Χρήστου Γιανναρά,Η απανθρωπία του Δικαιώματος

4 Σχόλια

του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα

Χρήστου Γιανναρά, Η Απανθρωπία του Διακιώματος, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, ISBN 960-353-041-7

Το εν λόγω βιβλίο του καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρήστου Γιανναρά αποτελεί τομή στην όλη συζήτηση για τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Εισάγει μια νέα προβληματική. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μετανεωτερική, γιατί υπερβαίνει τις συνηθισμένες μορφές κριτικής του «δικαιώματος»: τη νεωτερική και τη φουνταμενταλιστική.

Η σύγχρονη νεωτερική κριτική του «δικαιώματος» έχει σαφώς μαρξιστικές καταβολές: Τα λεγόμενα «δικαιώματα του ανθρώπου» δεν είναι παρά μια υποκριτική, δήθεν οικουμενική ιδεολογία, στην υπηρεσία της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής «κατάκτησης του κόσμου», που άρχισε πριν από πεντακόσια χρόνια και «συνεχίζεται». Πέρα από υποκριτικό και παραπλανητικό, για τον τρίτο κόσμο, το «δικαίωμα» είναι τυπικό, μη πραγματικό, ακόμα και για την ίδια του τη μητρόπολη.
Το συμπέρασμα της κριτικής αυτής είναι, προφανώς, το αίτημα της «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Πώς όμως; Η μόνη πρόταση, που μπόρεσε να διατυπωθεί με σαφήνεια και ήδη σφράγισε τον αιώνα μας, είναι η μαρξιστική-λενινιστική: Το αστικό «δικαίωμα» να καταργηθεί, για ένα διάστημα («δικτατορία του προλεταριάτου»), ώσπου να εξαλειφθούν οι όροι που το καθιστούν υποκριτικό-τυπικό και οι οποίοι είναι (κατά τη μαρξιστική ανάλυση) η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Η φουνταμενταλιστική κριτική του «δικαιώματος», που βρήκε γόνιμο έδαφος μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας, υποστηρίζει ότι όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου (χάσμα Βορρά-Νότου, οικολογικό πρόβλημα κ.λπ.) προκύπτουν από την ατομοκεντρική θεμελίωση του νεωτερικού πολιτισμού, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι ακριβώς τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μόνη λύση είναι, για τους φουνταμενταλιστές, η επιστροφή στην προνεωτερική κολεκτιβιστική ολότητα, όπου δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά θέση για «ατομικιστικά» δικαιώματα.
Η απάντηση της νεωτερικής απολογητικής στις κριτικές αυτές είναι κατηγορηματικά απορριπτική: Το «δικαίωμα» είναι κατάκτηση αδιαπραγμάτευτη. Φυσικά και δεν ισχύει για όλους. Αλλά είναι αδύνατο να γεφυρωθεί τελείως το χάσμα ανάμεσα στον τύπο και την ουσία, τη θεωρία και την πράξη, το ιδανικό και το πραγματικό. Κι εδώ είναι που επικαλούνται την αποτυχία της μαρξιστικής πρότασης. Η αναζήτηση της «πληρότητας» του «δικαιώματος» έφερε μόνο την κατάργηση κάθε δικαιώματος. Στην προοδευτικότερή της μάλιστα εκδοχή, η νεωτερική απολογητική, συζητά σοβαρά τη δυνατότητα μεταρρυθμιστικής «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Τη συνδέει με τη μετάπτωση από τον «υποκειμενοκεντρικό» λόγο στον «επικοινωνιακό» λόγο (είναι η θέση π.χ. του γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας).
Ο Γιανναράς σπάει το πλαίσιο αυτό. Δεν στέκεται στο αν το «δικαίωμα» είναι υποκριτικό ή όχι, τυπικό ή μη, στο Κέντρο ή στην Περιφέρεια και σε ποιο βαθμό. Μιλά κατηγορηματικά για την «απανθρωπία» του «δικαιώματος». Απορρίπτει επίσης ανεπιφύλακτα τη φουνταμενταλιστική πρόταση: Ζητά τον «εξανθρωπισμό» του «δικαιώματος». Όχι την κατάργησή του. Ανοίγεται έτσι σε μια πολλά υποσχόμενη μετανεωτερική τοποθέτηση του ζητήματος.
