Νικόλας Σεβαστάκης, [Πολιτική παράλυση]

Σχολιάστε

Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024,ISBN: 978-960-435-8437-4.

Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου: 

(…) Οι παράγοντες που οδηγούν το δημοκρατικό κράτος σε πολιτική παράλυση δεν ανάγονται μόνο στην παγκόσμια οικονομία αλλά και σε ιδέες ξένες ή εχθρικές προς τη βασική κανονιστική αρματωσιά των κοινωνιών μας, ιδέες που παράγονται στο εσωτερικό και όχι κάπου «εκεί έξω». Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ζει με όρους πολιτικής κοινωνίας, αφού έχει διαρρηχθεί πλήρως η σχέση με τη γραμματική των θεσμών και την ιστορία. Και αυτό είναι μια σοβαρή πηγή εσωτερικής εξασθένισης όλων των θεσμικών συστημάτων. (…)

Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024, σελ. 13-14.

Zygmunt Bauman, [Περί επιτελεστικής κοινωνίας]

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-618-5228-62-0.

(…) Η «επιτελεστική κοινωνία» είναι πρώτα και κύρια μια κοινωνία α τ ο μ ι κ ή ς επιτέλεσης, και μιας «κουλτούρας ατομικισμού που βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις του ατόμου» – στην οποία «η καθημερινή ζωή γίνεται επισφαλής / αβέβαιη», εξαναγκάζοντας το άτομο σε «μια μόνιμη κατάσταση ετοιμότητας» (…)

(…) Καταδικασμένο να αναζητά ιδιωτικά σχεδιασμένες και ιδιωτικά διαχειρίσιμες λύσεις σε προβλήματα που έχει γεννήσει μια κοινωνία η οποία παρέβη τις παλαιότερες υποσχέσεις της και τώρα υποχωρεί αμείλικτα από τη δεσμευτική υπόσχεση να παρέχει συλλογική ασφάλεια από τους κινδύνους της ιδιωτικής ζωής, το άτομο εγκαταλείπεται στους ι δ ι ω τ ι κ ο ύ ς π ό ρ ο υ ς του (…)

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, σελ.60-61 (αποσπάσματα)

Ο εφιάλτης του παροντισμού

Σχολιάστε

[Για το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα]

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ στις 28/5/2022]

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Πέτρος Θεοδωρίδης, Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-960-9708-58-6.

Χώρος…

Τον κατακτάμε

Ιστάμενοι, ιπτάμενοι, βυθιζόμενοι.

Χρόνος…

Μας καίει βραδυφλεγώς…Μακάρι!

Μαζί τα μαλάξαμε.

Χωρόχρονος…

Μήπως γλιτώσουμε …το φυγείν.

Αδύνατον!

Νίκος Κ. Παπαντωνάκης, Χωρό-χρονος (αδημοσίευτο)

Εννέα χρόνια μετά την Απατηλή υπόσχεση της αγάπης ο Πέτρος Θεοδωρίδης επανέρχεται με μια σειρά έξι σημαντικών δοκιμίων. Πρόκειται για στοχαστικές δοκιμές που αποτυπώνουν την εργώδη ενασχόληση του συγγραφέα με ζητήματα ακανθώδη όπως ο χρόνος, το πρόβλημα του κακού, το ολοκληρωτικό φαινόμενο και ο ναζισμός, η ρευστή νεωτερικότητα κ.α.π.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στον Πρόλογο του βιβλίου ο Καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. κ. Διονύσης Δρόσος δεν πρόκειται για «papers που θα γεμίσουν ένα βιογραφικό» αλλά για καρπό μακροχρόνιας ενδελεχούς μελέτης και γόνιμου προβληματισμού. Ο Θεοδωρίδης σε καμία περίπτωση δεν γράφει διεκπεραιωτικά. Αντιθέτως, στοχάζεται με ψυχραιμία, καθαρότητα, σαφήνεια και δίχως ίχνος έπαρσης.

Στο πρώτο δοκίμιο με τίτλο «Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα» (σελ. 10-33) ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πολυσύνθετο ζήτημα του χρόνου. Από την όλη διαπραγμάτευση καταφαίνεται ότι ο Θεοδωρίδης δεν αγνοεί την κλασική περί χρόνου ρήση του E. M. Cioran: «Αν ο Χρόνος ήταν μια περιουσία, ένα αγαθό, τότε ο θάνατος θα ήταν η χειρότερη μορφή ληστείας[1]». Εν αντιθέσει με κάποιες «οργανικές» φωνές που επίμονα υποστηρίζουν ότι «δεν έχουμε παρόν» ο συγγραφέας θεωρεί τον παροντισμό ως έκφραση της ευθραυστότητας και της ρευστότητας του χρόνου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη σύγχρονη εποχή έχει επέλθει μία καταπιεστική συμπίεση της αίσθησης του χρόνου. Η τωρινή, “παροντική”, αγχωτική αίσθηση του χρόνου δεν υπήρξε “χρονικά” αμετάβλητη» (σελ. 10). Και παρακάτω σε άλλο σημείο ο συγγραφέας τονίζει: «Στις μέρες μας, η αίσθηση ότι βουλιάζουμε στο παρόν φτάνει στην κορύφωσή της. Από τη μία, ο χρόνος της κυκλοφορίας του κεφαλαίου: στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, ο χρόνος μιας ανακυκλούμενης αμνησίας. Από την άλλη, ο χρόνος της εργασίας ως ένα διαρκές άγχος για το μέλλον. Ζώνες ανεργίας, ζώνες εργασίας, η επισφάλεια γενικεύεται μαζί με την αίσθηση ενός χρόνου-ποντικοπαγίδας, χρόνου όλο και πιο λεπτού, σαν τσιγαρόχαρτο. Μια εποχή σαν τους πάγους της λίμνης έτοιμους να σπάσουν την άνοιξη. Γιατί μόνον στην εποχή μας παραμένει ως μόνη διάσταση του χρόνου, για όλους μας, η πιο λεπτή, η πιο εύθραυστη, η πιο ανύπαρκτη: το παρόν» (σελ. 32). Με άλλη αφορμή ο συγγραφέας είχε συνδέσει το φαινόμενο του παροντισμού με τις αθέλητες μνήμες: «Αν η δράση στο παρόν είναι αυτή που μας αναγκάζει να επιλέξουμε από την δεξαμενή της μνήμης, η απουσία δράσης, η ακινησία, η ανημποριά, στην όποια μας καθηλώνει το τωρινό παρόν, είναι αυτή που κάνει να αναδύονται σκόρπιες, ασυνάρτητες, αθέλητες μνήμες: να ζούμε σε ένα όνειρο, να επιστρέφουν όλα τα απωθημένα»[2].

Ο συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά σε τρεις τύπους κοινωνιών (παραδοσιακή, νεωτερική, σύγχρονη) και στις αντίστοιχες αντιλήψεις περί χρόνου που εκπορεύονται από αυτές. Έτσι «στην παραδοσιακή κοινωνία, η παράδοση ενείχε έναν κανονιστικό- ηθικό χαρακτήρα»  και αντιπροσώπευε όχι μόνο το «είναι» αλλά και το «δέον γενέσθαι». Παράλληλα «στις παραδοσιακές χριστιανικές και εβραϊκές αντιλήψεις της ιστορίας (…) τα γεγονότα δομούν και καθορίζουν το χρόνο» (σελ.15). Ο χρόνος στη νεωτερικότητα ήταν κατά τον συγγραφέα «αφηρημένος», «ομοιόμορφος» και «συνεχής» (σελ.16-17). Στην παραδοσιακή κοινωνία υπήρχε «αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος» ενώ στη νεωτερική κοινωνία παρελθόν, παρόν και μέλλον «διαχωρίζονται με σαφήνεια, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης» (σελ.17). Στην εποχή μας «η οργανωμένη πλαισίωση του κοινωνικού χρόνου καταρρέει» (σελ.20). Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την ανάλυση του επικαλούμενος τα πορίσματα διαπρεπών στοχαστών (G. Agamben, M. Postone, C. Taylor, C. Lasch, Z. Bauman, U. Beck κ.α.).

