοξοπατερικό υπόβαθρο της παράδοσης, μέσα από τρία επίπεδα: το «ιεραρχικό σχήμα του κόσμου», τον «καταστατικό χάρτη σύμφωνα με τον οποίο οφείλουν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους» μόνο οι Χριστιανοί, και το σωτηριολογικό χαρακτήρα του κηρύγματός του. Θεωρητικό εφαλτήριο του αφυπνιστικού και αναγεννητικού έργου του, υπήρξε η εντελέχεια της ορθόδοξης θεολογικής διδασκαλίας. Από την άλλη πλευρά, δεύτερος, ο Μακρυγιάννης με το γραπτό λόγο του, αυτοβιογραφούμενος και «μετέωρος ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς», αυτόν της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής Ελλάδας, βαπτισμένος στον απόηχο του κηρύγματος του Πατροκοσμά – πολύ ορθά η συγγραφέας εδώ θεωρεί ότι ο νεαρός Μακρυγιάννης γαλουχήθηκε με τον παιδαγωγικό λόγο του, γι’ αυτό κατά τη  άποψή μου, η σχέση του με την Ορθοδοξία υπήρξε καθάρια και βιωματική – εξέφραζε τις παραδοσιακές συνισταμένες του βίου των Νεοελλήνων, υιοθέτησε και αυτός, με κάποιες βέβαια αποκλίσεις, την «ιεραρχική αντίληψη του κόσμου» και κινήθηκε με άνεση στην «καθημερινότητα της λαϊκής παράδοσης».

                Αξιοσημείωτη είναι η άποψη της συγγραφέως για την «προνομιακή αντίληψη της ιστορίας» που ως «παράμετρος της πολιτισμικής ηγεμονίας» έγινε το κυρίαρχο πολιτισμικό ιδεώδες της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται, για το ιδεολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο η Εκκλησία των χρόνων της Τουρκοκρατίας, με εκφραστή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στήριξε  ιδεολογικά και κατοχύρωσε την «εθελοδουλία» και την «αυτοπροστασία» της, όχι μόνο από τον Τούρκο κατακτητή, αλλά και από τον κίνδυνο του διαφωτιστικού ιδεολογικού ρεύματος, με κύριους εκφραστές τους Κολλυβάδες Πατέρες του Αγίου Όρους. Ο Πατροκοσμάς και σε ανάλογο επίπεδο ο Μακρυγιάννης, δείχνουν να αντιπροσωπεύουν και να υιοθετούν την πατροπαράδοτη βυζαντινή προοπτική, βάση της οποίας κάθε «συμβιβασμός» με την εκάστοτε πολιτική δύναμη, βασιζόταν στο σύστημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που είχε διαμορφωθεί από τα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου.

                Το βιβλίο της Ευαγγελής Ντάτση, αν και «παλαιά» ως έκδοση, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στην ιστορία των ιδεολογιών και νοοτροπιών του πνευματικού μας βίου, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ (καίριο ἀπόσπασμα)

Σχολιάστε

076

[…]Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, ἄν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο –κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι’ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ. […]

imagesδσα
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἐν λευκῷ, ἐκδόσεις Ἴκαρος, πέμπτη ἔκδοση, Ἀθήνα 1999, σελ.367 [Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ δοκίμιο  Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ, ποὺ κυκλοφορεῖ καὶ αὐτοτελῶς ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 1990].

Ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ για τον ιουδαϊσμό, τον αντισημιτισμό, τον αρνητισμό και το νόμο Γκεσό

Σχολιάστε

Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Αγώνας μου, η Ιστορία: συνομιλίες με τον Ντομινίκ Μπουρέλ και την Ελέν Μονσακρέ, μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007, ISBN:978-960-8154-55-1.

b118235

Από το οπισθόφυλλο του κύκνειου άσματος του Πιερ Βιντάλ- Νακέ [1930-2006]:

Ο Πιερ Βιντάλ – Νακέ, σύνθετη προσωπικότητα, καθώς ο ίδιος ορίζει τον εαυτό του ως «διττό», ιστορικός και φιλόσοφος, ιστορικός και φιλόλογος, ιστορικός και πολίτης, στο τελευταίο αυτό βιβλίο του, πιστή επιτομή του έργου του, μας μιλάει για το «επάγγελμα» του ιστορικού, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη ζωή του, αφού όπως έλεγε: «έγινα ιστορικός γιατί ο αγώνας για την αλήθεια είναι αγώνας για την ιστορία». Τους δικούς του αγώνες (ενάντια στα βασανιστήρια, τον πόλεμο στην Αλγερία, τον αρνητισμό) πάντοτε θέλει να τους διεξάγει ως ιστορικός που αναζητά τα στοιχεία, αποκαθιστά τα γεγονότα, αποδομεί τους μύθους, αρχαίους ή σύγχρονους.

Εξερευνώντας ακαταπόνητα το δρόμο και τις παρακαμπτήριές του, που οδηγούν από την αρχαία Ελλάδα στον κόσμο που ζούμε, ο Πιερ Βιντάλ- Νακέ, με το Αγώνας μου, η Ιστορία, έχτισε ένα ιδιαίτερο, καλειδοσκοπικό έργο οδηγώντας μας σε όλα τα γόνιμα μονοπάτια της σκέψης του.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Ι

[Περί Ιουδαϊσμού]

– Ο ιουδαϊσμός ήταν για εσάς και κάτι άλλο εκτός από απλός πολιτισμός, όπως των Ελλήνων;

Είπα κάποτε ότι ο ιουδαϊσμός ήταν για μένα ένας τρόπος να παραμείνω διεθνιστής. Με άλλα λόγια, δεν είμαι σιωνιστής. Την πρώτη φορά που πήγα στο Ισραήλ συνάντησα τον Αντρέ Σκεμαμά, ο οποίος ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας Le Monde, και κάποιοι τον ρώτησαν τι είμαιεκείνος απάντησε: «Ο Βιντάλ-Νακέ είναι σιωνιστής, όπως όλοι οι Εβραίοι». Εγώ τότε είπα: «Λυπάμαι που θα σας διαψεύσω, όμως όχι, δεν είμαι σιωνιστής». Είμαι φλογερά υπέρ της διασποράς, θεωρώ δηλαδή ότι ο ενδιαφέρων ιουδαϊσμός είναι αυτός της διασποράς.

[Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Αγώνας μου, η Ιστορία, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007 σελ. 87, αποσπάσματα].

ΙΙ

[Περί αντισημιτισμού]

– Αντιστρέφοντας την ερώτηση, το μίσος για τον Εβραίο είναι το ίδιο με το μίσος για τον Άραβα και τον νέγρο ή δεν έχει καμία σχέση;

Καμία σχέση. Όλα αυτά έχουν ειπωθεί πολύ συχνά: προσάπτουν στον νέγρο το γεγονός ότι είναι∙ στον Εβραίο προσάπτουν το γεγονός ότι δεν είναι. Με άλλα λόγια, ό,τι κι να έχουν πει οι αντισημίτες, ο Εβραίος δεν διακρίνεται από το πρόσωπο ή τη μύτη. Είναι κάποιος που μοιάζει αλλά δεν είναι. Αυτό ο Σαρτρ το είχε διακρίνει πολύ καλά.

[Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Αγώνας μου, η ιστορία, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007 σελ. 97, αποσπάσματα].

ΙΙΙ

[Η μάχη ενάντια στον αρνητισμό]

-Φοβόσαστε ότι σε μερικά χρόνια μπορεί να ξεπηδήσουν καινούργιοι Φωρισόν;

Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Πρός το παρόν, εκτιμώ ότι έχουμε νικήσει, πιστεύω όμως πως όλα θα επανέλθουν. Από αυτή την άποψη, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ιράν.

