Πρόδρομος Μάρκογλου: Αυτοσχόλια, ποιητή και πολίτη

Σχολιάστε

b166312Πρόδρομος Μάρκογλου: Αυτοσχόλια, ποιητή και πολίτη
[Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Αυγή/ Αναγνώσεις: Κριτική βιβλίου, τεχνών και επιστημών, τεύχος 559/1.9.2013,σελ.8]
Θα ήθελα να σας δώσω πολύ σύντομα, να περιγράψω, το υπόβαθρο, το χρόνο και το χώρο, όπου τα ποιήματα και τα γραφτά μου βρήκαν έδαφος για να φανερωθούν. Και βέβαια όλα αυτά, που θα περιγράψω, δεν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τίποτε, μόνο να σημάνουν κάτι.
Λοιπόν.
Γέννηση Σεπτέμβρης του 1935, οι γονείς από τη Μικρά Ασία, η οικογένεια του πατέρα από την Υοσγάτη της Καππαδοκίας, η οικογένεια της μητέρας από την Τραπεζούντα και την Σαμψούντα του Πόντου. Μέσα στην οικογένεια μιλιούνται διάφορες γλώσσες Ελληνικά, Τούρκικα, Αρμένικα και μια διάλεκτος του Καυκάσου.
1940 Πόλεμος, στη συνέχεια Κατοχή. Στην Καβάλα, στην Ανατολική Μακεδονία διπλή κατοχή, Γερμανική και Βουλγαρική, τα εδάφη προσαρτώνται στο Βουλγαρικό κράτος, εγκατάσταση αποίκων για την αλλοίωση του πληθυσμού, ενθάρρυνση των μειονοτήτων, δεν υπάρχει Ελληνικό Δημόσιο, στην προσπάθεια να εξαφανισθεί οτιδήποτε το ελληνικό κλείνουν τα σχολεία, δεν λειτουργούν ελληνικά σχολεία σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, με κρύβουν για να μην πάω σε Βουλγαρικό σχολείο, μια γειτόνισσα και η μητέρα μου κρυφά μου μάθαιναν να διαβάζω. Πείνα, κρύο, θάνατοι, φόβος, αλλά νομίζω, πως ποτέ παιδιά δεν έζησαν τέτοια ασυδοσία ελευθερίας όσο τότε εμείς. Από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου τρέχαμε σε βουνά, σε θάλασσες, σε αλάνες, όμως γνωρίζαμε καλά και είχαμε συνείδηση τι σημαίνει πόλεμος  και τι αντίσταση στον εχθρό.

b112077

Σεπτέμβρης του 1944 ο ΕΛΑΣ μπαίνει στην Καβάλα, αυτοδιοίκηση, τραυματίζομαι από γερμανική χειροβομβίδα, ανοίγουν τα σχολεία, τα παιδιά της ηλικίας μου δεν γνωρίζουν καθόλου γράμματα, πηδώντας τις τάξεις μέσα σε τρεις μήνες φτάνω στην τετάρτη Δημοτικού, Φλεβάρης του 1945 η συμφωνία της Βάρκιζας, κλείνουν και πάλι τα σχολεία τέλος Μαρτίου, σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν οι Εγγλέζοι και μαζί τους Ινδοί, Αυστραλοί, Νοτιοαφρικανοί και από πίσω το επίσημο Ελληνικό Κράτος, ανοίγουν και πάλι τα σχολεία το φθινόπωρο.
 Φοβερές ελλείψεις, δύσκολα χρόνια, χρόνια μίσους. Στη συνέχεια ο Εμφύλιος.
***
    Η Καβάλα σχεδόν για έναν αιώνα, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1950 υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας καπνού. Με αυξομειώσεις είχε 15000 καπνεργάτες σε πληθυσμό περίπου 42000. Όμως αφού κατά παράδοση οι καπνεργάτες ήταν σχεδόν όλοι αριστεροί αυτό σήμαινε δρακόντεια μέτρα, σήμαινε τρομοκρατία. Γι’ αυτό μετά τον Εμφύλιο γίνεται προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμού, μια δεκαετία με σκληρούς αγώνες και απεργίες κλονίζουν την πόλη, εκ των υστέρων σκέφτεσαι αυτοί οι άνθρωποι πώς σήκωσαν τέτοια βάρη. Έτσι το 1953 με τον περίφημο νόμο Γονή διαλύεται το καπνεργατικό επάγγελμα και κορυφώνεται η κρίση το 1958-1960, τότε που γενικεύεται η επεξεργασία των καπνών με μηχανές. Η Καβάλα μετά το 1960 δεν υπάρχει πλέον, η ανεργία και η μετανάστευση συρρικνώνουν κάθε ικμάδα. Στην συνέχεια δημιούργησαν μιαν άλλη πόλη.
***
    Δύσκολη και στεγνή Εποχή. Δεν υπάρχουν βιβλία, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες, η μόνη επαφή με καλλιτεχνικά έργα είναι κάποιες κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και ο κινηματογράφος είναι απαγορευμένος, ο παιδονόμος γυρίζει και καταγράφει: 7.30 πρέπει να κλειστούμε στο σπίτι. Τα μοναδικά βιβλία βρίσκονται στο Κατηχητικό, στο Βρετανικό Συμβούλιο και στη βιβλιοθήκη του Κέντρου της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ήμασταν στερημένοι από τα πάντα.
    Το 1953 τελείωσα το Γυμνάσιο, 1954-1958 βρίσκομαι στην Αθήνα, σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, διαμονή σε φοιτητική στέγη, δυσκολίες και στερήσεις, αλλά για πρώτη φορά υπάρχει μια τεράστια βιβλιοθήκη για διάβασμα, για άπληστο διάβασμα.
    Το 1955 ο ποιητής Γ.Ξ.Στογιαννίδης με φέρνει σε επαφή με τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Μίλτου Σαχτούρη, η συνάντηση ήταν καθοριστική.
    Το 1956 σύνδεση με την Αριστερά. Το 1958  αναγκαστική επιστροφή στην Καβάλα.
***
    Ζώντας αυτά που σας περιέγραψα, μετά από δέκα χρόνων πειραματισμών κι αναζητήσεων, δημοσίευσα για πρώτη φορά ποίημά μου στην εφημερίδα ΕΡΕΥΝΑ της Καβάλας, τον Αύγουστο του 1958, με το  ψευδώνυμο Π. Χ. Μαρτάκος. Σκέφτομαι πως ο συγγραφέας, όπως όλοι οι άνθρωποι, ζει κι αυτός τον Ιστορικό χρόνο αλλά και τον υποκειμενικό του χρόνο. Οι δύο χρόνοι συγχωνεύονται μέσα στον λόγο του συγγραφέα  σε προσωπικό μύθο. Γιατί η μνήμη μετατρέπει την πραγματικότητα σε Μύθο καθώς την μπολιάζει με το περιεχόμενο του χρόνου. Έτσι, το βιωματικό υλικό, φιλτραρισμένο μέσα από το υλικό σώμα του συγγραφέα, αναδύεται και πάλι σαν γλώσσα. Μια γλώσσα που συνθέτει, σημαίνει και αφηγείται μύθους που ερμηνεύουν τον κόσμο. 
      Το 1959 αρχίζω εργασία σε μεγάλη εξαγωγική εταιρεία καπνών, εκεί πια στην πράξη και όχι στη θεωρία αποδεικνύεται τι σημαίνει διεθνές κεφάλαιο, ελληνικό κεφάλαιο και εξαρτημένη εργασία.
Το 1962 εκδίδω, σε ιδιωτική έκδοση, τα πρώτα μου ποιήματα, σε  μικρή πλακέτα, με τίτλο Έγκλειστοι με την ενθάρρυνση του ποιητή Γ. Ξ. Στογιαννίδη και στο εξώφυλλο ένα σχέδιο με κάρβουνο δικό μου.
***
Να κλείσω με μια ανακεφαλαίωση:
Ανήκω στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, με συμβατικούς προσδιορισμούς, σ’ αυτούς που γεννήθηκαν κάπου μεταξύ 1930-1940 και πρωτοδημοσίευσαν κάπου μεταξύ 1951-1967, χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Τους ποιητές της γενιάς μου προσδιορίζει ο πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, αλλά η ωρίμανση αρχίζει μέσα στη μισαλλόδοξη περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους που εδραιώνεται μετά την ήττα της Αριστεράς. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας ακόμη εκεί έχει της ρίζες της. Οι ποιητές της γενιάς μου αναγκάσθηκαν, από τις συνθήκες, σε μια αναδίπλωση για να επιβιώσουν ακόμη και βιολογικά μέσα στην καθημαγμένη εποχή, μέσα στην ερήμωση, γι’ αυτό και δεν ομαδοποιήθηκαν, δεν δημιούργησαν κοινά εκφραστικά μέσα, κοινούς χώρους. Υπάρχουν σαν μοναχικές φωνές. Κοινό τους χαρακτηριστικό η στέρηση για τα πράγματα της ζωής, ένα αίσθημα μόνωσης, η τραγική αντίληψη του κόσμου. Δεν είχαν ποτέ το αίσθημα του κορεσμού, της σπατάλης, την πολυτέλεια του περιττού, δεν είχαν τίποτε δικό τους, ή είχαν πολύ αργά για να το απορρίψουν. Σε μια εποχή διάψευσης προσδοκιών και οραμάτων, θέλοντας να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους, αρνήθηκαν την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα με γνώση και δεν πήραν μέρος στην κοινωνική διαρπαγή της καινούργιας Εποχής.
Ήταν λοιπόν μια εποχή με στερήσεις και αφανισμούς. Πλούσια όμως σε γεγονότα, σε ανθρώπινα αισθήματα και οράματα. Πλούσια σε συντροφικά βιώματα. Οι ποιητές της γενιάς μου σήκωσαν τις φτωχές τους λέξεις και πορεύτηκαν στην έρημο της Εποχής. Ακόμη πορεύονται.
***
     Γράφοντας λοιπόν κατέληξα πως έπρεπε να δέσω το ιδιωτικό με το δημόσιο, το υπαρξιακό με το κοινωνικό, γιατί έτσι θα μπορούσα να μιλήσω για τον κόσμο και μιλώντας για τους άλλους ίσως θα τολμούσα να βρω τον τρόπο να μιλήσω και για τον εαυτό μου.
b160009
 
Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ 
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
κι οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο,
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο. 
Η ψυχή μας
              τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους, 
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.
[Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε εκδήλωση που οργάνωσε το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Καλαμαριάς και το περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ του Γιώργου Κορδομενίδη για τον συγγραφέα Πρόδρομο Χ. Μάρκογλου]

Γιώργος Κοροπούλης, Μεγάλου Βασιλείου: Ομιλία προς τους πλουτούντας (μεταγραφή)

Σχολιάστε

ployt-avgi

Μέγας Βασίλειος, Ομιλία προς τους πλουτούντας, μεταγραφή: Γιώργος Κοροπούλης, ένθετη έκδοση της εφημερίδας Η ΑΥΓΗ, αρ.φυλ. 11599, Αθήνα 5-6 Ιανουαρίου 2013, σσ.32. [Για το  πρωτότυπο της ομιλίας πιέστε εδώ].

korop

Η σελ. 17 της ένθετης έκδοσης

Σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας  Η ΑΥΓΗ διαβάζουμε:

Η «Προς τους πλουτούντας» ομιλία του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου (330 περίπου – 378 μ.Χ.)  εναλλάσσει τον λίβελο κατά της άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου μ’ ένα απροσχημάτιστο κήρυγμα κοινοκτημοσύνης. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, ο Βασίλειος έχει συμπυκνώσει την κοινωνική του δράση σ’ ένα συγκρότημα που ανήγειρε ξοδεύοντας τη δική του περιουσία, όση δεν είχε μοιράσει κιόλας στους φτωχούς. Το έργο συνομιλεί, με τον τρόπο του, με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Παραθέτουμε  αποσπάσματα από την εξαιρετική μεταγραφή του Γιώργου Κοροπούλη:

[…] Ώστε όποιος αγαπά σαν τον εαυτό του αυτόν που είναι πλάι του δεν κατέχει τίποτα παραπάνω απ’ αυτόν που είναι πλάι του. Κι εσύ δείχνεις να έχεις πολλά. Από που; Προφανώς επειδή η δική σου απόλαυση σου φάνηκε προτιμότερη απ’ το να παρηγορείς τους πολλούς. Όσο όμως πλεονάζουν τα πλούτη σου, τόσο σου λείπει η αγάπη.[…] (σελ. 6-7)

***

[…]Ξέρω πολλούς που νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν και δείχνουν όλη την ανέξοδη ευλάβεια, σ’ όσους θλίβονται όμως δεν δίνουν δεκάρα. Τι τους ωφελεί η υπόλοιπη αρετή; […](σελ.11).

***

[…]Γιατί όσοι αγαπούν το χρυσό, χαίρονται να τους δένουν, φτάνει να’ ναι οι χειροπέδες χρυσές. […] (σελ. 13).

***

[…] Όταν μπαίνω στο σπίτι νεόπλουτου που μεγαλοπιάνεται και το βλέπω γανωμένο παντού με λουλούδια, ξέρω πως δεν κατέχει τίποτα πολυτιμότερο απ’ όσα φαίνονται, αλλά στολίζει τα άψυχα και έχει αστόλιστη την ψυχή. Πες μου, τόσο πια απαραίτητα είναι τα αργυρά κρεβάτια και τα αργυρά τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια. ώστε για χάρη τους τα πλούτη να μην περνούν στους φτωχούς, μολονότι χιλιάδες στέκουν έξω απ’ την πόρτα σου και κάθε εξαθλιωμένου ακούς τη φωνή; Όμως εσύ αρνείσαι να δώσεις, γιατί λες πως ποτέ δεν θα έφτανε για όλους όσοι ζητούν. Και με τη γλώσσα ορκίζεσαι, αλλά σ’ ελέγχει το χέρι σου. Γιατί σιωπώντας το χέρι διαλαλεί πως λες ψέματα, καθώς η πέτρα του δαχτυλιδιού σου το κάνει ν’ αστράφτει. Πόσους θ’ απάλλασσε ένα δαχτυλίδι σου  απ’ τα χρέη τους; Πόσα σπίτια που καταρρέουν θ’ ανόρθωνε;[…] (σελ. 14)

***

[…] Γιατί όπως οι μέθυσοι βρίσκουν αφορμή να πίνουν όσο τους βάζεις κρασί, έτσι και οι νεόπλουτοι, που απέκτησαν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, κι όσα προστίθενται τρέφουν την αρρώστια τους κι η φροντίδα γι’ αυτά φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα εντέλει[…] (σελ. 17).

***

[…] Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνο, δεν ξέρει σύνορα, δεν παραδέχεται τη σειρά της διαδοχής, αλλά μιμείται τη βία της φωτιάς ‘ όλα τα κατατρώει, σε όλα εξαπλώνεται.[…]Τίποτα δεν αντιστέκεται στη βία του πλούτου’ όλα υποκύπτουν στην τυραννία του, όλα ζαρώνουν κάτω απ’ την εξουσία του, έτσι που όποιος αδικήθηκε να σκέπτεται μάλλον πως δεν θα πάθει κι άλλο κακό παρά να ζητάει το δίκιο του για όσα έπαθε ήδη.[…] Αν αντιμιλήσεις, σε χτυπούν’ αν θρηνήσεις, σε καταγγέλλουν ότι εξύβρισες, και προσάγεσαι, και θα βρεθείς στο κελί. Κι οι συκοφάντες πανέτοιμοι, να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή σου. Θα είσαι ευχαριστημένος αν απαλλαγείς απ΄ όλα αυτά εκχωρώντας και κάτι παραπάνω εντέλει(σελ. 18-19).

Μέγας Βασίλειος, Ομιλία προς τους πλουτούντας, μεταγραφή: Γιώργος Κοροπούλης, ένθετη έκδοση της εφημερίδας Η ΑΥΓΗ, αρ.φυλ. 11599, Αθήνα 5-6 Ιανουαρίου 2013.