Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’  αμπέλια, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018, ISBN: 978-960-435-641-6.

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας -δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά-, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.

Στ. Ζ.

***

Παραθέτουμε την κριτική του Μ. Πιμπλή που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 25/11/2018:

 

Πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων

«Δεν με διαμόρφωσαν τα γράμματα και οι τέχνες, ό,τι είμαι το χρωστάω σε όσα έζησα, κυρίως σε όσα έζησα με την αδερφή μου. Τα εννιά καλοκαίρια στ’ αμπέλια έπαιξαν και αυτά σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όπως αναγνώρισα πολύ αργότερα. Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων. Γνώρισα στη ζωή μου και συνδέθηκα φιλικά και με πλούσιους ανθρώπους. Ευγενείς, καλλιεργημένοι, με παιδεία και ενδιαφέροντα, ευαίσθητοι, ενίοτε και φιλάνθρωποι. Όσο στενά κι αν συνδέθηκα, υπήρχε πάντα κάτι, με μια δυο εξαιρέσεις, που εμπόδιζε την πλήρη ψυχική επικοινωνία. Ήμουν με τους άλλους, ακόμη και όταν ήταν αφόρητοι. Οι μια δυο εξαιρέσεις αφορούν ανθρώπους που άλλα χαρίσματά τους μείωναν κατά πολύ την αμαρτία του πλούτου. Το χρήμα δεν είναι ποτέ μόνο το χρήμα, είναι ένας τρόπος θεώρησης του κόσμου και της ζωής, που χωρίζει τους ανθρώπους με πολύ ισχυρότερο τρόπο από ό,τι οι άλλες διαφορές. Στα ζευγάρια, για παράδειγμα, οι κάθε λογής διαφορές -εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές, φυλετικές πολιτιστικές- μπορούν να γεφυρωθούν, όχι εύκολα αλλά πάντως μπορούν. Η ταξική διαφορά δεν γεφυρώνεται ποτέ!»

Είναι πράγματι εκπληκτικές οι παραδοχές που κάνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στα δύο αυτοβιογραφικά του βιβλία, το «Η αδερφή μου» και το ολοκαίνουριο «Στ’ αμπέλια» (εκδόσεις Πόλις και τα δύο). Ειδικά για το τελευταίο, ο συγγραφέας λέει -σωστά- ότι είναι πολύ βαρετό να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου και, αν το έκανε να γράψει γι’ αυτά, το έκανε όσο χρειαζόταν «για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου».
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι παρόλα αυτά κατάφερε να δώσει ένα καταπληκτικό μάθημα για το πώς μπορεί, κάποιος, από τα παιδικά του χρόνια, να αντλήσει βαθιά συμπεράσματα για τον ίδιο του τον ενήλικο εαυτό, χωρίς να πέσει σε ψευτονοσταλγίες ή σε καλλωπισμούς της μνήμης, που βέβαια οδηγούν και στην παγίδα της επιφανειακής αυτοεπιβεβαίωσης.
Όμως η ουσία είναι πράγματι, όπως την προσδιόρισε. Προσπάθησε να διασώσει έναν κόσμο που χάθηκε οριστικά. Όπως άλλωστε παρατηρεί με ευστοχία: «Οι άνθρωποι της ηλικίας μου (γεννήθηκα το 1953), όσοι ειδικότερα γεννηθήκαμε σε κάποιο ελληνικό χωριό, έχουμε ένα τεράστιο πολιτιστικό πλεονέκτημα: γνωρίσαμε, όπως έλεγε ένας μακαρίτης πια Κύπριος φίλος, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, την ιστορία της ανθρωπότητας από το ησιόδειο άροτρο μέχρι το ταξίδι στο φεγγάρι. Κυριολεκτικά. Οι άνθρωποι στη Συκιά όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν, όπως διαβάζουμε στο “Έργα και Ημέραι” του Ησιόδου».