Αλλά γιατί το νεωτερικό «δικαίωμα» είναι «απάνθρωπο»; Το νεωτερικό «δικαίωμα» βασίζεται στην αναγωγή του συγκεκριμένου ανθρώπου σε αφηρημένο άτομο. Απαλείφει τη μοναδικότητα, την ανομοιότητα, την ετερότητα του κάθε ανθρώπου. Ως εργαζόμενος π.χ. διαφέρω μόνο στην «ειδικότητα» και στο «μπαγκράουντ». Ως πολίτης (ψηφοφόρος ή ψηφοθήρας) διαφέρω μόνο στην κομματική ταμπέλα. Ως καταναλωτής είμαι η ακόρεστη επιθυμητική βουλιμία. Έτοιμος να προσκολληθώ στο όποιο φανταχτερό υποκατάστατο έχει προκαθορίσει η επιστημονικά δουλεμένη παραπειστική διαφήμιση. Οι κοινωνικές σχέσεις δομούνται έτσι σε μηχανικά συστήματα, όπου ουδείς αναντικατάστατος. Δεν δουλεύουν με τους πραγματικούς ανθρώπους, αλλά με «φορείς» τυποποιημένων «αναγκών» και τυποποιημένων «δικαιωμάτων», που επιδέχονται τυποποιημένη, επίσης, «ικανοποίηση». Η αρχή της αντικαταστασιμότητας του πραγματικού από το ιδεατό, είναι η θεμελιακή αρχή, με βάση την οποία λειτουργεί ο άνθρωπος του νεωτερικού «δικαιώματος». Ιδανικό του είναι να κάνει την κοινωνία μια αυτόματη μηχανή, όπου η αυτονομημένη Αγορά υποτάσσει την Πολιτική και όπου οι πραγματικοί άνθρωποι υποκαθίστανται από στατιστικές μονάδες με «δείκτες» που λαμβάνουν τη μια ή την άλλη «τιμή», ώστε να γίνεται δυνατή η διαπραγμάτευσή τους σε πακέτα.
Δεδομένου ότι το «Σύστημα» αυτό ενσωματώνει όλο μας τον κοινωνικό χρόνο οι συνέπειες δεν είναι καθόλου αμελητέες. Αν η μοναδικότητα, η ετερότητα, η ιδιοπροσωπία μου, δεν ενσαρκώνονται σε κοινωνικές ανάγκες και δεν διαμεσολαβούνται από κοινωνικές σχέσεις, τότε σε ποιο χώρο και χρόνο μπορούν να ενσαρκωθούν και να υπάρξουν; Καθώς η υπαρκτική διαφορά παύει να κοινωνείται καταδικάζεται να ατροφήσει. Τη θέση του ανθρώπου την παίρνει η ψηφιακή προσομοίωσή του στη μνήμη της κοινωνικής μηχανής. Αλλά δεν γίνεται τότε κι ο ίδιος ο άνθρωπος μηχάνημα; Το τυπικό-απρόσωπο «δικαίωμα» είναι η ιδέα – κλειδί στην οικοδόμηση του πραγματικά απάνθρωπου αυτού Συστήματος. Να γιατί ο Γιανναράς μιλά για «απανθρωπία». Η απανθρωπία είναι εγγενής στην απροσωπία του νεωτερικού «δικαιώματος».
Ποια είναι η πρόταση του Γιανναρά; Είναι να ξαναπάρουμε τα πράγματα από την οντολογική αρχή τους, τώρα που τίθεται θέμα υπέρβασης του νεωτερικού «παραδείγματος». Να ξεκινήσουμε με αφετηρία την απόλυτη ετερότητα, τη μοναδικότητα, τη μη αντικαταστασιμότητα του προσώπου. Με ζητούμενο όχι την άρνησή τους, αλλά την ελεύθερη δυναμική κοινωνικοποίησή τους. Αλήθεια, γιατί να μην είναι δυνατή μια ανανοηματοδότηση του «δικαιώματος», ικανή να άρει την απροσωπία-απανθρωπία του; Κι εδώ ο Γιανναράς μας προτείνει να ξαναπιάσουμε το κομμένο νήμα της ελληνικής εμπειρίας.
Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν η διανόησή μας είναι σε θέση να τον παρακολουθήσει. Μπορεί στη Δύση να βρίσκεται σε ανάπτυξη η «μετανεωτερική» αναζήτηση, αλλά εμείς εδώ συζητάμε ακόμη αν πρέπει να ανέβουμε ή όχι στο «τρένο» της νεωτερικότητας. Για να δεχθούμε τη μετανεωτερική πρόκληση πρέπει, πριν απ’ όλα, να αποβάλλουμε τις παρωπίδες: τόσο τις νεωτερικές όσο και τις φουνταμενταλιστικές.
πηγή: Kαθημερινή 1998, ηλ. επεξεργασία: Αντίφωνο

Share


Νόρμαν Μέιλερ “Περί Θεού”: Kριτική αποτίμηση

Σχολιάστε

Νόρμαν Μέιλερ, Περί Θεού,μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008,ISBN 978-960-03-4683-1.

Του Γ.Μ.Βαρδαβά

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη χώρα μας σε μετάφραση το κύκνειο άσμα του γνωστού αμερικανού συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ. Τίτλος του “Περί Θεού”. Περιλαμβάνει εκτεταμένες συζητήσεις του συγγραφέα με τον ηθοποιό Μάικλ Λένον. Δεν προκαλεί εντύπωση που ένας πρώην “άθεος” θέλει να δώσει απαντήσεις στο περί Θεού ερώτημα. Εξάλλου τα μυθιστορήματα του Μέιλερ κατά καιρούς περιείχαν τις θεολογικές του θέσεις.

Διαβάζοντας το “Περί Θεού” δεν θα μπορούσα να μη διαφωνήσω σε αρκετά σημεία του έργου:

1. Πρώτο σημείο διαφωνίας είναι η προσπάθεια εκ μέρους του Ν.Μ.  να αναδείξει το νεογνωστικισμό ως απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα των καιρών μας. Φαίνεται καθαρά η ατομοκεντρική οπτική του. Υιοθετεί το γνωστικισμό ως όχημα για την καταξίωση του “εγώ”. Έτσι φτάνει σε απαράδεκτες “ισαριθμίες”. Δεν θεωρεί το Θεό παντοδύναμο, ούτε και πανάγαθο (η ιδέα αυτή βέβαια δεν είναι καινούργια: ας θυμηθούμε τον Μπερξόν και κυρίως τον Καζαντζάκη). Από την άλλη πλευρά, τη θεολογική του αντίληψη διακατέχει η επί ίσοις όροις πάλη Θεού και διαβόλου. Δεν θεωρεί το Θεό τέλειο. Απλά τον δέχεται σαν καλλιτέχνη (θυμίζει στο σημείο αυτό τον Πλάτωνα), που όμως “κάνει λάθη”.

2. Ο χριστιανισμός που γνωρίζει ο Ν.Μ. είναι ένας δυτικότροπος και σχολαστικός χριστιανισμός. Αγνοεί την ορθοδοξία, αν και σχεδόν την επικαλείται κάνοντας λόγο για θεολογία “της απουσίας”. Ωστόσο η αποφατική θεολογία ως θεολογικός δρόμος είναι γνωστή στην ορθόδοξη παράδοση ήδη από την εποχή των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων. Αν  ο Ν.Μ. την αγνοεί, είναι μια άλλη ιστορία. Κανείς  άνθρωπος δεν είναι παντογνώστης. Πολλοί πάντως μπερδεύουν τον αυθεντικό χριστιανισμό με τις ποικίλες παραφθορές του. Πολλώ μάλλον άνθρωποι σαν τον Μέιλερ, που τον έχουν γνωρίσει μόνο στη δυτικότροπη εκδοχή του: καθολική ή προτεσταντική το πολύ. Δικαίως λοιπόν ασκεί σε πολλά σημεία κριτική, αλλά δυστυχώς φαίνεται ν’ αγνοεί ότι υπάρχει και “κάτι άλλο”, παρά τη “μειοψηφικότητα” του.

3. Η αναγνώριση εκ μέρους του Ν.Μ. της “ανωτερότητας του ιουδαϊσμού” μόνο σε προβληματισμό  μπορεί να μας οδηγήσει. Δεν διαφωνεί κανείς πως η συμβολή του ιουδαϊσμού στο μονοθεϊσμό είναι καταλυτικής φύσης. Ωστόσο ο ιουδαϊσμός στην εξέλιξή του προσέλαβε και πολύ “τυπολατρία” και ακόμα περισσότερο “νομικισμό”, αλλά και άλλα αρνητικά στοιχεία που έκαναν το νεαρό Μάρξ να γράψει ένα λίβελλο εναντίον του (το γνωστό μας “Εβραϊκό Ζήτημα”). Προσέτι δεν είναι δυνατόν η Παλαιά Διαθήκη με τις σκληρές περιγραφές της να θεωρείται “ανώτερο” κείμενο από την “ψεύτικη”(!!!), κατά τον Ν.Μ., Καινή Διαθήκη. Για μας φυσικά δεν τίθεται θέμα ανωτερότητας αλλά αλληλοσυμπλήρωσης των δυο Διαθηκών. Κατανοητή καθίσταται ωστόσο η στάση του συγγραφέα, δοθέντος ότι ανετράφη σε ιουδαϊκό περιβάλλον. Μπορεί να βαριόταν στη συναγωγή, όπως αναφέρει σε κάποια συνέντευξή του, αλλά αλλού λέει για την ευσέβεια της οικογένειάς του και κυρίως του πατέρα του, που  διατέλεσε και ραββίνος. Κατά συνέπεια δεν μπορεί στο σημείο αυτό να θεωρηθεί αντικειμενικός (αν νομιμοποιούμαστε βέβαια να κάνουμε λόγο για αντικειμενικότητα σε θέματα πίστεως και πεποιθήσεων γενικότερα˙  πρόκειται για την κλασική κατάφαση στην αλήθεια όλων όσων θρησκεύουν˙ δεν λένε απλά ότι μετέχουν στην  αλήθεια, αλλά ότι κατέχουν όλη την αλήθεια). Από  την  άλλη το θετικό είναι ότι τοποθετείται αρνητικά και έναντι του μηδενισμού και της “αθεΐας”.

4. Η απαξίωση της αγιότητας, με κυνικό μάλιστα τρόπο, από τον Ν.Μ. μας βάζει σε πολλές σκέψεις. Δέχεται την αγιότητα σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, αλλά και εκεί οι απόψεις του είναι συγκεχυμένες. Η ειρωνική διατύπωση του ερωτήματος “πού πάνε οι άγιοι” προκαλεί θυμηδία και η κριτική του στην αυθαίρετη δυτικότροπη αντίληψη περί “περίσσειας” στις αξιομισθίες των αγίων δεν αφορά τον ορθόδοξο χριστιανισμό, που απορρίπτει ως αιρετική αυτή τη θέση. Όλα αυτά δείχνουν τουλάχιστον άγνοια της αυθεντικής διάστασης της αγιότητας. Αλλά και τα σημεία, όπου φαίνεται ν’ αναγνωρίζει πτυχές της αγιότητας, τα συνοδεύει με αφορισμούς περί “παθητικότητας” και αδυναμίας προσπαθώντας να επαναφέρει στην επικαιρότητα τη βιταλιστική αθεΐα του Νίτσε ή έστω τις βασικές πτυχές της διδασκαλίας του Νίτσε περί “υπερανθρώπου”.

5. Στο ζήτημα της θεοδικίας δίνει διάφορες διαστάσεις. Ωστόσο φαίνεται ν’ απεχθάνεται μετά βδελυγμίας την άποψη για το “μυστήριο του Θεού” και τις “άγνωστες βουλές του Κυρίου”, που “βολεύουν τους παπάδες” αλλά δεν δίνουν απαντήσεις. Προβάλλει διάφορες άλλες απαντήσεις στο πρόβλημα της θεοδικίας, που ποτέ δεν προβλήθηκαν ούτε υιοθετήθηκαν από την ορθόδοξη πατερική θεολογία και παράδοση και καμία σχέση δεν έχουν με το πνεύμα του αυθεντικού χριστιανισμού.

6. Η αποδοχή της θεωρίας της μετενσάρκωσης, ως απάντησης για το τι γίνεται μετά θάνατον, σαφώς και δεν ικανοποιεί σχεδόν κανένα σοβαρά προβληματιζόμενο για τα πνευματικά ζητήματα.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα σημεία διαφωνίας, αλλά κρίνουμε σκόπιμο να μην τον “διαφημίσουμε” άλλο. Στα υπαρξιακά ερωτήματα δεν υπάρχει μόνο μια απάντηση. Άλλο αν ο Ν.Μ. κατηγορεί την εκκλησία για “κατασκευή απαντήσεων”. Εξάλλου η αποφατική θεολογία δεν εξαντλεί την αλήθεια στη διατύπωση της αλλά αναδεικνύει το άρρητο, το “άκτιστο”. Δεν πρόκειται για μια δυτικότροπη “θεολογία των αρνήσεων”, αλλά για κατάφαση στο ακατάληπτο του Θεού, στο μεγαλείο του μυστηρίου Του. Κοντολογίς είναι η διάκριση μεταξύ του “τι” της αληθείας και του “ΤΙΣ έστιν η  Αλήθεια”, που οφείλουμε στη σοφία του γέροντος Σωφρονίου του Essex.

Το σημείωμα αυτό αρχικά δημοσιεύθηκε στην ΟΟΔΕ.

Δείτε και την κριτική του Μανώλη Πιμπλή με τίτλο «Δεν έχει τον Θεό του» στα «Νέα«.

Share