– Η μάχη σας ενάντια στην άρνηση είναι για σας υπόθεση ζωής;

Ναι. Αγωνίστηκα παθιασμένα ενάντια στα βασανιστήρια. παρόμοιο πάθος ένιωσα μονάχα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν χρειάστηκε να καταγγείλω τους χαλκευτές της Ιστορίας. Το άρθρο μου για το οποίο υπερηφανεύομαι περισσότερο, διότι είμαι ο μόνος που θα μπορούσε να το έχει γράψει, είναι το «Un Eichmann de papier» («Ένας χάρτινος Άιχμαν»).

[Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Αγώνας μου, η ιστορία, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007 σελ.107, αποσπάσματα].

IV

[Για το νόμο Γκεσό]

[…] Όσον πεπεισμένος και αν είμαι για την πραγματικότητα της ναζιστικής εξόντωσης -και κανείς δεν μπορεί να είναι περισσότερο πεπεισμένος από εμένα- δεν δέχτηκα το νόμο Γκεσό, διότι εκτιμώ πως το Κράτος δεν πρέπει να ανακατεύεται σ’ αυτά τα πράγματα.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως η Ιστορία είναι αφήγηση. Και, εάν είναι αφήγηση, πρέπει, όσο το δυνατόν, να είναι αληθινή. Όμως δώστε την ίδια σειρά στοιχείων σε δυο ιστορικούς: ποτέ δεν θα έχετε την ίδια αφήγηση. […]

[Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Αγώνας μου, η ιστορία, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007 σελ.170-171, αποσπάσματα].

Δείτε και:

Πιέρ Βιντάλ-Νακέ (1930-2006): Προδότης κάθε δόγματος (Ελευθεροτυπία, 24-9-2006)

Ειρήνη, Σαλώμ, Σαλάμ: Μνήμη Πιερ Βιντάλ-Νακέ (Ο δρόμος, 15-6-2010)

Jean Clair, Χειμώνας στον πολιτισμό

2 Σχόλια

Jean Clair,  Χειμώνας στον πολιτισμόμετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2012, ISBN: 978-960-8104-37-2.

Παραθέτουμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον απόσπασμα από το σπουδαίο βιβλίο του Jean Clair,  Χειμώνας στον πολιτισμό (σελ. 116-117), που επιχειρεί να αποτυπώσει τη σχέση βιβλικής αφήγησης και τέχνης :

[…]Η παραβολή του γάμου στην Κανά είναι στην Καινή Διαθήκη το σύστοιχο του συμποσίου του Βαλτάσαρ στην Παλαιά. Είναι η φωτεινή του εκδοχή. Στο συμπόσιο του βασιλιά Βαλτάσαρ, η καταστροφή έρχεται ως συνέπεια της ιεροσυλίας: στο γεύμα, το κρασί σερβίρεται στα ιερά ποτήρια. Στον γάμο στην Κανά, όταν το κρασί τελειώνει, ο Ιησούς, που είναι ένας από τους συνδαιτυμόνες, καλεί τους παρισταμένους να πιούν από τις έξι μεγάλες λίθινες υδρίες με το νερό για τους εξαγνισμούς – νερό που θα γίνει κρασί, και μάλιστα «καλό κρασί» όπως προσδιορίζεται, από αυτό που θα έπρεπε να κερνούν στην αρχή του γεύματος.

Στο πρώτο παράδειγμα, την καταστροφή και τη διάλυση την επιφέρουν η ιεροσυλία, η βεβήλωση, η χυδαία χρήση των λατρευτικών σκευών. Στη δεύτερη, την  αλλαγή, τη μετατροπή τρόπον τινά της λάσπης σε χρυσάφι, την επιφέρει η χρήση υλικών ταπεινής προέλευσης -και οικιακής χρήσης-, η πέτρα, το νερό ∙ αυτά προκαλούν την εμφάνιση του εκλεκτού υγρού.