 

Οι άνθρωποι στη Συκιά

Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι στη Συκιά; Είναι οι συγγενείς του Σταύρου Ζουμπουλάκη και οι συγχωριανοί τους με τους οποίους ζούσε αποκλειστικά τα καλοκαίρια, για εννέα χρόνια, στο χωριό αυτό της Λακωνίας, όχι πολύ μακριά από τη Μονεμβασιά. Ο παπάς πατέρας του, που είχε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα, είχε μετακομίσει στην Αθήνα μαζί με όλη την οικογένεια. Τον μικρό Σταύρο, τον έστελναν στην αδελφή του παπά στο χωριό με το που έκλειναν τα σχολεία, και με μία ρητή εντολή: να γυρίσει τουλάχιστον τρία-τέσσερα κιλά βαρύτερος, γιατί έπασχε από κυάμωση και δεν έπαιρνε ούτε δράμι βάρος με αποτέλεσμα να είναι καχεκτικός, αλλιώς «βερέμης».
Στην πραγματικότητα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δεν πήγαινε στην ίδια τη Συκιά αλλά σε ένα πρόχειρο καταυλισμό των κατοίκων της που λεγόταν «αμπέλια». Στ’ αμπέλια δεν υπήρχαν και πολλά κλήματα, υπήρχαν συκιές και ελιές. Κάθε κάτοικος της Συκιάς είχε εκεί ένα καλύβι (έτσι λεγόταν αν είχε κεραμοσκεπή) ή μια καμάρα (έτσι λεγόταν αν είχε πλάκα στη στέγη). Εκεί πήγαιναν οι χωρικοί το καλοκαίρι κυρίως για να οργανώσουν το μάζεμα των σύκων.

 

Αναβίωση ενός ολόκληρου τρόπου ζωής

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για ένα άλλο σχετικά πρόσφατο βιβλίο του, το «Υπό το φως του μυθιστορήματος», είναι εδώ και λίγα χρόνια πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης αλλά και του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος «Άρτος Ζωής». Έχει αρκετά πλούσιο δοκιμιακό έργο, έργο ποιοτικό και με μεγάλο εύρος, που εκτείνεται από μελέτες για τον Παπατσώνη και τον Παπαδιαμάντη μέχρι το ζήτημα «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία».
Εδώ όμως πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για την αναβίωση ενός ολόκληρου τρόπου ζωής με τις καθημερινές του συνήθειες, τον πολιτισμό και το λεξιλόγιό του. Ειδικά ως προς το τελευταίο, το βιβλίο αυτό είναι θησαυρός. Ενώ ο συγγραφέας μιλάει απλά, κατά διαστήματα χρησιμοποιεί λέξεις που ελάχιστοι γνωρίζουν, λέξεις όχι του λεξικού αλλά της πραγματικής χρήσης τους, άψογα ενσωματωμένες στη ροή του κειμένου. Το πατητήρι εδώ λέγεται ληνός, ο μούστος μετριέται με μπότσες (περίπου 2,5 κιλά) ενώ τα ζώα χωρίζονται σε ζούμπερα και ζα. Τα πρώτα περιλαμβάνουν τις κότες, τα πρόβατα, τα κατσίκια, τις γίδες, τα δεύτερα είναι τα μεγάλα ζώα που χρησιμεύουν ως υποζύγια. Και στη φτώχεια που επικρατούσε τότε, οι άνθρωποι αν τύχαινε και έτρωγαν έξω έπαιρναν γίδα βραστή, γιατί το έξτρα ζουμί ήταν δωρεάν και μπορούσαν να βουτάνε ψωμί και να χορταίνουν. Και το να χάσουν ένα μεγάλο ζο ήταν χτύπημα πιο σκληρό από το θάνατο ενός νηπίου. «Ο θάνατος των μικρών παιδιών ήταν κάτι φυσικό, συνέβαινε σε όλες τις μανάδες, δεν ήταν μια σκληρή μοίρα που χτύπαγε μιαν άτυχη. Χωρίς υπερβολή, όπως ήταν αναμενόμενο να μη ζουν όλα τα κατσίκια μιας γίδας, έτσι και τα παιδιά μιας γυναίκας».

