Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Στο νέο του εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού (εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020) ο Νικόλας Σεβαστάκης συνεχίζει και επεκτείνει την προβληματική που τον απασχόλησε στο δοκίμιο του με τίτλο Φαντάσματα του καιρού μας: Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017). Από την εξαιρετικά εκτεταμένη και απαιτητική πολιτική θεματική του βιβλίου σταχυολογούμε παρακάτω ελάχιστες ψηφίδες.

Ο συγγραφέας υπερασπίζεται με ψυχραιμία και αίσθημα ευθύνης τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σε έναν κόσμο ρευστό, όπου κυριαρχεί ο πολιτικός σχετικισμός, η λαϊκιστική δυσφορία, ο αμοραλισμός, η αδολεσχία, η προχειρότητα, ο μαξιμαλισμός, η ανελαστικότητα και η επιφανειακή προσέγγιση τύπου social media. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναγνωρίζει την εγγενή, ενίοτε, αδυναμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να εξάγει συναισθήματα στοιχειώδους ενσυναίσθησης για καταστάσεις κοινωνικής οδύνης και παράλληλα να αντιμετωπίσει δυναμικά τον πολιτικό σχετικισμό, το λαϊκισμό και τους νέους εθνικισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία θα συνδεθεί, αναπότρεπτα, στην ιστορία της με ένα πνεύμα απογοητευτικών αυτοπεριορισμών” (μν. έργ., σελ. 23). Και λίγο παρακάτω: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανίστηκε λοιπόν ως κάτι ελλειμματικό απέναντι σε μια πληρότητα νοήματος που την ξεπερνούσε και, κατά κάποιον τρόπο την εξέθετε” (ό.π., σελ. 23-24). Και αλλού: “Μπορούμε να συμφωνήσουμε γενικά ότι είχαν και έχουν πάντα ένα δίκιο από παλιά κάποιοι τιμητές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πνεύματος στον ισχυρισμό τους ότι από τον φιλελευθερισμό λείπει αρκετές φορές η μυρωδιά της αληθινής πικρίας και η αίσθηση των καταστάσεων πραγματικής, σπαρακτικής οδύνης. Συχνά -και όχι αδίκως- ένας φιλελευθερισμός των ηπίων ευχολογίων εμφανίζεται ως εκτός τόπου εκεί όπου μια κοινωνική διαμάχη αποκτά ένταση ή εκεί όπου οι σχέσεις εξουσίας χάνουν κάθε αναλογικότητα και ισορροπία ” (ό.π., σελ. 86).

Καίριο σημείο του βιβλίου συνιστά η επισήμανση του συγγραφέα ότι “η υπαρξιακή ασφάλεια και οι αυθεντικές συγκινήσεις συνδέονται όλο και περισσότερο με μη φιλελεύθερες αξίες και καταστάσεις” (ό.π., σελ. 98), γεγονός που εκβάλλει στον εθνορομαντισμό, την παραδοσιαρχία, την νοσταλγική “επίκληση μιας εντατικής κοινοτικής εμπειρίας” (αυτ.), αλλά ταυτόχρονα αναδεικύει εξαιρετικά περίεργα και ετερόκλητα αμαλγάματα και υβρίδια, που, πλέον, δεν προκαλούν καμία εντύπωση στον έμπειρο πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή. Δείγματος χάριν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κατά τον συγγραφέα, η συμπόρευση τμημάτων του νεοφεμινισμού με τους υπερασπιστές του πολιτικού Ισλάμ! (βλ. ό.π., σελ. 99).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πολιτική ερμηνεία του συγγραφέα στο φαινόμενο της έξαρσης των νέων εθνικισμών. Ο Νικόλας Σεβαστάκης συνδέει την ανάδυση των νέων εθνικισμών με την αναζήτηση της έντασης στην πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικά: “[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]” (βλ. ό.π., σελ. 111-112).

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρούμε το κεφάλαιο με τίτλο “Περιθώρια της δημοκρατίας” (βλ. σελ. 115-140), στο οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει το φαινόμενο του τεχνολαϊκισμού, την πρόσμιξη δηλαδή τεχνοκρατίας και λαϊκισμού (βλ. σελ. 124 κ.ε.). Παράλληλα αναφέρεται στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: “Πέρα από όλα τα άλλα, η φιλελεύθερη δημοκρατία υπονομεύεται από το γεγονός πως η έξοδος από τις δογματικές και μεσσιανικές εκδοχές πολιτικού πάθους παίρνει τη μορφή ενός οπορτουνισμού δίχως αρχές” (βλ. ό.π., σελ. 127). Μεγάλης σημασίας είναι η επισήμανση του συγγραφέα ότι ένα σοβαρό έλλειμμα του φιλελευθερισμού είναι “η αδυναμία να προσεγγίσει ικανοποιητικά το θέμα του γιγαντισμού της εξουσίας σε όλες του τις διαστάσεις” (ό.π., σελ. 130).

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μια σημαντική αντινομία μεταξύ της συνέργειας σε διυποκειμενικό επίπεδο και στις μορφές πολιτειακής συγκρότησης: παρά τη φαινομενική τεχνολογική πρόοδο “πολιτικά βρισκόμαστε ακόμη κοντά στη διαίρεση σε κάστες(βλ. ό.π., σελ. 153).

Η προβληματική του συγγραφέα είναι πολυπρισματική και η διαπραγμάτευση του θέματος εξαντλητική. Στο πλαίσιο ενός σύντομου σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν όλες οι προκείμενες του σημαντικού αυτού έργου. Προτείνουμε την ενδελεχή μελέτη ολόκληρου του δοκιμίου, που προϋποθέτει σύσσωμη την προσοχή μας, χωρίς περισπάσεις.

Κλείνουμε με μία σημαντική επισήμανση του συγγραφέα περί τέχνης: Η τέχνη μπορεί να υποδεχτεί το ναυάγιο του κόσμου και όλες τις ιστορικές καταστροφές. Συνεχίζει δημιουργικά ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας και βαναυσότητας(ό.π., σελ. 142).

Ηράκλειο, 3 Ιουλίου 2020