Θα ήταν ελκυστικό να προσπαθήσει κανείς να χρησιμοποιήσει τις δυο αυτές παραβολές για να φωτίσει αφενός μια ιστορία της τέχνης η οποία, στις απαρχές της, βάλθηκε να μετατρέψει στα έργα που παρήγαγε και στο πέρασμα των αιώνων τα ταπεινά υλικά που χρησιμοποιούσε (σκόνες, γαίες, οξείδια των μετάλλων, χρωστικές ουσίες, λάδια, επιχρίσματα) σε πολύτιμα και να δημιουργήσει θησαυρούς ∙ και αφετέρου, τη μοίρα της «σύγχρονης  τέχνης» που δεν χρησιμοποιεί τους ιερούς και καταξιωμένους θησαυρούς της ιστορίας αυτής παρά μόνο για να παρουσιάσει τα υπολείμματά τους.

Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι ως άμεση συνέχεια της αφήγησης του γάμου στην Κανά και στο ίδιο δεύτερο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου εξιστορείται το περιστατικό των εμπόρων που εκδιώκονται από τον Ναό…[…]

Jean Clair,  Χειμώνας στον πολιτισμόμετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2012, σελ. 116-117.

Άσγκερ Γιόρν: Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός

Σχολιάστε

Ἀσγκερ Γιόρν, Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, μετάφραση: Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, Αθήνα 2003, ISBN: 960-87756-0-4.

Στο βιβλίο Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός ο Άσγκερ Γιόρν αναλύει την περίφημη τριλεκτική μέθοδο. Το βιβλίο περιλαμβάνει εκτενέστατη και λίαν κατατοπιστική εισαγωγή του Γ. Δ. Ιωαννίδη (σελ. 7-25). Παραθέτουμε ένα απόσπασμα:

(…)Το Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, γραμμένο από τον ίδιο στα γαλλικά (και διορθωμένο από τον Jean-Jacques Rock), ήταν η συνεισφορά τού Γιόρν σ’ ένα συλλογικό έργο, το Signes gravιs sur les ιglises de l’ Eure et du Calvados[Σημεία χαραγμένα πάνω στις εκκλησίες τού Eure και τού Calavados], εκδ. Borgen, Κοπεγχάγη [1964]. Το θέμα αυτού του βιβλίου δεν ήταν τυχαίο. Αφορούσε σε παμπάλαια ακιδογραφήματα (graffiti), που είναι χαραγμένα πάνω στους τοίχους εκκλησιών (Manthelon, Doudeauville, Ste-Marie-du-Mont, Prey, Barquet, Mesnil-Hardy, Berville-la-Campagne, Vendoeuvre, Guichainville, Romilly, Vieux Pont, Bully, Les Ventes, κ.α.) της Νορμανδίας, μιάς περιοχής της Γαλλίας με έντονη την ιστορική παρουσία του σκανδιναβικού στοιχείου. Τυχαία δεν ήταν ούτε η επιλογή τών υπόλοιπων συνεργατών του βιβλίου: οι καθηγητές Glob, Gjessing, de Bouard και Reau, από τη Δανία και τη Γαλλία αντίστοιχα, έδιναν τις δικές τους ερμηνείες παρουσιάζοντας τη γαλλική και τη σκανδιναβική προσέγγιση τού ζητήματος.

[Από την εισαγωγή του Γ. Δ. Ιωαννίδη στο: Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, σελ. 7. Ολόκληρη η εισαγωγή προδημοσιεύθηκε στο Happy Few. Για μετάβαση και μελέτη της εισαγωγής πιέστε εδώ].

Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από τη σελίδα 56 του βιβλίου:

(…) Η Ιστορία μας μαθαίνει ότι πολλοί από εκείνους που στιγμάτισαν τους Βαρβάρους και τους ανασκολόπισαν δημόσια, άσκησαν και οι ίδιοι και τευτονισμό και βανδαλισμό. Άντλησαν μάλιστα τη δόξα τους και την τέχνη τους από τέτοιες πράξεις, κάτι που οι χρονικογράφοι τους καταγράφουν εν αφθονία. Είναι σαφές ότι το χαμηλό επίπεδο συνείδησης, που μαρτυρά αυτή η καυχησιολογία, χαρακτηρίζει ακριβώς τους βαρβάρους. Πράγματι, η σημασία του βαθμού συνείδησης έχει γίνει πιο κοινά αποδεκτό κριτήριο, με το οποίο διαφοροποιούμε τον βάρβαρο από τον πολιτισμένο(…).

Ἀσγκερ Γιόρν, Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, μετάφραση: Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, Αθήνα 2003, σελ. 56.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό

2 Σχόλια

 

Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα: Όψεις του δημοσίου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2004, ISBN:960-423-476-5.

Απόσπασμα από τις σελ. 25-26  του βιβλίου:

[σελ. 25] (…) Είναι γνωστό ότι ειδικά στην εργασία του Jameson, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τις μητροπόλεις της Δύσης, ο «μεταμοντερνισμός» αποτιμάται ως η κυρίαρχη πολιτισμική λογική στις κοινωνίες του ύστερου πολυεθνικού καπιταλισμού. Αντίθετα, ο μοντερνισμός, ως σύνθετο αισθητικό, πολιτικό και ιδεολογικό φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με την πρώιμη και μέση περίοδο του καπιταλισμού, θεωρείται πλέον ως [σελ. 26] ένα πολιτισμικό κατάλοιπο στις ώριμες δυτικές κοινωνίες. Η κριτική ακτινογραφία των χαρακτηριστικών του μεταμοντερνισμού, έτσι όπως την προτείνει ο Jameson, δεν αφήνει περιθώρια για κάποια θετική αξιολόγηση της συμβολής του στο ύφος και στους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Δεν υφίσταται εδώ η διάκριση στην οποία έχουν προβεί άλλοι σύγχρονοι μελετητές μεταξύ ενός «αντιστασιακού» και ενός αντιδραστικού μεταμοντερνισμού, όπου ο μεν πρώτος αποδομεί τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας με σκοπό να ιχνηλατήσει νέους τόπους αντίστασης, ενώ ο δεύτερος εκθειάζει και αποδέχεται άκριτα τις αυθόρμητες διεργασίες της πολιτιστικής βιομηχανίας του όψιμου καπιταλισμού. Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τα οποία υπερτονίζει ο Jameson σε σχέση με τον μεταμοντερνισμό είναι τα εξής:

1. ένα είδος ιστορικής αμνησίας και αδιαφορίας,

2. η καθήλωση σε ένα ασυνεχές, υπερτροφικό και διεσταλμένο παρόν,

3. το αμάλγαμα και η παρωδία της «συμπαράθεσης» και της εκλεκτικής ανάμειξης των υφών στα έργα τέχνης, στη σκέψη και στη θεωρία,

4. η αποθέωση του καταναλωτισμού και του φετιχισμού του εμπορεύματος στη σφαίρα της καθημερινότητας.

Είναι προφανές πως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αφήνουν αμφιβολίες για το βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα ότι ο μεταμοντερνισμός όχι μόνο αναπαράγει αλλά και εντατικοποιεί τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού. Η πολιτισμική λογική του μεταμοντερνισμού φαίνεται, επιπλέον, να υπονομεύει τις δυνατότητες μιας έλλογης κριτικής και αντιπαράθεσης στις σύγχρονες και καθορισμένες από το πολυεθνικό κεφάλαιο κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού συνοδεύεται από ένταση της κρίσης όλων των προσπαθειών για έλλογους σχεδιασμούς με στόχο τη συστημική αλλαγή. (…)

Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα: Όψεις του δημοσίου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2004, σελ. 25-26.

Διαβάστε επίσης: