Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Αγάπη και ενοχή]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικόςhttps://lukasvasilikos.com/

Πολλές φορές αυτό που ονομάζουμε αγάπη δεν είναι παρά Ενοχή και επανόρθωση: για σκέψεις μίσους που κάναμε, για επιθυμίες, για ανυπόφορες ορμές εναντίον του Άλλου.

 

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

[πηγή]

Zygmunt Bauman, [Περί επιτελεστικής κοινωνίας]

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-618-5228-62-0.

(…) Η «επιτελεστική κοινωνία» είναι πρώτα και κύρια μια κοινωνία α τ ο μ ι κ ή ς επιτέλεσης, και μιας «κουλτούρας ατομικισμού που βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις του ατόμου» – στην οποία «η καθημερινή ζωή γίνεται επισφαλής / αβέβαιη», εξαναγκάζοντας το άτομο σε «μια μόνιμη κατάσταση ετοιμότητας» (…)

(…) Καταδικασμένο να αναζητά ιδιωτικά σχεδιασμένες και ιδιωτικά διαχειρίσιμες λύσεις σε προβλήματα που έχει γεννήσει μια κοινωνία η οποία παρέβη τις παλαιότερες υποσχέσεις της και τώρα υποχωρεί αμείλικτα από τη δεσμευτική υπόσχεση να παρέχει συλλογική ασφάλεια από τους κινδύνους της ιδιωτικής ζωής, το άτομο εγκαταλείπεται στους ι δ ι ω τ ι κ ο ύ ς π ό ρ ο υ ς του (…)

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, σελ.60-61 (αποσπάσματα)

Ο εφιάλτης του παροντισμού

Σχολιάστε

[Για το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα]

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ στις 28/5/2022]

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Πέτρος Θεοδωρίδης, Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-960-9708-58-6.

Χώρος…

Τον κατακτάμε

Ιστάμενοι, ιπτάμενοι, βυθιζόμενοι.

Χρόνος…

Μας καίει βραδυφλεγώς…Μακάρι!

Μαζί τα μαλάξαμε.

Χωρόχρονος…

Μήπως γλιτώσουμε …το φυγείν.

Αδύνατον!

Νίκος Κ. Παπαντωνάκης, Χωρό-χρονος (αδημοσίευτο)

Εννέα χρόνια μετά την Απατηλή υπόσχεση της αγάπης ο Πέτρος Θεοδωρίδης επανέρχεται με μια σειρά έξι σημαντικών δοκιμίων. Πρόκειται για στοχαστικές δοκιμές που αποτυπώνουν την εργώδη ενασχόληση του συγγραφέα με ζητήματα ακανθώδη όπως ο χρόνος, το πρόβλημα του κακού, το ολοκληρωτικό φαινόμενο και ο ναζισμός, η ρευστή νεωτερικότητα κ.α.π.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στον Πρόλογο του βιβλίου ο Καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. κ. Διονύσης Δρόσος δεν πρόκειται για «papers που θα γεμίσουν ένα βιογραφικό» αλλά για καρπό μακροχρόνιας ενδελεχούς μελέτης και γόνιμου προβληματισμού. Ο Θεοδωρίδης σε καμία περίπτωση δεν γράφει διεκπεραιωτικά. Αντιθέτως, στοχάζεται με ψυχραιμία, καθαρότητα, σαφήνεια και δίχως ίχνος έπαρσης.

Στο πρώτο δοκίμιο με τίτλο «Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα» (σελ. 10-33) ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πολυσύνθετο ζήτημα του χρόνου. Από την όλη διαπραγμάτευση καταφαίνεται ότι ο Θεοδωρίδης δεν αγνοεί την κλασική περί χρόνου ρήση του E. M. Cioran: «Αν ο Χρόνος ήταν μια περιουσία, ένα αγαθό, τότε ο θάνατος θα ήταν η χειρότερη μορφή ληστείας[1]». Εν αντιθέσει με κάποιες «οργανικές» φωνές που επίμονα υποστηρίζουν ότι «δεν έχουμε παρόν» ο συγγραφέας θεωρεί τον παροντισμό ως έκφραση της ευθραυστότητας και της ρευστότητας του χρόνου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη σύγχρονη εποχή έχει επέλθει μία καταπιεστική συμπίεση της αίσθησης του χρόνου. Η τωρινή, “παροντική”, αγχωτική αίσθηση του χρόνου δεν υπήρξε “χρονικά” αμετάβλητη» (σελ. 10). Και παρακάτω σε άλλο σημείο ο συγγραφέας τονίζει: «Στις μέρες μας, η αίσθηση ότι βουλιάζουμε στο παρόν φτάνει στην κορύφωσή της. Από τη μία, ο χρόνος της κυκλοφορίας του κεφαλαίου: στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, ο χρόνος μιας ανακυκλούμενης αμνησίας. Από την άλλη, ο χρόνος της εργασίας ως ένα διαρκές άγχος για το μέλλον. Ζώνες ανεργίας, ζώνες εργασίας, η επισφάλεια γενικεύεται μαζί με την αίσθηση ενός χρόνου-ποντικοπαγίδας, χρόνου όλο και πιο λεπτού, σαν τσιγαρόχαρτο. Μια εποχή σαν τους πάγους της λίμνης έτοιμους να σπάσουν την άνοιξη. Γιατί μόνον στην εποχή μας παραμένει ως μόνη διάσταση του χρόνου, για όλους μας, η πιο λεπτή, η πιο εύθραυστη, η πιο ανύπαρκτη: το παρόν» (σελ. 32). Με άλλη αφορμή ο συγγραφέας είχε συνδέσει το φαινόμενο του παροντισμού με τις αθέλητες μνήμες: «Αν η δράση στο παρόν είναι αυτή που μας αναγκάζει να επιλέξουμε από την δεξαμενή της μνήμης, η απουσία δράσης, η ακινησία, η ανημποριά, στην όποια μας καθηλώνει το τωρινό παρόν, είναι αυτή που κάνει να αναδύονται σκόρπιες, ασυνάρτητες, αθέλητες μνήμες: να ζούμε σε ένα όνειρο, να επιστρέφουν όλα τα απωθημένα»[2].

Ο συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά σε τρεις τύπους κοινωνιών (παραδοσιακή, νεωτερική, σύγχρονη) και στις αντίστοιχες αντιλήψεις περί χρόνου που εκπορεύονται από αυτές. Έτσι «στην παραδοσιακή κοινωνία, η παράδοση ενείχε έναν κανονιστικό- ηθικό χαρακτήρα»  και αντιπροσώπευε όχι μόνο το «είναι» αλλά και το «δέον γενέσθαι». Παράλληλα «στις παραδοσιακές χριστιανικές και εβραϊκές αντιλήψεις της ιστορίας (…) τα γεγονότα δομούν και καθορίζουν το χρόνο» (σελ.15). Ο χρόνος στη νεωτερικότητα ήταν κατά τον συγγραφέα «αφηρημένος», «ομοιόμορφος» και «συνεχής» (σελ.16-17). Στην παραδοσιακή κοινωνία υπήρχε «αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος» ενώ στη νεωτερική κοινωνία παρελθόν, παρόν και μέλλον «διαχωρίζονται με σαφήνεια, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης» (σελ.17). Στην εποχή μας «η οργανωμένη πλαισίωση του κοινωνικού χρόνου καταρρέει» (σελ.20). Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την ανάλυση του επικαλούμενος τα πορίσματα διαπρεπών στοχαστών (G. Agamben, M. Postone, C. Taylor, C. Lasch, Z. Bauman, U. Beck κ.α.).

Στο δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις» (σελ. 34-53) ο συγγραφέας κάνει μια αναδρομή στις αντιλήψεις περί ονείρων από τον Πορφύριο και τον Αρτεμίδωρο μέχρι την ψυχανάλυση, τον Φουκώ, τον Λακάν και τον Ζίζεκ. Σε άλλη συνάφεια ο Θεοδωρίδης έχει γράψει τα εξής καίρια: «Ονειρεύτηκα ότι έβλεπα έναν εφιάλτη. Ξύπνησα μέσα στο όνειρο ξανά και ξανά. Αυτός ήταν ο εφιάλτης: η επανάληψη[3]».

Στο τρίτο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, δοκίμιο με τίτλο «Μπρέχτ και ναζισμός -Τρόμος, αθλιότητα και όνειρα στο Γ’ Ράιχ» (σελ. 54-65) ο Θεοδωρίδης εξετάζει εκ παραλλήλου τα βιβλία: α) Μπ. Μπρεχτ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, β) Ch. Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, γ) Π. Φρίτσε, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ. Με την παράλληλη ανάγνωση των παραπάνω βιβλίων ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει τους μετασχηματισμούς της γερμανικής κοινωνίας εξαιτίας του ναζισμού. Η περιγραφή στιγμιοτύπων από τα μονόπρακτα του Μπρεχτ σε συνδυασμό με τα όνειρα απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας και της εν γένει καθημερινότητας τους αναδεικνύουν τον βαθμό επίδρασης του ναζισμού σε ολόκληρο το φάσμα της γερμανικής κοινωνίας. Παράλληλα φέρνουν στο προσκήνιο την, κατά Χ. Άρεντ, κοινοτοπία του κακού: «Ο ναζισμός δεν είναι μια ακραία ιδεολογία αλλά μάλλον η υπερβολή της μεσότητας, η μετριότητα, η εξουσία της κοινοτοπίας» (σελ.55)

Στο τέταρτο δοκίμιο με θέμα «Οι Γνωστικοί και το πρόβλημα του κακού» (σελ.66-83) ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ανατομία του γνωστικισμού. Αναφερόμενος στις θέσεις του Θ. Λίποβατς ο Θεοδωρίδης επισημαίνει ότι αυτό που κυριαρχεί στη Γνώση είναι «το μίσος ενάντια στον Άλλον» (σελ.82), ενώ παράλληλα επισημαίνει την μυστικιστική πτυχή της: «(…) η Γνώση ευνοεί πάντα ένα κλίμα μυστηρίου και μυστικισμού, για το οποίο ιδιαιτέρως πρόσφορες είναι οι περίοδοι πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής και ψυχικής κρίσης κι ανασφάλειας, κατά τις οποίες ορισμένα άτομα (…) είναι ευάλωτα και ικανοποιεί την ανάγκη της φυγής από την ανυπόφορη υπαρκτή πραγματικότητα» (σελ.79).

Στο δοκίμιο «Ο θαυμαστός καινούργιος μετανεωτερικός κόσμος» (σελ. 84-93) αναδύεται η ρευστότητα και η δυστοπία των καιρών μας με αφορμή το κλασικό έργο του Χάξλεϊ. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (σελ. 91): «Σήμερα, “μπορούμε να είμαστε ερωτευμένοι χωρίς να ερωτευτούμε”. Ο Έρωτας εξημερώνεται, θετικοποιείται και γίνεται μια βολική φόρμουλα κατανάλωσης. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί οποιοδήποτε τραύμα». Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι από τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο «απωθείται ο έρωτας (όχι το σεξ, ούτε η πορνογραφία), ο πόνος και ο θάνατος, ακριβώς όπως και σήμερα. Και γιατί τότε επιστρέφει διαρκώς ο έρωτας, η λύπη, ο πόνος και ο θάνατος; Μα γιατί απλούστατα το απωθημένο πάντα επιστρέφει» (σελ.93).

Ο τόμος κλείνει με το δοκίμιο «Η πανδημία ως μεταφορά» (σελ. 94-102). Ο Θεοδωρίδης καθηλώνει τον αναγνώστη με την πρωτοτυπία της σκέψης του και την ευαισθησία του. Η αυθεντικότητα, η υπαρξιακή δυναμική, η λεπτότητα, ο πλουραλισμός και η αντικειμενικότητα χαρακτηρίζουν τα δοκίμια της συλλογής.

Η νέα σειρά δοκιμίων του Πέτρου Θεοδωρίδη αξίζει την προσοχή κάθε φιλέρευνου αναγνώστη.

Ηράκλειο, 18-19 Μαΐου 2022


[1] E.M.Cioran, Στοχασμοί, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2010, σελ. 362.

[2]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Παροντισμός και αθέλητες μνήμες», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_31.html, ανάρτηση στις 12/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 18/5/2022).

[3]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Ο εφιάλτης», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_19.html, ανάρτηση στις 7/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 19/5/2022)

Giorgio Agamben, Μία προφητεία του Lichtenberg

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com

πηγή: ΦΡΕΑΡ

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

Μία προφητεία του Lichtenberg

«Ο κόσμος μας θα γίνει τόσο πολιτισμένος που θα είναι τότε γελοίο να πιστεύει κανείς στον Θεό, όπως είναι γελοίο σήμερα να πιστεύουμε στα φαντάσματα. Ύστερα, μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, ο κόσμος θα γίνει ακόμα πιο πολιτισμένος. Και θα συνεχίζει ακατάπαυστα με βιασύνη η διαδικασία που θα τον φέρει στην ύψιστη κορυφή του πολιτισμού. Όταν θα εγγίζει το αποκορύφωμα, η κρίση των ειδημόνων για άλλη μια φορά θα ανατραπεί και η γνώση θα φθάσει στην έσχατη μεταμόρφωσή της. Τότε –και αυτό θα είναι πράγματι το τέλος– θα πιστεύουμε μόνο στα φαντάσματα».

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Απελπισία και απόγνωση]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com (από το project «atopos»)

Η απόγνωση δεν είναι το ίδιο με την απελπισία. Ο απελπισμένος τολμά ένα τελευταίο διάβημα· η ίδια η εξέγερση είναι πολλές φορές μια πράξη που ωθείται από την απελπισία. Άλλο είναι η απόγνωση. Στην απόγνωση είμαστε καθηλωμένοι στον εαυτό μας. Η απόγνωση συνοδεύεται από αισθήματα ανημποριάς και πλήρους παραίτησης.

Ας μην αφεθούμε ως κοινωνία στην απόγνωση.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί δημοσίου χώρου]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com (από το project Brightest Spot )                        

 

 

Ο δημόσιος χώρος -έλεγε κάπου η Hannah Arendt– είναι ένα στρογγυλό τραπέζι που μας ενώνει αλλά και μας χωρίζει από -και με- τους άλλους.

Όμως στην εποχή μας αυτό το τραπέζι απο-υλοποιείται· γίνεται όλο και πιο λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο· γίνεται εικονικό τραπέζι.

Αυτό σημαίνει ότι ερχόμαστε ταυτόχρονα πάρα πολύ κοντά αλλά και πάρα πολύ μακριά· γινόμαστε ένα μάγμα, σαν μέσα στο όνειρο ή στον εφιάλτη.

Ο δημόσιος χώρος γίνεται ιδιωτικός αλλά και το ιδιωτικό δημοσιοποιείται, όπως σ’ εκείνα τα όνειρα, όπου βλέπουμε τους τοίχους να εξαφανίζονται και μένουμε μόνοι μέσα στη γύμνια μας σε κοινή θέα.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί χρόνου και ιστορίας]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                                 [από το project «Colors of memory»]

Υπάρχει κάτι στην παρούσα στιγμή της Ιστορίας που πυκνώνει τον χρόνο, ένα κομβικό σημείο: Σαν να μη μπορούμε να πάμε ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί εθνολαϊκισμού]

Σχολιάστε

        φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                       [από το project «Colors of memory»]

 

Ο εθνολαϊκισμός λειτουργεί όπως οι φοβίες: δεν εξαφανίζονται, απλά, μετατοπίζονται.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Ο John Gray για τη σύζευξη αθεϊσμού και ψευδοεπιστήμης στον Ρ. Ντόκινς

Σχολιάστε

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019,ISBN: 978-618-5077-43-3.

(…) Εάν η λατρεία της επιστήμης του Κοντ δημιούργησε κατά τον 19ο αιώνα ένα υποκατάστατο θρησκείας μαζί με την ψευδοεπιστήμη της φρενολογίας, ο Ντόκινς και οι οπαδοί του έχουν διανθίσει το δαρβινισμό με την ψευδοεπιστήμη των μιμιδίων – δηλαδή τις μονάδες πληροφορίας που ανταγωνίζονται για την επιβίωση σε μια διαδικασία φυσικής επιλογής σαν αυτή που λειτουργεί στα γονίδια. Όμως τα μιμίδια δεν είναι φυσικές οντότητες, όπως τα γονίδια. Δεν έχει βρεθεί κανείς μηχανισμός μέσω του οποίου τα μιμίδια θα μπορούσαν να αντιγράφουν τον εαυτό τους και να μεταδίδονται εντός ενός πολιτισμού ή μεταξύ πολιτισμών. Χωρίς κάποια μονάδα ή μηχανισμό επιλογής, η θεωρία των μιμιδίων δεν είναι καν θεωρία. (…)

(…) Τα μιμίδια είναι σαν τα λογικά άτομα του Βίτγκενσταϊν, θεωρητικές κατασκευές για τις όποιες δεν υπάρχει κανένα πειστικό παράδειγμα. (…) Ανυπόστατα σαν το φλόγιστο, τα μιμίδια εισάγονται ως έννοια με μοναδικό στόχο να στηρίξουν την ιδέα ότι η εξέλιξη εξηγεί τα πάντα.

Κάθε φορά που ο αθεϊσμός εμφανίστηκε ως οργανωμένο κίνημα στη νεωτερική εποχή, πάντοτε συμμάχησε με την ψευδοεπιστήμη. (…)

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019, σελ. 33-35 (απόσπασμα)

Παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Πουλαντζά «Κράτος, κοινωνικές τάξεις, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός» την Τετάρτη 30/10/2019 στην Αθήνα

1 σχόλιο

Ο Υβ Λε Μανάκ για τη γραφή

Σχολιάστε

 

Υβ Λε Μανάκ, Ο κήπος: η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, μετάφραση:  Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Αθήνα 2001.

(…)Έπειτα από πέντε χρόνια σ’ αυτή την εμπειρία, συνειδητοποιώ πως όταν αφιερώνεσαι στο γράψιμο τακτικά και έντονα – γράφοντας περνάω τον ίδιο χρόνο που περνούσα δουλεύοντας στο εργοστάσιο σαν μανταδόρος (άρα οι αποζημιώσεις του ανέργου πιάνουν τόπο!) -, γίνεσαι πιο απαιτητικός από το εαυτό σου. Ψάχνεις τις λέξεις, το λεξιλόγιο σου εμπλουτίζεται, ο χρόνος βαθαίνει και ο χώρος διευρύνεται. Το γράψιμο μας παρέχει μια ιδέα του απείρου και της αιωνιότητας, μας μετασχηματίζει. (…)

Υβ Λε Μανάκ, Ο κήπος: η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, μετάφραση:  Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Αθήνα 2001,σελ. 107 (απόσπασμα)

Μανώλης Πιμπλής: Υψηλές προσδοκίες, φρούδες ελπίδες (για το βιβλίο των Ζygmunt Bauman-Thomas Leoncini «Γεννημένοι ρευστοί»)

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman – Thomas Leoncini, Γεννημένοι ρευστοί: μεταμορφώσεις της τρίτης χιλιετίας, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, ISBN: 978-960-16-8116-0.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, συνομιλώντας με τον Ιταλό δημοσιογράφο Τόμας Λεοντσίνι, περιγράφει όψεις του τρόπου ζωής των Millennials, των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά το 1980, και που συχνά ονομάζονται «Γενιά Υ». Ο μεγάλος Πολωνός στοχαστής στο τελευταίο του κείμενο μιλάει για το πώς η Γενιά Υ σχετίζεται με το σώμα της, με τα κοινωνικά δίκτυα και με τις μεταμορφώσεις της δημόσιας σφαίρας. Ο Μπάουμαν επισημαίνει και σχολιάζει μερικά φαινόμενα της δεύτερης ή «ρευστής» νεωτερικότητας, όπου τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές και όπου οι ανθρώπινες σχέσεις στηρίζονται στο «δίκτυο» – και εξάλλου περιγράφονται ως «δικτύωση». Το Γεννημένοι ρευστοί είναι κατά κάποιο τρόπο και μια μικρή εισαγωγή στο έργο του Μπάουμαν περί καταναλωτικής κοινωνίας -ως μηχανισμού κατασκευής απορριμμάτων (τόσο αντικειμένων όσο και ανθρώπων)-, περί διαδικτύου -ως μηχανισμού ψευδών σχέσεων- καθώς και γενικότερα περί σύγχρονου κράτους και παγκοσμιοποίησης.

***

Παραθέτουμε την κριτική του Μ. Πιμπλή που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 30/6/2019: 

Υψηλές προσδοκίες, φρούδες ελπίδες

Σύμφωνα με μια έρευνα στις ΗΠΑ, το 47% των πολιτών, εκεί, της γενιάς των λεγόμενων Millenials (είναι αυτοί που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000) έχουν τατουάζ. Αλλά και το 36% της προηγούμενης γενιάς, στις ΗΠΑ πάντα, δηλαδή των γεννημένων από το 1965 μέχρι το 1980 -αυτή είναι η λεγόμενη γενιά Χ-, επίσης έχει τατουάζ. Αντίθετα το ποσοστό περιορίζεται στο 13% στους Baby Boomers, δηλαδή στους γεννημένους την εικοσαετία 1944-1964.
Εκτός του ότι σε λίγα χρόνια θα γεμίσουμε συνταξιούχους με τατουάζ, το εύρημα δηλώνει πολλά παραπάνω.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι η επιβεβαίωση ότι η έννοια της «κοινότητας», που ήταν άλλοτε πολύ ισχυρή άρχισε εδώ και πολλά χρόνια – όπως το είχε προαναγγείλει ο σπουδαίος ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ – να υποχωρεί και να περιθωριοποιείται στο χώρο της σκέψης και της κοινωνικής πρακτικής, και στη θέση της αναδύθηκε η έννοια της «ταυτότητας» και η «αναγνώριση του εαυτού». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι δύο έννοιες δεν συνυπάρχουν. Η μεταξύ τους διαλεκτική, μάλιστα, λέει ο άλλος σπουδαίος στοχαστής που χάθηκε πρόσφατα, ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, παράγει ούτε λίγο ούτε πολύ τη μόδα.
Το σώμα, λέει ο Μπάουμαν, είναι όλο και περισσότερο το μέρος όπου τοποθετούνται τα σημάδια των ελπίδων και των προσδοκιών. Εκεί αποτυπώνονται δυσεπίλυτα διλήμματα, λ.χ. ανάμεσα στο «ανήκειν» και στην αυτοεπιβεβαίωση, στη μονιμότητα και την ευελιξία, εκφράζοντας ταυτόχρονα πρόθεση σταθερότητας και ελευθερία επιλογής. Και ενώ το ρούχο είναι απολύτως παροδικός συμβολισμός ταυτότητας (που αλλάζει ανά πάσα στιγμή), το τατουάζ δηλώνει μονιμότερη δέσμευση. Και όλα αυτά παρόλο που ήδη ο Μποντλέρ, το 19ο αιώνα, έλεγε πως οι τρόποι συναγωνισμού στο επίπεδο της εξωτερικής εμφάνισης δεν είναι παρά μια προσπάθεια να αιχμαλωτιστεί η αιωνιότητα σε μια φευγαλέα στιγμή.
Φαίνεται πάντως ότι οι ουλές και τα τατουάζ εκφράζουν μια βαθιά και αντιφατική σχέση ανάμεσα στην επιφάνεια και τη σοβαρότητα, τον πόνο και την απόλαυση της αυτοεπιβεβαίωσης, τη συλλογική και την ατομική ταυτότητα. Ειδικά ο πόνος της εγχάραξης, δηλώνει ταυτόχρονα έμπρακτη έκφραση μιας ατομικής ελευθερίας επιλογής και διάθεση ένταξης σε μια ομάδα με κοινές πεποιθήσεις με όρους σταθερότητας.

Surface και surfing

Αυτά -και όχι μόνο- αποτελούν θέμα συζήτησης μέσω ανταλλαγής e-mail ανάμεσα στον Ζίγκμουντ Μπάουμαν και έναν νεαρό Ιταλό δημοσιογράφο, τον Τόμας Λεοντσίνι. Είχε συμφωνηθεί ότι η εκτενής αυτή συνέντευξη – κατά την οποία καταθέτει σοβαρές απόψεις και ο Λεοντσίνι – θα δημοσιευτεί μετά το θάνατο του Μπάουμαν, ο οποίος συντελέστηκε το 2017. Πρόκειται δηλαδή για το κύκνειο άσμα του θεμελιωτή της θεωρίας της «ρευστής νεωτερικότητας» και ο Λεοντσίνι πιστεύει ότι, αν διάλεξε κάποιον τόσο νέο όσο αυτός για συνομιλητή, είναι για να δηλώσει ότι οι γενιές δεν (πρέπει να) παίζουν πια κανέναν απολύτως ρόλο στη δόμηση των επιχειρημάτων και την ερμηνεία του κόσμου.
Συνεχίζοντας πάνω στο ίδιο θέμα, και προεκτείνοντάς το στο πεδίο των αισθητικών επεμβάσεων, ο Λεοντσίνι επισημαίνει ότι το καινούριο στοιχείο είναι πως και πολύ νεαρά κορίτσια κάνουν αισθητικές επεμβάσεις, κάτι που στο παρελθόν ήταν αδιανόητο. Ο Μπάουμαν επισημαίνει το ζήτημα της λατρείας της επιφάνειας, είτε αυτό αφορά τις επεμβάσεις στην επιφάνεια του σώματος (surface) είτε την επιφάνεια του υπολογιστή και το σερφάρισμα (surfing). Υπερθεματίζει, μάλιστα, στην παρατήρηση του Λεοντσίνι ότι η αισθητική επέμβαση είναι συχνά και επίδειξη πλούτου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μια τέλεια φυσική κατάσταση, λαμπερή, αψεγάδιαστη, σημαίνει ευημερία, φουσκωμένο πορτοφόλι και ανώτερη κοινωνική θέση, ίσως ακόμα περισσότερο από τα ακριβά και επώνυμα ρούχα. Η υψηλότερη κοινωνική θέση που μαρτυρεί η προσεγμένη εμφάνιση συνοδεύεται από δημόσια εκτίμηση. Διακηρύσσει σε αλάνθαστη γλώσσα: “Έχω την οικονομική άνεση, σε αντίθεση με σένα καημένε! Βγάλε τα συμπεράσματά σου, κατάλαβε τη θέση σου και μείνε εκεί”».

Δωρεάν χώρος για υπονοούμενα και ψέματα

Ως προς το σερφάρισμα, πάντως, ο πωλονοεβραίος Μπάουμαν, καθηγητής πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι η πλειοψηφία των χρηστών του διαδικτύου δεν έλκεται από την είσοδο σε έναν κόσμο, αλλά από την ευκαιρία εξόδου από έναν άλλο. Δεν θέλει δηλαδή να επωφεληθεί από τον πλούτο της online γνωστικής πληροφορίας, όσο θέλει να ξεφύγει από τον offline κόσμο, τον πραγματικό κόσμο δηλαδή. Η βασική μάλιστα διαφορά που καθιστά το διαδίκτυο μια «ζώνη άνεσης», όπως λέει, είναι ότι από τον online κόσμο μπορείς να αποσυνδεθείς, ενώ από τον offline όχι.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που θίγεται ως προς το διαδίκτυο, είναι η υποτιθέμενη ή μη δημοκρατικότητά του. Ο Λεοντσίνι λέει ότι ο «κραυγαλέος» χαρακτήρας του διαδικτύου βρίσκεται πιο κοντά στον ολοκληρωτισμό παρά στη δημοκρατία. Και ο Μπάουμαν φαίνεται να συμφωνεί λέγοντας ότι το κύριο χαρακτηριστικό του διαδικτύου είναι ότι αποτελεί συνδυασμό υψηλών προσδοκιών και φρούδων ελπίδων. Υποσχέθηκε έναν «ιδανικό τόπο, δημοκρατικό» αλλά «σήμερα βιώνουμε κρίση της δημοκρατίας και επιδείνωση των ανισοτήτων και των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων. Αντί να διευρύνει την ποσότητα και να βελτιώνει την ποιότητα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, της αμοιβαίας κατανόησης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, έχει διευκολύνει τις πρακτικές απομόνωσης, διαχωρισμού, αποκλεισμού, εχθρότητας και διαμάχης. Προσφέρει δε σε όλους δωρεάν χώρο για υπονοούμενα, κουτσομπολιό, συκοφαντία, δυσφήμιση και ψέματα».

Η επανάληψη «ομαλοποιεί» το συγκλονιστικό

Ο Όσβαλντ Σπέγκλερ, ήδη πριν από έναν αιώνα ακριβώς, στη μνημειώδη «Παρακμή της Δύσης», έλεγε ότι ενώ «ο άνθρωπος του πνευματικού πολιτισμού στρέφεται προς τα μέσα, ο άνθρωπος του πρακτικού πολιτισμού στρέφεται προς τα έξω, στο χώρο μεταξύ των σωμάτων και των “γεγονότων”». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι κατ’ ανάγκην γραμμικά και απαισιόδοξα, όπως τα έβλεπε ο Σπέγκλερ. Αν και στο μεταξύ, κάτι που έχει συμβεί στην εποχή μας και που δεν έχει τίποτα το ευχάριστο, είναι ότι έχουμε εξοικειωθεί με πολλά εγκλήματα και εγκληματικές συμπεριφορές, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν καν σαφές κίνητρο – προς επίρρωσιν του λόγου περί ρευστότητας. Ο Μπάουμαν, αφού θυμίζει τις εμβληματικές ως προς αυτό ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε, επισημαίνει το στοιχείο της κοινοτοπίας του κακού που έφερε ο 20ός αιώνας και που έχει εγκατασταθεί για τα καλά στη ζωή μας: «όσο συγκλονιστικό και τρομακτικό είναι κάτι την πρώτη φορά που συμβαίνει, η μονοτονία της επανάληψης το “ομαλοποιεί”, το κάνει “τετριμμένο”. Το τετριμμένο, η κοινοτοπία, διασκεδάζει. Δεν σοκάρει». Ισχύει και για γεγονότα και για πρόσωπα…

Μανώλης Πιμπλής

http://epohi.gr/ypshles-prosdokies-froudes-elpides/

***

Απόσπασμα από τη σελίδα 37 του βιβλίου: 

[…] Η καταναλωτική οικονομία ακμάζει (ή έστω επιβιώνει) χάρη στο μαγικό κόλπο της μετατροπής της ευκαιρίας σε υποχρέωση ή, σύμφωνα με την ορολογία των οικονομολόγων, της προσφοράς σε ζήτηση. […]

Zygmunt Bauman – Thomas Leoncini, Γεννημένοι ρευστοί: μεταμορφώσεις της τρίτης χιλιετίας, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 37 (απόσπασμα)

Κρίστοφερ Λας, [Η ατροφία της ικανότητας]

Σχολιάστε

Κρίστοφερ ΛαςΗ κουλτούρα του ναρκισσισμούμετάφραση: Βασίλης Τομανάς εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2008, ISBN: 978-960-8480-93-3.

[…] Η υποβάθμιση της μάθησης στην ιστορία, τη διακυβέρνηση και τη φιλοσοφία αντανακλά την αυξανόμενη περιθωριοποίηση τους ως μέρους του μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου.

Έτσι, σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές, που αντανακλώνται στην ακαδημαϊκή πρακτική, βρίσκονται κάτω από τη χειροτέρευση του σχολικού συστήματος και την συνακόλουθη εξάπλωση της ηλιθιότητας. Η μαζική εκπαίδευση, που ξεκίνησε ως φέρελπις απόπειρα να εκδημοκρατιστεί η ανώτερη κουλτούρα των προνομιούχων τάξεων, έχει καταλήξει να αποβλακώσει και τους προνομιούχους. Η σύγχρονη κοινωνία έχει επιτύχει πρωτοφανή ποσοστά τυπικής εγγραμματοσύνης, αλλά συγχρόνως έχει παραγάγει νέες μορφές αγραμματοσύνης. Οι άνθρωποι ολοένα περισσότερο είναι ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα με ευχέρεια και ακρίβεια, να αναθυμηθούν τα βασικά γεγονότα της ιστορίας της χώρας τους, να κάνουν λογικούς συλλογισμούς, να καταλάβουν οτιδήποτε εκτός από τα πιο υποτυπωδώς γραμμένα κείμενα ή έστω να χωνέψουν σωστά τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Η μετατροπή των λαϊκών παραδόσεων της αυτοδυναμίας σε εσωτεριστική γνώση που την διαχειρίζονται ειδικοί ενθαρρύνει την πεποίθηση ότι η συνηθισμένη ικανότητα σε οποιοδήποτε πεδίο, ακόμα και στην τέχνη της αυτοδιακυβέρνησης βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες του μη ειδικού. Οι γνώμονες διδασκαλίας υποβιβάζονται, τα θύματα της ανεπαρκούς διδασκαλίας φτάνουν να συμμερίζονται την κακή γνώμη των ειδικών για τις ικανότητες τους και οι διδάσκοντες παραπονούνται για φοιτητές ανεπίδεκτους μαθήσεως. […]

Κρίστοφερ ΛαςΗ κουλτούρα του ναρκισσισμούμετάφραση: Βασίλης Τομανάς εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 129 (απόσπασμα)

Z. Bauman, [Μια μοντέρνα αυταπάτη]

Σχολιάστε

Z.Bauman-C.Bordoni, Η νεωτερικότητα σε κρίση, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2016, ISBN: 978-960-17-0372-5.

[…]μια μοντέρνα αυταπάτη που έχει οριστικά και πραγματικά απορριφθεί είναι η αυταπάτη πως μπορεί να επιτευχθεί μια ανθρώπινη συνθήκη απαλλαγμένη από αυταπάτες.

Z. Bauman- C. Bordoni, Η νεωτερικότητα σε κρίση, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2016, σελ. 41.

Κυκλοφορεί τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016 το βιβλίο «Ο Εαυτός» του Κωστή Παπαγιώργη

2 Σχόλια

vivliopapagiorgi-e1478161028180

Τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016 θα κυκλοφορήσει το καινούργιο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014) Ο Εαυτός, από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Κωστής Παπαγιώργης, Ο Εαυτός, εισαγωγή: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2016, ISBN: 978-960-03-6117-9.

«Ουσιαστικά δεν έχουµε καµιά δυνατότητα να αλλάξουµε στο παραµικρό το σώµα µας. Το αποδεχόµαστε όπως είναι, όσο κι αν οι εγχειρήσεις, οι παρεµβάσεις των αισθητικών, οι ατυχίες της ζωής ενδέχεται να αφήσουν ανεξάλειπτα ίχνη. Ισχύει, µε άλλα λόγια, ένα αόρατο συµβόλαιο ανάµεσα στη συνείδησή µας και τη σαρκική ύπαρξη που αποδεικνύεται µοίρα, ιδιωτικό πεπρωµένο και γρίφος αµετάθετος. Άλλωστε πρόκειται για ένα περικαλλές συγκρότηµα που ταχέως µπολιάζει τον ψυχισµό, συνταυτίζεται µαζί του καταλήγοντας άθροισµα άνευ προσθέσεως. Πάσα ψυχική κατάσταση ενδοπροβάλλεται στη σωµατικότητα µε τα γνωστά επαµφοτερίζοντα συµπτώµατα. Ο νέος που εµφανίζεται στην οµήγυρη έχει ερυθροφοβία, γίνεται παντζάρι από την αµηχανία του, τρέµει σχεδόν αποφεύγοντας να κοιτάξει τους παρισταµένους. Τι διαβάζουµε τότε στο πρόσωπό του;»

Κ.Π.

http://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6117-9

http://www.matrix24.gr/2016/11/kiklofori-ti-deftera-to-vivlio-tou-kosti-papagiorgi/

***

Δείτε και: 

Νικόλας Σεβαστάκης: Ο εαυτός, μια ενσαρκωμένη ιστορία

Charles Taylor, [Χριστιανισμός και Στωικισμός]

Σχολιάστε

Charles Taylor, Πηγές του εαυτού: Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, μετάφραση: Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2007, ISBN 978-960-518-284-7.

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

O Charles Taylor, γεννημένος τον Nοέμβριο του 1931 στον Kαναδά, είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φιλόσοφους-καθηγητές που ασχολήθηκαν ενδελεχώς με το ζήτημα της προέλευσης και εξέλιξης αυτού που ονομάζουμε «νεωτερική ταυτότητα». Στο παρόν έργο του, που κατέχει πια θέση κλασικής μελέτης επί του θέματος, εξετάζει με τρόπο εξαντλητικό τις ρίζες του νεωτερικού φαινομένου, αναδεικνύοντας τις συνάφειες που κρύβονται στην φιλοσοφική σκέψη παλαιότερων διανοητών, έτσι όπως τις συναντά κανείς στην ιστορία της Φιλοσοφίας. O Iερός Aυγουστίνος, ο Kαρτέσιος, ο Λούθηρος, παραλαμβάνουν τις φιλοσοφικές αποσκευές του παρελθόντος και τις παραδίδουν στους νεώτερους ορίζοντας τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση στη Nεωτερικότητα που θα καθορίσει τα βήματα του σύγχρονου ανθρώπου στον βίο, τη σκέψη, την τέχνη και τον πολιτισμό. Oι Πηγές του Eαυτού είναι ένα ταξίδι από τον Πλάτωνα μέχρι τον Derrida, από την Hθική έως την Aποδόμηση, που ο Taylor το προσφέρει με τρόπο συναρπαστικό σε όλους μας, καλώντας μας να σταθούμε σε όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς της διαδρομής ώστε να φωτιστεί η κατάληξή της.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

[Χριστιανισμός και Στωικισμός]

[σελ.353] (…) Ο χριστιανισμός, ιδίως στις πιο ασκητικές παραλλαγές του, παρουσιάζεται ως συνέχεια του Στωικισμού με άλλα μέσα, ή (όπως λέει καμμιά φορά ο Nietzsche) ως μια προέκταση του Πλατωνισμού. Παρά τις έντονες, ωστόσο, ομοιότητες με τον Στωικισμό -λόγου χάριν στον οικουμενισμό του, στην έννοια της πρόνοιας, στην εξύψωση της αυταπάρνησης- υπάρχει μεταξύ τους μεγάλο χάσμα. Στην πραγματικότητα, το νόημα της αυταπάρνησης είναι εντελώς διαφορετικό. Ο στωικός σοφός είναι πρόθυμος να παραιτηθεί από κάποιο «προτιμώμενο» αγαθό, λ.χ. την υγεία, την ελευθερία ή την ζωή, διότι το θεωρεί ειλικρινά άνευ αξίας, αφού αξία έχει μόνο σύνολη η τάξη των συμβάντων, η οποία τυγχάνει βέβαια να συμπεριλαμβάνει και την άρνηση ή την απώλεια του. Ο χριστιανός μάρτυρας, παραιτούμενος από την υγεία, την ελευθερία ή την ζωή δεν αποφαίνεται ότι τα πράγματα είναι ανάξια.  Απεναντίας, η πράξη θα έχανε το νόημα της αν δεν ήταν μεγάλης αξίας. Το να λες ότι κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον που θυσιάζει τη ζωή του υπέρ των φίλων του, υποδηλώνει ότι η ζωή είναι ένα μεγάλο αγαθό. Η πρόταση θα έχανε την ουσία της αναφερόμενη σε κάποιον που απαρνιέται τη ζωή από μία αίσθηση απάθειας ·προϋποθέτει ότι θυσιάζει κάτι.  (…)

[σελ.354] (…) Η μεγάλη διαφορά μεταξύ στωικής και χριστιανικής απάρνησης είναι τούτη: για τον Στωικό αυτό που απαρνείται κανείς, αν σωστά το απαρνηθεί, δεν αποτελεί ipso facto μέρος του αγαθού. Για τον Χριστιανό,αυτό που απαρνείται κανείς, εκ του γεγονότος και μόνο της απάρνησης του, καταφάσκεται ως αγαθό -τόσο υπό την έννοια ότι η απάρνηση θα έχανε το νόημα της αν το πράγμα ήταν αδιάφορο όσο και υπό την έννοια ότι η απάρνηση προάγει το θέλημα του Θεού, το οποίο ακριβώς επιβεβαιώνει την αγαθότητα των πραγμάτων εκείνων που απαρνείται κανείς: της υγείας, της ελευθερίας, της ζωής. Κατά παράδοξο τρόπο, η χριστιανική απάρνηση είναι μια επιβεβαίωση της αγαθότητας αυτού που απαρνείται κανείς. Για τον Στωικό, η απώλεια της υγείας, της ελευθερίας. της ζωής, δεν επηρεάζει την ακεραιότητα του αγαθού. Απεναντίας, η απώλεια είναι μέρος ενός όλου που είναι καθ’ ολοκληρίαν αγαθό και δεν θα μπορούσε να αλλάξει δίχως να καταστεί λιγότερο αγαθό. Οι Στωικοί έλκονται από εικόνες όπως εκείνη της σκιάς που είναι απαραίτητη προκειμένου να αναδειχθεί εξ αντιθέσεως η λαμπρότητα του φωτός. Στην [σελ.355] χριστιανική προοπτική, ωστόσο, η απώλεια είναι ένα ρήγμα στην ακεραιότητα του καλού. Αυτός είναι ο λόγος που ο χριστιανισμός απαιτεί μια εσχατολογική προοπτική αποκατάστασης της ακεραιότητας αυτής, αν και τούτο έχει κατανοηθεί ποικιλοτρόπως (…).

Charles Taylor, Πηγές του εαυτού: Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, μετάφραση: Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2007,σελ. 353-355 (αποσπάσματα)

 

Zygmunt Bauman, Ρευστοί καιροί

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman, Ρευστοί καιροί: Η ζωή την εποχή της αβεβαιότηταςμετάφραση: Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, ISBN: 978-960-455-613-7.

0001331_195

Απόσπασμα από το βιβλίο:

[σελ. 170](…) Η «ουτοπία» συνήθως υποδήλωνε έναν ποθητό, ονειρεμένο, μακρινό στόχο στον οποίο η πρόοδος έπρεπε, μπορούσε και τελικά θα οδηγούσε όσους αναζητούσαν έναν κόσμο που θα υπηρετούσε καλύτερα τις ανθρώπινες ανάγκες. Ωστόσο, στα σύγχρονα όνειρα, η εικόνα της «προόδου» φαίνεται να έχει μετακινηθεί από το λόγο περί κοινής βελτίωσης σε αυτόν της ατομικής επιβίωσης. (…)

[σελ.171](…) Δεν χρειάζεται να προσθέσω, αφού είναι πλέον προφανές, ότι αυτή η νέα έμφαση στο ξεφόρτωμα πραγμάτων, στην εγκατάλειψη τους, στο να απαλλάσσεσαι από αυτά, αντί να τα οικοιοποιείσαι, ταιριάζει απόλυτα στη λογική της προσανατολισμένης στον καταναλωτή οικονομίας μας. Οι άνθρωποι που εμμένουν στα χθεσινά ρούχα, υπολογιστές, κινητά ή καλλυντικά θα σπείρουν την καταστροφή σε μια οικονομία της οποίας η κύρια μέριμνα, και η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την επιβίωση της, είναι το ραγδαίο και επιταχυνόμενο ξεπέταγμα των πουλημένων και αγορασμένων προϊόντων στα απόβλητα. Σε αυτή την οικονομία η ταχεία διάθεση των αποβλήτων αποτελεί μία πρώτης γραμμής βιομηχανία.

Όλο και πιο πολύ, η διαφυγή γίνεται τώρα στο όνομα του πιο δημοφιλούς παιχνιδιού. Σημασιολογικά, η διαφυγή αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της ουτοπίας, υπό τις παρούσες συνθήκες όμως ψυχολογικά αποτελεί το μοναδικό υποκατάστατο της. Θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι είναι μια νέα, ενημερωμένη και υψηλής τεχνικής ερμηνεία της, αναδιαμορφωμένη στα μέτρα της απορρυθ-[σελ.172]μισμένης, εξατομικευμένης κοινωνίας των καταναλωτών. Δεν μπορείς πλέον να ελπίζεις στα σοβαρά ότι μπορείς να κάνεις τον κόσμο ένα καλύτερο κόσμο για να ζήσεις. Δεν μπορείς ούτε και να κάνεις πραγματικά ασφαλές ακόμα και το καλύτερο μέρος στον κόσμο που ίσως κατάφερες να κατασκευάσεις για τον εαυτό σου. Η ανασφάλεια είναι εδώ παρούσα ό,τι και να γίνει. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο «καλή τύχη» σημαίνει να κρατάς την «κακή τύχη» σε απόσταση. (…)

Zygmunt Bauman, Ρευστοί καιροί: Η ζωή την εποχή της αβεβαιότηταςμετάφραση: Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σελ. 170-172 (απόσπασμα)

 

Zygmunt Bauman, Ρευστός φόβος

Σχολιάστε

αρχείο λήψης

Zygmunt Bauman,  Ρευστός φόβοςμετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2007, ISBN 978-960-8354-72-2.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Η νεωτερικότητα υποτίθεται ότι θα ήταν η περίοδος εκείνη της ανθρώπινης ιστορίας στην οποία οι φόβοι που στοίχειωναν την κοινωνική ζωή κατά το παρελθόν θα μπορούσαν να ξεπεραστούν οριστικά και τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο της ζωής τους και να δαμάσουν τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κοινωνικού και του φυσικού κόσμου. Κι όμως, στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, ζούμε ξανά σε μια εποχή φόβου. Είτε πρόκειται για τον φόβο των φυσικών ή περιβαλλοντικών καταστροφών είτε για τον φόβο τυφλών τρομοκρατικών επιθέσεων, ζούμε σήμερα σε μια κατάσταση διαρκούς άγχους αναφορικά με τους κινδύνους που δύνανται να ενσκήψουν απροειδοποίητα και ανά πάσα στιγμή. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας μπροστά στους κινδύνους που χαρακτηρίζουν τη ρευστή μοντέρνα εποχή μας, στην άγνοιά μας σχετικά με τη φύση της απειλής και στην ανικανότητά μας να καθορίσουμε τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει για την αντιμετώπισή της. (…)

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Ι

[σελ. 17] (…) Η ζωή μας σήμερα αποδείχθηκε διαφορετική από το είδος ζωής που οραματίστηκαν και βάλθηκαν να σχεδιάσουν οι σοφοί του Διαφωτισμού και οι κληρονόμοι και μαθητές τους. Στη νέα ζωή που προοιωνίζονταν και αποφάσισαν να δημιουργήσουν, ελπιζόταν ότι ο άθλος της τιθάσευσης των φόβων  και της χαλιναγώγησης των απειλών οι οποίες τους προκαλούσαν θα ήταν υπόθεση άπαξ δια παντός. Στο ρευστό μοντέρνο τοπίο, ωστόσο, η πάλη ενάντια στους φόβους έχει αποδειχθεί έργο που κρατά όλη μας τη ζωή, ενώ οι κίνδυνοι που πυ-[σελ.18]ροδοτούν το φόβο, έστω κι αν κανείς τους δεν θεωρείται ατίθασος, κατέληξαν να εκλαμβάνονται ως μόνιμοι, αναπόσπαστοι σύντροφοι της ανθρώπινης ζωής. Ολόκληρη η ζωή  είναι τώρα ένας μακρύς και μάλλον ανώφελος αγώνας ενάντια στον δυνάμει παραλυτικό αντίκτυπο φόβων κι ενάντια στους πραγματικούς ή υποθετικούς κινδύνους που μας κάνουν να φοβόμαστε. Γίνεται καλύτερα αντιληπτή ως μια συνεχής αναζήτηση κι ως μια διηνεκής δοκιμή στρατηγημάτων και μεθοδεύσεων που μας επιτρέπουν να αναστέλλουμε, έστω και προσωρινά, τον επικείμενο χαρακτήρα κινδύνων- ή, ακόμα καλύτερα,να μετατοπίζουμε την ανησυχία γι’ αυτούς σε μια παρακείμενη εστία όπου ελπίζουμε ότι ίσως εξαερωθούν ή παραμείνουν ξεχασμένοι για κάμποσο. Η εφευρετικότητα μας δεν γνωρίζει όρια. (…)

(…)Το μέλλον είναι άδηλο; Άλλος ένας καλός λόγος για να μην το αφήσετε να σας στοιχειώσει. Οι κίνδυνοι άγνωστοι; Άλλος ένας καλός λόγος για να τους αφήσετε κατά μέρος. Μέχρι εδώ, όλα καλά· θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Διατηρείστε το έτσι. Μην αρχίζετε να ανησυχείτε για το πώς θα διασχίσετε εκείνη τη γέφυρα στο βάθος, πριν φθάσετε εκεί. Ίσως δεν την πλησιάσετε ποτέ, ή ίσως η γέφυρα καταρρεύσει ή μετακινηθεί αλλού πριν την πλησιάσετε. Οπότε, γιατί να ανησυχείτε από τώρα; Καλύτερα να τηρείτε την πατροπαράδοτη συνταγή: cαrpe diem. Με απλά λόγια: χαρείτε τώρα, πληρώστε αργότερα. Ή, σύμφωνα με μια νεότερη εκδοχή αυτής της παμπάλαιας σοφίας, νεόκοπη ευγενική χορηγία των εταιριών πιστωτικών καρτών: αφαιρέστε την αναμονή από την επιθυμία.

Ζούμε επί πιστώσει: καμία γενιά στο παρελθόν δεν υπήρξε τόσο υπερχρεωμένη όσο εμείς – ατομικά και συλλογικά (καθήκον των κρατικών προϋπολογισμών ήταν κάποτε η εξισορρόπηση εσόδων-[σελ.19] εξόδων· τη σήμερον ημέρα, «καλοί προϋπολογισμοί» είναι εκείνοι που κρατούν την περίσσεια των εξόδων επί των εσόδων στο επίπεδο του προηγούμενου έτους). Το να ζεις επί πιστώσει έχει τις ωφελιμιστικές χαρές του: προς τι η καθυστέρηση της ικανοποίησης; Γιατί να περιμένετε, αν μπορείτε να γευτείτε τη μελλοντική ευδαιμονία εδώ και τώρα; Ας το παραδεχθούμε, το μέλλον είναι ανεξέλεγκτο. Ως διά μαγείας, όμως, η πιστωτική κάρτα φέρνει αυτό το ενοχλητικά διαφεύγον μέλλον κατευθείαν στην αγκαλιά σας. Μπορείτε να καταναλώσετε ούτως ειπείν, το μέλλον προκαταβολικά – όσο υπάρχει ακόμα κάτι προς κατανάλωση… Αυτή φαίνεται ότι είναι η λανθάνουσα έλξη του ζην επί πιστώσει, του οποίου το έκδηλο όφελος, αν πιστέψετε στις διαφημίσεις, είναι καθαρά ωφελιμιστικό: να δίνει απόλαυση. Κι αν το μέλλον έχει σχεδιαστεί να είναι τόσο δυσάρεστο όσο υποψιάζεστε, μπορείτε να το καταναλώσετε τώρα, όσο ακόμα είναι φρέσκο και άσπιλο, πριν χτυπήσει η καταστροφή και πριν το μέλλον έχει την ευκαιρία να σας δείξει πόσο ακριβώς δυσάρεστη μπορεί να είναι αυτή η καταστροφή. (…).

Τα μέσα είναι μηνύματα. Οι πιστωτικές κάρτες είναι κι αυτές μηνύματα. Αν οι λογαριασμοί αποταμιεύσεων υποδηλώνουν βεβαιότητα για το μέλλον, ένα αβέβαιο μέλλον κραυγάζει για πιστωτικές κάρτες.

Οι λογαριασμοί αποταμιεύσεων γεννιούνται, και τρέφονται, από ένα μέλλον το οποίο μπορεί κανείς να εμπιστεύεται – ένα μέλλον που θα έρθει και, όταν θα έρθει, οπωσδήποτε δεν θα διαφέρει και τόσο από το παρόν. Ένα μέλλον που θα δίνει αξία σε ό,τι δίνουμε αξία και εμείς – κι έτσι θα σέβεται τις παρελθούσες αποταμιεύσεις και θα ανταμείβει τους κατόχους τους. Οι λογαριασμοί αποταμιεύσεων ευδοκιμούν επίσης βάσει της ελπίδας / προσδοκίας / εμπιστοσύνης ότι -χάρη στη συνέχεια μεταξύ τού τώρα και του «τότε»- αυτό [σελ.20] που γίνεται τώρα, στο παρόν, θα προλάβει το «τότε», δεσμεύοντας το μέλλον πριν έρθει· αυτό που κάνουμε τώρα θα «κάνει τη διαφορά», θα καθορίσει τη μορφή του μέλλοντος.

Οι πιστωτικές κάρτες, και τα χρέη που δημιουργούν, εύκολα τρομάζουν τους πιο πειθήνιους και ταράζουν ακόμα και τους πιο ριψοκίνδυνους. Αν δεν το κάνουν, είναι επειδή διαθέτουμε μια υποψία ασυνέχειας: έχουμε ένα προαίσθημα ότι το μέλλον που θα έρθει (αν έρθει, κι αν είμαι και τότε εδώ για να δω την άφιξή του) θα είναι διαφορετικό από το παρόν που γνωρίζουμε – αν και δεν ξέρουμε πώς και πόσο θα διαφέρει. Θα τιμήσει, μετά από χρόνια, τις θυσίες που κάναμε επί του παρόντος στο όνομά του; Θα ανταμείψει τις προσπάθειες που καταβάλαμε για να εξασφαλίσουμε την εύνοιά του; Ή μήπως θα κάνει, αντιθέτως, τα σημερινά κέρδη αυριανά βάρη και τα πολύτιμα φορτία οχληρά άχθη; Αυτό δεν το ξέρουμε και δεν μπορούμε να το ξέρουμε: δεν έχει και πολύ νόημα να προσπαθούμε να προεξοφλήσουμε το άγνωστο.

Zygmunt Bauman,  Ρευστός φόβοςμετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2007, σελ. 17-20 (αποσπάσματα).

ΙΙ

(…) Ό,τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε μας είναι «άγνωστο»· και το «άγνωστο» είναι τρομακτικόΟ φόβος είναι ένα άλλο όνομα που δίνουμε στο ανυπεράσπιστο της ύπαρξης μας. (…)

Zygmunt Bauman,  Ρευστός φόβοςμετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2007, σελ.127.

René Girard (1923-2015), Περί φθόνου

Σχολιάστε

60ce59de-0543-4d47-b423-fd83c8fb4e67

René Girard (1923-2015),  Η αρχαία οδός των ασεβών, μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991, ISBN: 960-256-093-2.

Απόσπασμα (συνίσταται η ανάγνωση ολόκληρου του βιβλίου):

[σελ. 71] (…) Ο φθόνος δεν θα’ χε την πρωτοφανή δύναμη που έχει, αν στις ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι δεν είχαν την τάση να μιμούνται αμοιβαία τις επιθυμίες τους. Ο φθόνος δεν είναι τίποτε άλλο από το αμοιβαίο εκείνο δάνειο επιθυμιών, μέσα σε συνθήκες επαρκούς ισότητας, για την εξασφάλιση της ανάπτυξης των μιμητικών ανταγωνισμών. (…)

René Girard (1923-2015),  Η αρχαία οδός των ασεβών, μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991, σελ. 71 (απόσπασμα).

Charles Taylor, Μια κοσμική εποχή

Σχολιάστε

thumbnail

Charles Taylor, Μια κοσμική εποχήμετάφραση: Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2015, ISBN: 978-960-518-426-1.

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Σὲ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔμελλε νὰ ἀποδειχθεῖ σταθμὸς γιὰ τοὺς καιρούς μας, ὁ Charles Taylor ἀναλαμβάνει τὴν πρόκληση νὰ διερευνήσει τὸ νόημα τῆς ἀλλαγῆς ποὺ ἔχει συντελεστεῖ στὴ θέση τῆς θρησκείας στὶς Δυτικὲς κοινωνίες τοὺς τελευταίους αἰῶνες: τί ἀκριβῶς συμβαίνει ὥστε μιὰ κοινωνία ποὺ τῆς ἦταν ἀδιανόητο –πρακτικὰ καὶ οὐσιαστικά– νὰ μὴν πιστεύει στὸν Θεό, νὰ ἀντιμετωπίζει σήμερα τὴν πίστη ἁπλῶς ὡς μία δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου μεταξὺ ἄλλων;

Ὁ Taylor, ἀναμφισβήτητα ἕνας ἀπὸ τοὺς διορατικότερους στοχαστὲς ἐπὶ αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων, κομίζει μιὰ μοναδικὴ ὀπτική. Ἐξετάζει τὴν ἐμφάνιση καὶ ἐξέλιξη πτυχῶν τῆς νεωτερικότητας ἐντὸς τῆς καλούμενης «Δυτικῆς Χριστιανοσύνης». Αὐτὸ ποὺ ἀντικρίζει δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνας ἁπλὸς καὶ διαρκὴς μετασχηματισμός, ἀλλὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐπανεκκινήσεις, ὅπου προγενέστερες ἐκφάνσεις τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ξεθωριάζουν καὶ νέες ξεπροβάλλουν στὴ θέση τους. Βλέπουμε λοιπὸν πὼς τὸ σημερινὸ κοσμικὸ σύμπαν δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς θρησκείας –παρόλο ποὺ σὲ ὁρισμένες κοινωνίες ἡ θρησκευτικὴ πίστη καὶ πρακτικὴ ἔχουν αἰσθητὰ ἐγκαταλειφθεῖ–, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τὴ διαρκῆ γέννηση νέων θρησκευτικῶν, ἀντι-θρησκευτικῶν καὶ πνευματικῶν ἐπιλογῶν, τὶς ὁποῖες ἄτομα καὶ ὁμάδες υἱοθετοῦν ὥστε νὰ νοηματοδοτήσουν τὸν βίο τους καὶ τὶς πνευματικές τους ἀνησυχίες. […]

 

Απόσπασμα από το βιβλίο: 

[…] Ἡ αἴσθηση ὅτι ἔχουμε φθάσει στὴν ὡριμότητα παραμερίζοντας τὴν πίστη μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀποδεσμευμένου λόγου καὶ τῆς ἀνάγκης νὰ ἀποδεχτοῦμε τὰ πορίσματα τῆς ἐπιστήμης, ὅποια καὶ ἄν εἶναι αὐτά. […] Μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπάρξει συνάμα ἡ αἰσθηση ὅτι ἡ ἐνηλικίωση πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει τὸ νὰ εἶναι ἱκανὸς κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀπὠλεια τοῦ νοήματος τῶν πραγμάτων, τὸ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ βρεῖ ἤ νὰ προβάλει νόημα ἔναντι ἑνὸς σύμπαντος ποὺ τὸ ἴδιο εἶναι ἄλογο. Ἐδῶ οἱ ἀρετὲς ἐνδέχεται νὰ μὴν εἶναι (ἤ νὰ μὴν εἶναι μόνο) ἐκεῖνες τοῦ ἀποδεσμευμένου λόγου καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ὑπευθυνότητας. Μἀλιστα, ἡ αἴσθηση μπορεῖ νὰ εἶναι ὅτι στὴν ἀναζήτηση νοήματος πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ὑπερβολικὰ ἁπλὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη. Ἡ βασικὴ ἀρετὴ ποὺ τονίζεται ἐδῶ εἶναι τὀ εὐφάνταστο θάρρος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸ κενὸ καὶ ἡ ἐνεργοποίηση μας ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὴν δημιουργία νοήματος. […]

Charles Taylor, Μια κοσμική εποχήμετάφραση: Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2015, σελ. 885 (απόσπασμα)

Older Entries