 

Κιβωτός μνήμης

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης περιγράφει τον κόσμο αυτό με συγκίνηση, όπως λέει ο ίδιος -εμείς θα προσθέταμε και με τρυφερότητα-, αν και όχι με νοσταλγία. «Τι να νοσταλγήσεις; Τη φτώχεια, την υψηλή παιδική θνησιμότητα, την εντελώς απροστάτευτη απέναντι στην παραμικρή αρρώστια ζωή; Τη φυσική και ψυχική βία εις βάρος των μικρών παιδιών και των γυναικών; Το κουτσομπολιό, την κακολογία και τον ασφυκτικό έλεγχο της ιδιωτικής -τρόπος του λέγειν- ζωής; Τη δεισιδαιμονία και τον αναλφαβητισμό; (…) Αυτό τον κόσμο τον νοσταλγεί μόνο όποιος δεν τον έχει γνωρίσει».
Πράγματι. Ωστόσο, ακόμη και χωρίς νοσταλγία, δεν μπορεί παρά να προκαλεί δέος το γεγονός ότι μια μακραίωνη πολιτισμική ιστορία, αυτή του προνεωτερικού κόσμου, όπως λέγεται, χάθηκε μέσα σε μία μόλις γενιά, στα δικά μας χρόνια. Και είναι περίεργο ότι φάνηκε αναγκαίο στον συγγραφέα, αλλά και σε εμάς τους αναγνώστες του εντέλει, καθώς διαβάζουμε το βιβλίο και το συλλογιζόμαστε, να γραφτεί όχι ένα μυθιστόρημα που θα εμπεριέχει χαρακτηριστικά μιας άλλης εποχής, αλλά ένα καθαρό απόσταγμα εμπειριών, μια κιβωτός μνήμης για πράγματα που ξέραμε κάπως από τους πατεράδες μας και για τα οποία τα παιδιά μας ήδη δεν έχουν καμία ιδέα.

 

Ένας κόσμος σκληρός, αλλά γνήσιος

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν το βιβλίο που έγραψε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θα έχει νόημα να διαβαστεί και μετά από τριάντα χρόνια. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Γιατί ο κόσμος παίρνει οριστικά άλλη ρότα και θα τον απασχολούν άλλα πράγματα. Ωστόσο για μας τώρα, για τη δική μας ταυτότητα που παραμένει εκκρεμής, το μικρό αυτό βιβλίο είναι ένα βάλσαμο. Θέλεις να το διαβάσεις και δεύτερη φορά μόλις το τελειώσεις και είναι σίγουρο ότι θα θέλεις να ανατρέχεις σε αυτό ξανά και ξανά στο μέλλον. Αν εκείνος το έγραψε, όπως λέει, επειδή πρόκειται για τον κόσμο των αγαπημένων του ανθρώπων, των ανθρώπων που τον αγάπησαν και τους αγάπησε, εμείς πάλι το διαβάζουμε -και αυτή είναι η επιτυχία του- γιατί ο κόσμος αυτός, για όσους τουλάχιστον νιώθουν ακόμα στη μύτη τους μια μυρωδιά του, είναι ένας κόσμος σκληρός μεν αλλά γνήσιος, αυθεντικός, με μια έννοια πολύ βαθύς. Μια παλέτα των βασικών χρωμάτων, των απλών γεύσεων σε όλη τους την αψάδα. Είναι δηλαδή και για μας, σαν ένας στιβαρός γονιός που χάθηκε για πάντα, αφήνοντάς μας το τραύμα μιας μεγάλης απώλειας. Ενώ ο τωρινός κόσμος, που θέλει να είναι κόσμος των ποικίλων αποχρώσεων και των ρευστών εντάσεων, μοιάζει ολοένα και πιο ξέθωρος και καχεκτικός. Και αρκετά fake. Ποιος θα νοιαζόταν αν χαθεί;

 

Μανώλης Πιμπλής

 

http://epohi.gr/panta-me-thn-meria-twn-ftwxwn-kai-twn-adikhmenwn/