Στο δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις» (σελ. 34-53) ο συγγραφέας κάνει μια αναδρομή στις αντιλήψεις περί ονείρων από τον Πορφύριο και τον Αρτεμίδωρο μέχρι την ψυχανάλυση, τον Φουκώ, τον Λακάν και τον Ζίζεκ. Σε άλλη συνάφεια ο Θεοδωρίδης έχει γράψει τα εξής καίρια: «Ονειρεύτηκα ότι έβλεπα έναν εφιάλτη. Ξύπνησα μέσα στο όνειρο ξανά και ξανά. Αυτός ήταν ο εφιάλτης: η επανάληψη[3]».

Στο τρίτο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, δοκίμιο με τίτλο «Μπρέχτ και ναζισμός -Τρόμος, αθλιότητα και όνειρα στο Γ’ Ράιχ» (σελ. 54-65) ο Θεοδωρίδης εξετάζει εκ παραλλήλου τα βιβλία: α) Μπ. Μπρεχτ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, β) Ch. Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, γ) Π. Φρίτσε, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ. Με την παράλληλη ανάγνωση των παραπάνω βιβλίων ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει τους μετασχηματισμούς της γερμανικής κοινωνίας εξαιτίας του ναζισμού. Η περιγραφή στιγμιοτύπων από τα μονόπρακτα του Μπρεχτ σε συνδυασμό με τα όνειρα απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας και της εν γένει καθημερινότητας τους αναδεικνύουν τον βαθμό επίδρασης του ναζισμού σε ολόκληρο το φάσμα της γερμανικής κοινωνίας. Παράλληλα φέρνουν στο προσκήνιο την, κατά Χ. Άρεντ, κοινοτοπία του κακού: «Ο ναζισμός δεν είναι μια ακραία ιδεολογία αλλά μάλλον η υπερβολή της μεσότητας, η μετριότητα, η εξουσία της κοινοτοπίας» (σελ.55)

Στο τέταρτο δοκίμιο με θέμα «Οι Γνωστικοί και το πρόβλημα του κακού» (σελ.66-83) ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ανατομία του γνωστικισμού. Αναφερόμενος στις θέσεις του Θ. Λίποβατς ο Θεοδωρίδης επισημαίνει ότι αυτό που κυριαρχεί στη Γνώση είναι «το μίσος ενάντια στον Άλλον» (σελ.82), ενώ παράλληλα επισημαίνει την μυστικιστική πτυχή της: «(…) η Γνώση ευνοεί πάντα ένα κλίμα μυστηρίου και μυστικισμού, για το οποίο ιδιαιτέρως πρόσφορες είναι οι περίοδοι πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής και ψυχικής κρίσης κι ανασφάλειας, κατά τις οποίες ορισμένα άτομα (…) είναι ευάλωτα και ικανοποιεί την ανάγκη της φυγής από την ανυπόφορη υπαρκτή πραγματικότητα» (σελ.79).

Στο δοκίμιο «Ο θαυμαστός καινούργιος μετανεωτερικός κόσμος» (σελ. 84-93) αναδύεται η ρευστότητα και η δυστοπία των καιρών μας με αφορμή το κλασικό έργο του Χάξλεϊ. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (σελ. 91): «Σήμερα, “μπορούμε να είμαστε ερωτευμένοι χωρίς να ερωτευτούμε”. Ο Έρωτας εξημερώνεται, θετικοποιείται και γίνεται μια βολική φόρμουλα κατανάλωσης. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί οποιοδήποτε τραύμα». Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι από τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο «απωθείται ο έρωτας (όχι το σεξ, ούτε η πορνογραφία), ο πόνος και ο θάνατος, ακριβώς όπως και σήμερα. Και γιατί τότε επιστρέφει διαρκώς ο έρωτας, η λύπη, ο πόνος και ο θάνατος; Μα γιατί απλούστατα το απωθημένο πάντα επιστρέφει» (σελ.93).

Ο τόμος κλείνει με το δοκίμιο «Η πανδημία ως μεταφορά» (σελ. 94-102). Ο Θεοδωρίδης καθηλώνει τον αναγνώστη με την πρωτοτυπία της σκέψης του και την ευαισθησία του. Η αυθεντικότητα, η υπαρξιακή δυναμική, η λεπτότητα, ο πλουραλισμός και η αντικειμενικότητα χαρακτηρίζουν τα δοκίμια της συλλογής.

Η νέα σειρά δοκιμίων του Πέτρου Θεοδωρίδη αξίζει την προσοχή κάθε φιλέρευνου αναγνώστη.

Ηράκλειο, 18-19 Μαΐου 2022


[1] E.M.Cioran, Στοχασμοί, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2010, σελ. 362.

[2]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Παροντισμός και αθέλητες μνήμες», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_31.html, ανάρτηση στις 12/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 18/5/2022).

[3]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Ο εφιάλτης», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_19.html, ανάρτηση στις 7/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 19/5/2022)

Giorgio Agamben, Μία προφητεία του Lichtenberg

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com

πηγή: ΦΡΕΑΡ

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

Μία προφητεία του Lichtenberg

«Ο κόσμος μας θα γίνει τόσο πολιτισμένος που θα είναι τότε γελοίο να πιστεύει κανείς στον Θεό, όπως είναι γελοίο σήμερα να πιστεύουμε στα φαντάσματα. Ύστερα, μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, ο κόσμος θα γίνει ακόμα πιο πολιτισμένος. Και θα συνεχίζει ακατάπαυστα με βιασύνη η διαδικασία που θα τον φέρει στην ύψιστη κορυφή του πολιτισμού. Όταν θα εγγίζει το αποκορύφωμα, η κρίση των ειδημόνων για άλλη μια φορά θα ανατραπεί και η γνώση θα φθάσει στην έσχατη μεταμόρφωσή της. Τότε –και αυτό θα είναι πράγματι το τέλος– θα πιστεύουμε μόνο στα φαντάσματα».

Ένα αχαρτογράφητο ταξίδι

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Στο νέο του εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού (εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020) ο Νικόλας Σεβαστάκης συνεχίζει και επεκτείνει την προβληματική που τον απασχόλησε στο δοκίμιο του με τίτλο Φαντάσματα του καιρού μας: Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017). Από την εξαιρετικά εκτεταμένη και απαιτητική πολιτική θεματική του βιβλίου σταχυολογούμε παρακάτω ελάχιστες ψηφίδες.

Ο συγγραφέας υπερασπίζεται με ψυχραιμία και αίσθημα ευθύνης τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σε έναν κόσμο ρευστό, όπου κυριαρχεί ο πολιτικός σχετικισμός, η λαϊκιστική δυσφορία, ο αμοραλισμός, η αδολεσχία, η προχειρότητα, ο μαξιμαλισμός, η ανελαστικότητα και η επιφανειακή προσέγγιση τύπου social media. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναγνωρίζει την εγγενή, ενίοτε, αδυναμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να εξάγει συναισθήματα στοιχειώδους ενσυναίσθησης για καταστάσεις κοινωνικής οδύνης και παράλληλα να αντιμετωπίσει δυναμικά τον πολιτικό σχετικισμό, το λαϊκισμό και τους νέους εθνικισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία θα συνδεθεί, αναπότρεπτα, στην ιστορία της με ένα πνεύμα απογοητευτικών αυτοπεριορισμών” (μν. έργ., σελ. 23). Και λίγο παρακάτω: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανίστηκε λοιπόν ως κάτι ελλειμματικό απέναντι σε μια πληρότητα νοήματος που την ξεπερνούσε και, κατά κάποιον τρόπο την εξέθετε” (ό.π., σελ. 23-24). Και αλλού: “Μπορούμε να συμφωνήσουμε γενικά ότι είχαν και έχουν πάντα ένα δίκιο από παλιά κάποιοι τιμητές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πνεύματος στον ισχυρισμό τους ότι από τον φιλελευθερισμό λείπει αρκετές φορές η μυρωδιά της αληθινής πικρίας και η αίσθηση των καταστάσεων πραγματικής, σπαρακτικής οδύνης. Συχνά -και όχι αδίκως- ένας φιλελευθερισμός των ηπίων ευχολογίων εμφανίζεται ως εκτός τόπου εκεί όπου μια κοινωνική διαμάχη αποκτά ένταση ή εκεί όπου οι σχέσεις εξουσίας χάνουν κάθε αναλογικότητα και ισορροπία ” (ό.π., σελ. 86).

Καίριο σημείο του βιβλίου συνιστά η επισήμανση του συγγραφέα ότι “η υπαρξιακή ασφάλεια και οι αυθεντικές συγκινήσεις συνδέονται όλο και περισσότερο με μη φιλελεύθερες αξίες και καταστάσεις” (ό.π., σελ. 98), γεγονός που εκβάλλει στον εθνορομαντισμό, την παραδοσιαρχία, την νοσταλγική “επίκληση μιας εντατικής κοινοτικής εμπειρίας” (αυτ.), αλλά ταυτόχρονα αναδεικύει εξαιρετικά περίεργα και ετερόκλητα αμαλγάματα και υβρίδια, που, πλέον, δεν προκαλούν καμία εντύπωση στον έμπειρο πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή. Δείγματος χάριν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κατά τον συγγραφέα, η συμπόρευση τμημάτων του νεοφεμινισμού με τους υπερασπιστές του πολιτικού Ισλάμ! (βλ. ό.π., σελ. 99).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πολιτική ερμηνεία του συγγραφέα στο φαινόμενο της έξαρσης των νέων εθνικισμών. Ο Νικόλας Σεβαστάκης συνδέει την ανάδυση των νέων εθνικισμών με την αναζήτηση της έντασης στην πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικά: “[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]” (βλ. ό.π., σελ. 111-112).

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρούμε το κεφάλαιο με τίτλο “Περιθώρια της δημοκρατίας” (βλ. σελ. 115-140), στο οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει το φαινόμενο του τεχνολαϊκισμού, την πρόσμιξη δηλαδή τεχνοκρατίας και λαϊκισμού (βλ. σελ. 124 κ.ε.). Παράλληλα αναφέρεται στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: “Πέρα από όλα τα άλλα, η φιλελεύθερη δημοκρατία υπονομεύεται από το γεγονός πως η έξοδος από τις δογματικές και μεσσιανικές εκδοχές πολιτικού πάθους παίρνει τη μορφή ενός οπορτουνισμού δίχως αρχές” (βλ. ό.π., σελ. 127). Μεγάλης σημασίας είναι η επισήμανση του συγγραφέα ότι ένα σοβαρό έλλειμμα του φιλελευθερισμού είναι “η αδυναμία να προσεγγίσει ικανοποιητικά το θέμα του γιγαντισμού της εξουσίας σε όλες του τις διαστάσεις” (ό.π., σελ. 130).

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μια σημαντική αντινομία μεταξύ της συνέργειας σε διυποκειμενικό επίπεδο και στις μορφές πολιτειακής συγκρότησης: παρά τη φαινομενική τεχνολογική πρόοδο “πολιτικά βρισκόμαστε ακόμη κοντά στη διαίρεση σε κάστες(βλ. ό.π., σελ. 153).

Η προβληματική του συγγραφέα είναι πολυπρισματική και η διαπραγμάτευση του θέματος εξαντλητική. Στο πλαίσιο ενός σύντομου σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν όλες οι προκείμενες του σημαντικού αυτού έργου. Προτείνουμε την ενδελεχή μελέτη ολόκληρου του δοκιμίου, που προϋποθέτει σύσσωμη την προσοχή μας, χωρίς περισπάσεις.

Κλείνουμε με μία σημαντική επισήμανση του συγγραφέα περί τέχνης: Η τέχνη μπορεί να υποδεχτεί το ναυάγιο του κόσμου και όλες τις ιστορικές καταστροφές. Συνεχίζει δημιουργικά ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας και βαναυσότητας(ό.π., σελ. 142).

Ηράκλειο, 3 Ιουλίου 2020

Νικόλας Σεβαστάκης, [Οι νέοι εθνικισμοί]

Σχολιάστε

Νικόλας ΣεβαστάκηςΤαξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμούεκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]

Νικόλας ΣεβαστάκηςΤαξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμούεκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, σελ. 111-112 (απόσπασμα)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Παροντισμός και αναπλαισιωμένη μνήμη]

Σχολιάστε

 φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός

Στον παροντισμό η μνήμη αποσυνδέεται από το ιστορικό της πλαίσιο και ξεχειλίζει, εδώ κι εκεί, αναπλαισιωμένη εργαλειακά μέσα στο παρόν. Έτσι η ιστορική μνήμη στον παροντισμό υφίσταται ένα διαρκές βραχυκύκλωμα.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Από την ιστοσελίδα του εκδότη: 

Παλιές ενστάσεις για τον αδύναμο χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες. Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών τονίζει όμως ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα πολιτικοί θεωρητικοί, καλλιτέχνες και μυθιστοριογράφοι βεβαιώνουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Παλιές ενστάσεις για τον ρηχό και αδύναμο χαρακτήρα αυτής της δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες σε συνδυασμό με μια σοβαρή κρίση ταυτότητας του δυτικού παραδείγματος. 

Στο καινούριο του δοκίμιο ο Νικόλας Σεβαστάκης επανέρχεται στο θέμα της κριτικής του πολιτισμού και στο πώς αυτή τέμνεται με τις απαιτήσεις της πολιτικής σκέψης. Περνώντας από τους αφορισμούς του Μισέλ Ουελμπέκ και τις αφηγήσεις για την παρακμή της Δύσης στις ψυχρές διαγνώσεις των πολιτικών αναλυτών, ο συγγραφέας συζητεί τις διαφιλονικούμενες ταυτότητες της δημοκρατίας. 

Δυο ερωτήματα διατρέχουν το βιβλίο: μπορούν άραγε ιδέες και ρυθμίσεις κληρονομημένες από προγενέστερες αστικές εποχές να αντέξουν το σοκ των σημερινών ανελέητων μετασχηματισμών; Μπορεί η πολιτική συζήτηση για τη δημοκρατία να αφήσει έξω τα βαθιά, ανθρωπολογικά ερωτήματα για τον προορισμό μας; Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών από κάποιους θεωρητικούς και ανθρώπους της τέχνης. Την ίδια στιγμή όμως τονίζει ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

https://www.stereoma-sa.gr/p/dokimio/taksidi-sto-agnwsto/

***

Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: 

[σελ.21] […] Ανάμεσα στο 2000 και στο σήμερα, παρατηρούμε την εμφανή συρρίκνωση όλων των υπερεθνικών υποσχέσεων ή μάλλον τον περιορισμό τους σε όλο και πιο μειοψηφικά  ακροατήρια στο πολιτικό κέντρο ή σε κύκλους της φιλελεύθερης αριστεράς.  Την προσοχή κερδίζουν διάφοροι ρεαλιστικοί σκεπτικισμοί που πιέζουν, όπως φαίνεται, όλους τους δρώντες παράγοντες της πολιτικής να αναπροσαρμόσουν τις «ευρωπαϊστικές» τους αυταπάτες. Η δημοκρατία ξαναγίνεται πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στη ρητορική για κάποια ριζοσπαστική της επανίδρυ-[σελ.22]ση και στη ράθυμη συνέχιση των κεκτημένων τελετουργιών της. Αυτό που υποχωρεί είναι η ανακαινιστική ορμή στην οποία αναγνωρίζονταν τόσο η ακτινοβολία ορισμένων θεσπισμένων αρχών και κανόνων όσο και οι στιγμές της δημιουργικής δράσης οι οποίες έφερναν συχνά νέες ερμηνείες «στο τραπέζι». Αναγνωρίζονταν, για παράδειγμα, τόσο η ανάγκη για μια ιδέα του κοινού καλού όσο και οι δημιουργικές πολιτικές συγκρούσεις ως δύο πτυχές μιας ενιαίας κίνησης. Αυτή, ωστόσο, η πρόσληψη της δημοκρατικής ισορροπίας ανάμεσα σε στοιχεία τάξης και δυναμικές κίνησης, σε ρουτίνες και πειραματισμούς, θεωρείται πλέον είτε ξεπερασμένη από τον ρου της Ιστορίας είτε αδύναμη να εμπνεύσει τις διεκδικήσεις ατόμων και κοινοτήτων στις σημερινές πολυκερματισμένες κοινωνίες. Σε μια τέτοια κλινική διάγνωση αμηχανίας βρισκόμαστε εδώ και κάποια χρόνια, ιδίως από τότε που η ύστατη έξαρση της φιλελεύθερης δημοκρατικής αισιοδοξίας στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα καταλάγιασε για να μετατραπεί πια σε άσχημο προαίσθημα και απαισιόδοξη προφητεία για το μέλλον. […]

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, σελ. 21-22 (απόσπασμα)

***

Πρβλ. και:

Πρόλογος-Η αχανής ήπειρος

(εκτενές απόσπασμα από τις σελ. 11-22 του βιβλίου στην ιστοσελίδα του εκδότη)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, Μνήμες και απουσία Μνήμης

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός 

Η εποχή μας ξεχειλίζει μνήμες: ιστορικές μνήμες, ταινίες, πόλεμοι μνήμης, μνήμες τραυμάτων.

Μήπως όμως αυτή η πληθώρα από μνήμες συγκαλύπτουν την απουσία Μνήμης, την κοινωνική αμνησία; Στην εγκλωβισμένη στον καθρέφτη του παρόντος ναρκισσιστική εποχή μας οι μνήμες –ως υπομνήματα– δεν υποκαθιστούν την Μνήμη;

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί δημοσίου χώρου]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com (από το project Brightest Spot )                        

 

 

Ο δημόσιος χώρος -έλεγε κάπου η Hannah Arendt– είναι ένα στρογγυλό τραπέζι που μας ενώνει αλλά και μας χωρίζει από -και με- τους άλλους.

Όμως στην εποχή μας αυτό το τραπέζι απο-υλοποιείται· γίνεται όλο και πιο λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο· γίνεται εικονικό τραπέζι.

Αυτό σημαίνει ότι ερχόμαστε ταυτόχρονα πάρα πολύ κοντά αλλά και πάρα πολύ μακριά· γινόμαστε ένα μάγμα, σαν μέσα στο όνειρο ή στον εφιάλτη.

Ο δημόσιος χώρος γίνεται ιδιωτικός αλλά και το ιδιωτικό δημοσιοποιείται, όπως σ’ εκείνα τα όνειρα, όπου βλέπουμε τους τοίχους να εξαφανίζονται και μένουμε μόνοι μέσα στη γύμνια μας σε κοινή θέα.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Νικόλας Σεβαστάκης, [Μυστήριο και Δημοκρατία]

Σχολιάστε

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, ISBN: 960-8132-06-01.

Απόσπασμα από το 3ο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Έχασε ο κόσμος τη μαγεία του;» [σε αγκύλες οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου]: 

(…)[σελ.42] Ο δημοκρατικός άνθρωπος – σε αντίθεση με το καπιταλιστικό είδωλο του- κατασκευάζει το μυστήριο στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και όχι τόσο στη σχέση του με τα πράγματα. Ως προς αυτό παραμένει θεμελιωδώς χριστιανός: αν το παγανιστικό μυστήριο είναι φυσικό ή οντολογικό -αστρικό, γαλαξιακό, νεραϊδοβακχικό, αριθμοσοφιστικό- το μυστήριο με την χριστιανική έννοια του όρου είναι ηθικό και αγαπητικό. Δεν παράγεται από μια συναρπαστική κοσμολογική ή μεταφυσική αλήθεια αλλά από την αλήθεια του αγαπημένου, τη μηδέποτε κτησθείσα, την απεριχώρητη και αστάθμητη. Αντίθετα η ειδωλολατρεία του μυστικού και μαγικού δεν περιλαμβάνει παρά δύο όρους: τον εαυτό και τα πράγματα, το εγώ και το σύμπαν μέσα στο οποίο στοιβάζονται οι “άλλοι” άνθρωποι σαν δείγματα μιας κοσμικής πανίδας και χλωρίδας πλάι στα φυτά, στις θάλασσες, στους εξωγήινους, στα κουάρκς και στα νετρόνια.

[σελ.43] Για τη δημοκρατική σοφία το μυστήριο βρίσκεται με τη σειρά του στη μεσίτευση, όχι στην αμεσότητα. Δεν επικεντρώνεται στον ένα ή στον άλλο αλλά στη σχέση τους, σε αυτό που διαφεύγει από τους δυο, στην ακριβή και πολύτιμη τρίτη διάσταση. Είναι μια αλήθεια τριαδική και γι’ αυτό τραγική. Ο χορός στην αρχαία τραγωδία, το Άγιο Πνεύμα στη χριστιανική εμπειρία, ο “αφηγητής” στο σύγχρονο μυθιστόρημα, οι ενδιάμεσοι σταθμοί ελέγχου στη νεότερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τι άλλο είναι παρά ενσαρκώσεις αυτού του τριαδισμού που εισάγει το μυστήριο και το δράμα της ενσάρκωσης; Η μεσιτεία (η ενσάρκωση) είναι συγχρόνως πόνος και ελευθερία, έλλειψις και πλήρωσις, στρέφεται διψασμένη προς την αλήθεια αλλά ποτέ δεν την κατέχει πλήρη και αρτιμελή.

Η ανθρωπιστική σοφία μπορεί να συνοψιστεί σε μια μόνο λέξη: ενσάρκωση. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα πρέπει να κατοικήσουμε το τραγικό, όχι να το μισήσουμε ούτε να το αρνηθούμε για το Τέλειο. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα μας λείπει πάντοτε το “όλον σώμα”, το όλον της αλήθειας, το όλον της ευτυχίας, το όλον της υγείας, το όλον του ανθρώπου και του αγαπημένου. Αυτό δεν υπονοεί πως δοξάζουμε την αρνητικότητα και τη μοναξιά των διαφορών ή των ελλείψεων. Κάθε άλλο. Η ανθρωπιστική σοφία κατανοεί απλώς πως δεν υπάρχει ενσάρκωση δίχως πάθος και έλλειψη. Ενώ σε κάθε μονιστική σο- [σελ.44] φία (οντολογική, θεολογική ή πολιτική) περιφρονείται η αλήθεια της ενσάρκωσης: δοξάζεται η αρμονία δίχως ελλείψεις, η αφθονία της παραγωγής, η πλήρης κοινωνία, η μεγιστοποιημένη επίδοση.

Υπερασπίζομαι την ιουδαιοχριστιανική και ελληνοδυτική σοφία στην ποικιλία και στον εσωτερικό πλούτο της, με όλες της τις αντιθέσεις και ετερότητες: αυτό σημαίνει πως αναγνωρίζω στα σπουδαιότερα έργα του ευρωπαϊκού και μεσογειακού πολιτισμού την πικρή και ζείδωρη αλήθεια της ενσάρκωσης. Με αυτή την έννοια μπορώ να υποδεχτώ στην παράδοση μου παρουσίες τόσο διαφορετικές και “ξένες” μεταξύ τους όπως τον ιουδαϊκό νόμο, το αρχαιοελληνικό δράμα, το χριστολογικό μήνυμα, τη νεωτερική φιλοσοφία, την πολιτική δημοκρατία, την ψυχαναλυτική έρευνα, το μυθιστόρημα, το δίκαιο και την κριτική του, την επιστημονική ερώτηση και τη μεταφυσική αντερώτηση.

Σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές κάτι πραγματώνεται και κάτι λείπει, έτσι ώστε να ανοίγεται η δυνατότητα της αντίστασης, της απορίας, της αγωνίας. Αυτό το αγωνιώδες και αγωνιστικό πνεύμα που αποστραγγίζεται στη θρησκεία της εποχής, σε τούτο το μείγμα δεισιδαιμονίας και υπερκαπιταλιστικής ειδωλολατρείας, είναι αυτό που συνοδεύει το μενού της παγκοσμιοποίησης.

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ.42-44 (απόσπασμα)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί χρόνου και ιστορίας]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                                 [από το project «Colors of memory»]

Υπάρχει κάτι στην παρούσα στιγμή της Ιστορίας που πυκνώνει τον χρόνο, ένα κομβικό σημείο: Σαν να μη μπορούμε να πάμε ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί εθνολαϊκισμού]

Σχολιάστε

        φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                       [από το project «Colors of memory»]

Ο εθνολαϊκισμός λειτουργεί όπως οι φοβίες: δεν εξαφανίζονται, απλά, μετατοπίζονται.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Ο John Gray για τη σύζευξη αθεϊσμού και ψευδοεπιστήμης στον Ρ. Ντόκινς

Σχολιάστε

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019,ISBN: 978-618-5077-43-3.

(…) Εάν η λατρεία της επιστήμης του Κοντ δημιούργησε κατά τον 19ο αιώνα ένα υποκατάστατο θρησκείας μαζί με την ψευδοεπιστήμη της φρενολογίας, ο Ντόκινς και οι οπαδοί του έχουν διανθίσει το δαρβινισμό με την ψευδοεπιστήμη των μιμιδίων – δηλαδή τις μονάδες πληροφορίας που ανταγωνίζονται για την επιβίωση σε μια διαδικασία φυσικής επιλογής σαν αυτή που λειτουργεί στα γονίδια. Όμως τα μιμίδια δεν είναι φυσικές οντότητες, όπως τα γονίδια. Δεν έχει βρεθεί κανείς μηχανισμός μέσω του οποίου τα μιμίδια θα μπορούσαν να αντιγράφουν τον εαυτό τους και να μεταδίδονται εντός ενός πολιτισμού ή μεταξύ πολιτισμών. Χωρίς κάποια μονάδα ή μηχανισμό επιλογής, η θεωρία των μιμιδίων δεν είναι καν θεωρία. (…)

(…) Τα μιμίδια είναι σαν τα λογικά άτομα του Βίτγκενσταϊν, θεωρητικές κατασκευές για τις όποιες δεν υπάρχει κανένα πειστικό παράδειγμα. (…) Ανυπόστατα σαν το φλόγιστο, τα μιμίδια εισάγονται ως έννοια με μοναδικό στόχο να στηρίξουν την ιδέα ότι η εξέλιξη εξηγεί τα πάντα.

Κάθε φορά που ο αθεϊσμός εμφανίστηκε ως οργανωμένο κίνημα στη νεωτερική εποχή, πάντοτε συμμάχησε με την ψευδοεπιστήμη. (…)

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019, σελ. 33-35 (απόσπασμα)

Π. Κονδύλης – Ε.Χ. Γονατάς: Εκλεκτικές συγγένειες

Σχολιάστε

Συλλογικό, 5 οικουμενικοί Έλληνες στοχαστές: Αξελός, Καστοριάδης, Κονδύλης, Πουλαντζάς, Σβορώνος, εκδόσεις Η εφημερίδα των συντακτών και Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, ISBN: 978-960-9797-27-6.

Π. Κονδύλης – Ε.Χ. Γονατάς: Εκλεκτικές συγγένειες

«Είναι αυτός ο φουσκωμένος διάνος φιλόσοφος;»

«Είδες που έχω δίκιο για τα ψώνια που μαζεύεις;»

του Αιμίλιου Καλιακάτσου

Εκείνη τη μέρα, 12 Οκτωβρίου 1983, στις 2 το μεσημέρι περίμενα στο τυπογραφείο τον Κονδύλη να πάρει διορθώσεις του βιβλίου, στη σειρά της «Γνώσης» που διηύθυνε, και να δει επί τόπου δοκίμια του εξωφύλλου. Το ραντεβού είχε οριστεί 6 μήνες νωρίτερα. Γερμανική συνέπεια και εκνευριστική ακρίβεια, χρόνια τώρα. Ημουν, βεβαίως, έτοιμος – κι ας τολμούσα να κάνω αλλιώς. Νωρίτερα, στις 11, θα κατέφθανε ο Γονατάς να ρίξει μια ματιά στις τελευταίες (;) διορθώσεις του βιβλίου του. Οι ώρες ταίριαζαν και για τις δυο δουλειές. Ομως, κι αυτό καθόλου ασυνήθιστο, ο Νώντας αντί για τις 11 ήρθε με «ολίγη καθυστέρηση» στις 2 παρά τέταρτο. Καθώς του ’φτιαχνα καφέ, ευχόμουν ο Τάκης να καθυστερήσει. Δουλειά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο δεν μπορούσε να γίνει.

Δύο ακριβώς άνοιγε η πόρτα και χαιρετώντας με εκ του μακρόθεν ανέκραξε, με το γνωστό τρανταχτό, μεταδοτικό του γέλιο: «Χαίρε, λευκέ νέγρε!». Οταν ερχόταν από τη Χαϊδελβέργη μάς στόλιζε, καθώς μας έβρισκε συγκεντρωμένους να τον περιμένουμε, με τα παρόμοια. Το καλοκαίρι το περνούσε στη Γερμανία, γιατί έλειπαν οι Γερμανοί σε διακοπές, και ξεχειμώνιαζε στην Αθήνα καθώς είχαν επιστρέψει. «Χαίρε ευδαίμων Αραβία! Περνάτε, ευθύς αμέσως, από τη θερινή ραστώνη στη χειμερία νάρκη» και άλλα ανάλογα, γελώντας σύγκορμος. Μας πονούσε, αλλά δεν είχε κι άδικο.

Βρέθηκα σε δύσκολη θέση για την άκαιρη συνάντηση. Στην αμηχανία μου τα θαλάσσωσα στις συστάσεις. «Ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης» στον Νώντα, «Ο ποιητής Εψιλον Χι Γονατάς» στον Τάκη.

Ο Νώντας γινόταν έξαλλος όταν άκουγε «φιλόσοφος». «Πάψε, βρε πουλάκι μου, αυτοί τριχοτομούν την τρίχα. Γράφουν για να συλλέξουν μόρια στην πανεπιστημιακή τους καριέρα. Φλυαρίες που δεν αφορούν κανέναν. Ο τελευταίος φιλόσοφος που διαβάζω ξανά και ξανά είναι ο Σοπενάουερ». «Μαζεύεις εδώ όλα τα ψώνια, ποετάστρους της συμφοράς. Επειδή δεν μπορούν να γράψουν συγκροτημένα δέκα αράδες καταλογάδην, κάνουν ποιήματα με ασυναρτησίες και τρισάθλια ελληνικά και τα δικαιολογούν ως ποιητικές άδειες. Αδειο είναι το κεφάλι τους».

Αρπάχτηκαν για τα καλά, βεβαίως με «αστική ευγένεια», λόγω ανατροφής. Ο Τάκης έφυγε πριν της ώρας του, κατακόκκινος από θυμό, χωρίς καν να μας χαιρετίσει.

«Είδες που έχω δίκιο. Είναι αυτός ο φουσκωμένος διάνος φιλόσοφος; Να τη βράσω την πολυξεροσύνη και γλωσσομάθειά του. Δεν αντιλαμβάνεται απολύτως τίποτα».

Την επαύριο ήρθε ο Τάκης να πάρει τα δοκίμια. «Είδες που έχω δίκιο για τα ψώνια που μαζεύεις; Και το μεγαλύτερο είναι αυτός ο Εψιλον Χι».

Κάνα μήνα αργότερα, στο τυπογραφείο, Σάββατο μεσημέρι για την καθιερωμένη κρασοκατάνυξη και τα συναφή. Συνήθεια χρόνων. Συνέπεσαν οι δυο τους χωρίς να ανταλλάξουν καν χαιρετισμό. Γρήγορα έδεσαν τα «πηγαδάκια». Οι «φιλολογούντες» στον κύκλο του Γονατά και οι «φιλοσοφούντες» στου Κονδύλη. Οι πρωταγωνιστές έδειχναν εμφανώς να «αδιαφορούν» παντελώς ο ένας για τον άλλον. Υποτίθεται. Με την άκρη του ματιού και τα αυτιά τσιτωμένα παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στη διπλανή παρέα. «Κύριε Κονδύλη, για ποιον Γιούγκερ μιλάτε;». «Μα για τον Ερνστ, κύριε Γονατά». «Τον ξέρετε; Εχω τα Απαντά του, σε γαλλική μετάφραση. Τον λατρεύω». «Είναι φίλος μου. Τον επισκέπτομαι συχνά. Η πολίχνη που διαβιοί είναι κοντά στη Χαϊδελβέργη. Εχουμε και αλληλογραφία». «Και είναι πράγματι 88 χρονών, κυκλοφορεί με ποδήλατο και καπνίζει 4 πακέτα άφιλτρα τσιγάρα;». «Ακριβώς. Βλέπω γνωρίζετε λεπτομέρειες!».

Ολοι μας ακούγαμε το όνομα του Γερμανού συγγραφέα πρώτη φορά. Στα ελληνικά δεν είχε, μέχρι τότε, κυκλοφορήσει τίποτε. Οι κύκλοι όμως παρέμεναν άτμητοι. Σε λίγο: «Ακουσα, κύριε Γονατά, να αναφέρεσθε με θαυμασμό στον Γκριλπάρτσερ. Σπουδαίος. Τον αναγιγνώσκω μετ’ ευχαριστήσεως».

Μετά από κάμποσα τέτοια οι κύκλοι ενώθηκαν. Τα «κύριε» ευθύς παραμερίστηκαν και, πράγμα απρόσμενο για τις πεποιθήσεις και των δύο, αντικαταστάθηκαν με τα τρυφερά «Τάκη μου», «αγαπητέ μου Νώντα». Δεν υπήρχε περιοχή της Τέχνης που να μην κατείχαν και τις υποσημειώσεις. Λάτρευαν τον Μπονιουέλ, τον Σκριάμπιν, τον Αϊβαζόφσκι, τον Λεσκώφ, τον Σολωμό, τους Ρώσους παντός καιρού και εποχής (ο Τάκης τους διάβαζε στο πρωτότυπο), τη νεοελληνική παραλογοτεχνία (Ιωάννη Σκουτερόπουλο, Αγγελο Τσουκαλά, Αριστείδη Κυριακό…), τους βυζαντινούς υμνωδούς (έψαλαν παρέα, όχι βεβαίως σε εκκλησία) και ό,τι άλλο βάλει ο νους.

Ο Κονδύλης αρκετές φορές μας είχε κεραυνοβολήσει: «Την ουσία του έργου μου μόνον ο Γονατάς έχει σε βάθος κατανοήσει, που δεν με διαβάζει κιόλας». «Τάκη μου, αυτά τα απέραντα πονήματά σου δεν τα μπορώ. Ανιώ αφάνταστα. Τ’ άλλα όμως, Παβέζε, Λίχτενμπεργκ, Σαμφόρ, Ριβαρόλ και τα σχετικά τα μελετώ εξονυχιστικώς». Οι εκλεκτικές τους συγγένειες, γειτόνευαν και τα σπίτια τους —στην Κηφισιά ο ένας, στον Κοκκιναρά ο άλλος—, δημιούργησαν ξεχωριστή, εγκάρδια φιλία. Είχαν διαβάσει τα ίδια βιβλία, συγκινηθεί με παραπλήσιες ουράνιες μουσικές, συναπαντηθεί με εξαίσιους θιάσους. Για τον μόνο άνθρωπο που με ρωτούσε ο Τάκης τι κάνει, στα πυκνά τηλεφωνήματά του από τη Γερμανία, ήταν ο Νώντας. «Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα συναντούσα στην καθ’ ημάς Ανατολή έναν αληθινά καλλιεργημένο άνθρωπο σαν τον Γονατά. Να μου τον ασπασθείς αλά ρωσικά». Ο Γονατάς δεν σήκωνε το τηλέφωνο παρά μόνο αν χτυπούσε με μυστικό σήμα. Συχνά τα μπέρδευε τα συνωμοτικά και δεν το σήκωνε καθόλου. Εχουμε περάσει ώρες πολλές με γέλια, αθώα πειράγματα εκατέρωθεν και καλή καρδιά, αλλά και συζητήσεις απροσμέτρητης ευφορίας.

Ο Νώντας, όταν πέθανε ο Τάκης (θλίψη ασήκωτη), στο γραφείο του κορνίζωσε και τοποθέτησε δίπλα στις φωτογραφίες του Τσέχωφ και του Φλωμπέρ (τους δασκάλους του, όπως έλεγε) και εκείνη του Τάκη, χαρισμένη από τον ίδιο τον Κονδύλη, μετά από φορτικές παρακλήσεις του Εψιλον Χι. Χειρονομία μία και μοναδική.

Συλλογικό, 5 οικουμενικοί Έλληνες στοχαστές: Αξελός, Καστοριάδης, Κονδύλης, Πουλαντζάς, Σβορώνος, εκδόσεις Η εφημερίδα των συντακτών και Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, σελ. 111-114.

Ο Υβ Λε Μανάκ για τη γραφή

Σχολιάστε

 

Υβ Λε Μανάκ, Ο κήπος: η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, μετάφραση:  Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Αθήνα 2001.

(…)Έπειτα από πέντε χρόνια σ’ αυτή την εμπειρία, συνειδητοποιώ πως όταν αφιερώνεσαι στο γράψιμο τακτικά και έντονα – γράφοντας περνάω τον ίδιο χρόνο που περνούσα δουλεύοντας στο εργοστάσιο σαν μανταδόρος (άρα οι αποζημιώσεις του ανέργου πιάνουν τόπο!) -, γίνεσαι πιο απαιτητικός από το εαυτό σου. Ψάχνεις τις λέξεις, το λεξιλόγιο σου εμπλουτίζεται, ο χρόνος βαθαίνει και ο χώρος διευρύνεται. Το γράψιμο μας παρέχει μια ιδέα του απείρου και της αιωνιότητας, μας μετασχηματίζει. (…)

Υβ Λε Μανάκ, Ο κήπος: η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, μετάφραση:  Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Αθήνα 2001,σελ. 107 (απόσπασμα)

Χρήστος Γιανναράς, [Περί σχέσης]

Σχολιάστε

Χρήστος Γιανναράς, Για το «νόημα» της πολιτικής, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-572-283-8.

(…) Η σχέση έχει απεριόριστη γνωστική δυναμική, συνεχώς συντελούμενη και ουδέποτε περατούμενη, ενεργά κατορθούμενη και ουδέποτε εξαντλούμενη. (…)

Χρήστος Γιανναράς, Για το «νόημα» της πολιτικής, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2019, σελ. 67.

***

(…)Σχέση είναι εκείνη η γνωστική πρόσβαση στην πραγματικότητα, που πραγματώνεται ως ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα, επομένως από κάθε σκοπιμότητα. (…)

Χρήστος  Γιανναράς, ό. π., σελ. 74

Μανώλης Πιμπλής: Υψηλές προσδοκίες, φρούδες ελπίδες (για το βιβλίο των Ζygmunt Bauman-Thomas Leoncini «Γεννημένοι ρευστοί»)

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman – Thomas Leoncini, Γεννημένοι ρευστοί: μεταμορφώσεις της τρίτης χιλιετίας, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-16-8116-0.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, συνομιλώντας με τον Ιταλό δημοσιογράφο Τόμας Λεοντσίνι, περιγράφει όψεις του τρόπου ζωής των Millennials, των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά το 1980, και που συχνά ονομάζονται «Γενιά Υ». Ο μεγάλος Πολωνός στοχαστής στο τελευταίο του κείμενο μιλάει για το πώς η Γενιά Υ σχετίζεται με το σώμα της, με τα κοινωνικά δίκτυα και με τις μεταμορφώσεις της δημόσιας σφαίρας. Ο Μπάουμαν επισημαίνει και σχολιάζει μερικά φαινόμενα της δεύτερης ή «ρευστής» νεωτερικότητας, όπου τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές και όπου οι ανθρώπινες σχέσεις στηρίζονται στο «δίκτυο» – και εξάλλου περιγράφονται ως «δικτύωση». Το Γεννημένοι ρευστοί είναι κατά κάποιο τρόπο και μια μικρή εισαγωγή στο έργο του Μπάουμαν περί καταναλωτικής κοινωνίας -ως μηχανισμού κατασκευής απορριμμάτων (τόσο αντικειμένων όσο και ανθρώπων)-, περί διαδικτύου -ως μηχανισμού ψευδών σχέσεων- καθώς και γενικότερα περί σύγχρονου κράτους και παγκοσμιοποίησης.

***

Παραθέτουμε την κριτική του Μ. Πιμπλή που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 30/6/2019: 

Υψηλές προσδοκίες, φρούδες ελπίδες

Σύμφωνα με μια έρευνα στις ΗΠΑ, το 47% των πολιτών, εκεί, της γενιάς των λεγόμενων Millenials (είναι αυτοί που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000) έχουν τατουάζ. Αλλά και το 36% της προηγούμενης γενιάς, στις ΗΠΑ πάντα, δηλαδή των γεννημένων από το 1965 μέχρι το 1980 -αυτή είναι η λεγόμενη γενιά Χ-, επίσης έχει τατουάζ. Αντίθετα το ποσοστό περιορίζεται στο 13% στους Baby Boomers, δηλαδή στους γεννημένους την εικοσαετία 1944-1964.
Εκτός του ότι σε λίγα χρόνια θα γεμίσουμε συνταξιούχους με τατουάζ, το εύρημα δηλώνει πολλά παραπάνω.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι η επιβεβαίωση ότι η έννοια της «κοινότητας», που ήταν άλλοτε πολύ ισχυρή άρχισε εδώ και πολλά χρόνια – όπως το είχε προαναγγείλει ο σπουδαίος ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ – να υποχωρεί και να περιθωριοποιείται στο χώρο της σκέψης και της κοινωνικής πρακτικής, και στη θέση της αναδύθηκε η έννοια της «ταυτότητας» και η «αναγνώριση του εαυτού». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι δύο έννοιες δεν συνυπάρχουν. Η μεταξύ τους διαλεκτική, μάλιστα, λέει ο άλλος σπουδαίος στοχαστής που χάθηκε πρόσφατα, ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, παράγει ούτε λίγο ούτε πολύ τη μόδα.
Το σώμα, λέει ο Μπάουμαν, είναι όλο και περισσότερο το μέρος όπου τοποθετούνται τα σημάδια των ελπίδων και των προσδοκιών. Εκεί αποτυπώνονται δυσεπίλυτα διλήμματα, λ.χ. ανάμεσα στο «ανήκειν» και στην αυτοεπιβεβαίωση, στη μονιμότητα και την ευελιξία, εκφράζοντας ταυτόχρονα πρόθεση σταθερότητας και ελευθερία επιλογής. Και ενώ το ρούχο είναι απολύτως παροδικός συμβολισμός ταυτότητας (που αλλάζει ανά πάσα στιγμή), το τατουάζ δηλώνει μονιμότερη δέσμευση. Και όλα αυτά παρόλο που ήδη ο Μποντλέρ, το 19ο αιώνα, έλεγε πως οι τρόποι συναγωνισμού στο επίπεδο της εξωτερικής εμφάνισης δεν είναι παρά μια προσπάθεια να αιχμαλωτιστεί η αιωνιότητα σε μια φευγαλέα στιγμή.
Φαίνεται πάντως ότι οι ουλές και τα τατουάζ εκφράζουν μια βαθιά και αντιφατική σχέση ανάμεσα στην επιφάνεια και τη σοβαρότητα, τον πόνο και την απόλαυση της αυτοεπιβεβαίωσης, τη συλλογική και την ατομική ταυτότητα. Ειδικά ο πόνος της εγχάραξης, δηλώνει ταυτόχρονα έμπρακτη έκφραση μιας ατομικής ελευθερίας επιλογής και διάθεση ένταξης σε μια ομάδα με κοινές πεποιθήσεις με όρους σταθερότητας.

Surface και surfing

Αυτά -και όχι μόνο- αποτελούν θέμα συζήτησης μέσω ανταλλαγής e-mail ανάμεσα στον Ζίγκμουντ Μπάουμαν και έναν νεαρό Ιταλό δημοσιογράφο, τον Τόμας Λεοντσίνι. Είχε συμφωνηθεί ότι η εκτενής αυτή συνέντευξη – κατά την οποία καταθέτει σοβαρές απόψεις και ο Λεοντσίνι – θα δημοσιευτεί μετά το θάνατο του Μπάουμαν, ο οποίος συντελέστηκε το 2017. Πρόκειται δηλαδή για το κύκνειο άσμα του θεμελιωτή της θεωρίας της «ρευστής νεωτερικότητας» και ο Λεοντσίνι πιστεύει ότι, αν διάλεξε κάποιον τόσο νέο όσο αυτός για συνομιλητή, είναι για να δηλώσει ότι οι γενιές δεν (πρέπει να) παίζουν πια κανέναν απολύτως ρόλο στη δόμηση των επιχειρημάτων και την ερμηνεία του κόσμου.
Συνεχίζοντας πάνω στο ίδιο θέμα, και προεκτείνοντάς το στο πεδίο των αισθητικών επεμβάσεων, ο Λεοντσίνι επισημαίνει ότι το καινούριο στοιχείο είναι πως και πολύ νεαρά κορίτσια κάνουν αισθητικές επεμβάσεις, κάτι που στο παρελθόν ήταν αδιανόητο. Ο Μπάουμαν επισημαίνει το ζήτημα της λατρείας της επιφάνειας, είτε αυτό αφορά τις επεμβάσεις στην επιφάνεια του σώματος (surface) είτε την επιφάνεια του υπολογιστή και το σερφάρισμα (surfing). Υπερθεματίζει, μάλιστα, στην παρατήρηση του Λεοντσίνι ότι η αισθητική επέμβαση είναι συχνά και επίδειξη πλούτου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μια τέλεια φυσική κατάσταση, λαμπερή, αψεγάδιαστη, σημαίνει ευημερία, φουσκωμένο πορτοφόλι και ανώτερη κοινωνική θέση, ίσως ακόμα περισσότερο από τα ακριβά και επώνυμα ρούχα. Η υψηλότερη κοινωνική θέση που μαρτυρεί η προσεγμένη εμφάνιση συνοδεύεται από δημόσια εκτίμηση. Διακηρύσσει σε αλάνθαστη γλώσσα: “Έχω την οικονομική άνεση, σε αντίθεση με σένα καημένε! Βγάλε τα συμπεράσματά σου, κατάλαβε τη θέση σου και μείνε εκεί”».

Δωρεάν χώρος για υπονοούμενα και ψέματα

Ως προς το σερφάρισμα, πάντως, ο πωλονοεβραίος Μπάουμαν, καθηγητής πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι η πλειοψηφία των χρηστών του διαδικτύου δεν έλκεται από την είσοδο σε έναν κόσμο, αλλά από την ευκαιρία εξόδου από έναν άλλο. Δεν θέλει δηλαδή να επωφεληθεί από τον πλούτο της online γνωστικής πληροφορίας, όσο θέλει να ξεφύγει από τον offline κόσμο, τον πραγματικό κόσμο δηλαδή. Η βασική μάλιστα διαφορά που καθιστά το διαδίκτυο μια «ζώνη άνεσης», όπως λέει, είναι ότι από τον online κόσμο μπορείς να αποσυνδεθείς, ενώ από τον offline όχι.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που θίγεται ως προς το διαδίκτυο, είναι η υποτιθέμενη ή μη δημοκρατικότητά του. Ο Λεοντσίνι λέει ότι ο «κραυγαλέος» χαρακτήρας του διαδικτύου βρίσκεται πιο κοντά στον ολοκληρωτισμό παρά στη δημοκρατία. Και ο Μπάουμαν φαίνεται να συμφωνεί λέγοντας ότι το κύριο χαρακτηριστικό του διαδικτύου είναι ότι αποτελεί συνδυασμό υψηλών προσδοκιών και φρούδων ελπίδων. Υποσχέθηκε έναν «ιδανικό τόπο, δημοκρατικό» αλλά «σήμερα βιώνουμε κρίση της δημοκρατίας και επιδείνωση των ανισοτήτων και των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων. Αντί να διευρύνει την ποσότητα και να βελτιώνει την ποιότητα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, της αμοιβαίας κατανόησης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, έχει διευκολύνει τις πρακτικές απομόνωσης, διαχωρισμού, αποκλεισμού, εχθρότητας και διαμάχης. Προσφέρει δε σε όλους δωρεάν χώρο για υπονοούμενα, κουτσομπολιό, συκοφαντία, δυσφήμιση και ψέματα».

Η επανάληψη «ομαλοποιεί» το συγκλονιστικό

Ο Όσβαλντ Σπέγκλερ, ήδη πριν από έναν αιώνα ακριβώς, στη μνημειώδη «Παρακμή της Δύσης», έλεγε ότι ενώ «ο άνθρωπος του πνευματικού πολιτισμού στρέφεται προς τα μέσα, ο άνθρωπος του πρακτικού πολιτισμού στρέφεται προς τα έξω, στο χώρο μεταξύ των σωμάτων και των “γεγονότων”». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι κατ’ ανάγκην γραμμικά και απαισιόδοξα, όπως τα έβλεπε ο Σπέγκλερ. Αν και στο μεταξύ, κάτι που έχει συμβεί στην εποχή μας και που δεν έχει τίποτα το ευχάριστο, είναι ότι έχουμε εξοικειωθεί με πολλά εγκλήματα και εγκληματικές συμπεριφορές, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν καν σαφές κίνητρο – προς επίρρωσιν του λόγου περί ρευστότητας. Ο Μπάουμαν, αφού θυμίζει τις εμβληματικές ως προς αυτό ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε, επισημαίνει το στοιχείο της κοινοτοπίας του κακού που έφερε ο 20ός αιώνας και που έχει εγκατασταθεί για τα καλά στη ζωή μας: «όσο συγκλονιστικό και τρομακτικό είναι κάτι την πρώτη φορά που συμβαίνει, η μονοτονία της επανάληψης το “ομαλοποιεί”, το κάνει “τετριμμένο”. Το τετριμμένο, η κοινοτοπία, διασκεδάζει. Δεν σοκάρει». Ισχύει και για γεγονότα και για πρόσωπα…

Μανώλης Πιμπλής

http://epohi.gr/ypshles-prosdokies-froudes-elpides/

***

Απόσπασμα από τη σελίδα 37 του βιβλίου: 

[…] Η καταναλωτική οικονομία ακμάζει (ή έστω επιβιώνει) χάρη στο μαγικό κόλπο της μετατροπής της ευκαιρίας σε υποχρέωση ή, σύμφωνα με την ορολογία των οικονομολόγων, της προσφοράς σε ζήτηση. […]

Zygmunt Bauman – Thomas Leoncini, Γεννημένοι ρευστοί: μεταμορφώσεις της τρίτης χιλιετίας, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 37 (απόσπασμα)

Εκδήλωση-συζήτηση με θέμα: «Οι μεταμορφώσεις του έρωτα και της σχέσης του με τον νόμο» με αφορμή το βιβλίο του Νίκου Παρασκευόπουλου «Έρωτας και τιμωρία στην Ελλάδα» την Τρίτη 2/7/2019 στη Θεσσαλονίκη

Σχολιάστε

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, Παροντισμός και κοινωνική ανορεξία

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com

Ο σύγχρονος παροντισμός έχει ως σύμπτωμα την νευρική ανορεξία: καταβροχθίζουμε το κενό Παρόν.

 

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

[πηγή]

Older Entries