Νικόλας Σεβαστάκης, [Πολιτική παράλυση]

Σχολιάστε

Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024,ISBN: 978-960-435-8437-4.

Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου: 

(…) Οι παράγοντες που οδηγούν το δημοκρατικό κράτος σε πολιτική παράλυση δεν ανάγονται μόνο στην παγκόσμια οικονομία αλλά και σε ιδέες ξένες ή εχθρικές προς τη βασική κανονιστική αρματωσιά των κοινωνιών μας, ιδέες που παράγονται στο εσωτερικό και όχι κάπου «εκεί έξω». Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ζει με όρους πολιτικής κοινωνίας, αφού έχει διαρρηχθεί πλήρως η σχέση με τη γραμματική των θεσμών και την ιστορία. Και αυτό είναι μια σοβαρή πηγή εσωτερικής εξασθένισης όλων των θεσμικών συστημάτων. (…)

Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024, σελ. 13-14.

Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή

Σχολιάστε

Χριστόφορος Ελ. Αρβανίτης, Θρησκεία – ιδεολογία – πολιτισμός στη σύγχρονη εποχήεκδόσεις Επίκεντρο (σειρά: CEMES 27), Θεσσαλονίκη 2020, ISBN: 978-960-458-513-7.

πηγή: bookpress

Για τη μελέτη του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη «Θρησκεία, Ιδεολογία, Πολιτισμός στη σύγχρονη εποχή» (πρόλογος: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, εκδ. Επίκεντρο)

Του Γιώργου Σιακαντάρη*

Δυστυχώς τα περισσότερα βιβλία στη χώρα μας τα σχετικά με την ανάλυση της θρησκείας και των θρησκευτικών στάσεων και συμπεριφορών χωρίζονται είτε στην κατηγορία επιφανειακών αντικληρικαλιστικών πονημάτων είτε σ’ αυτά που λειτουργούν ως «ιδεολογικοί μηχανισμοί» ενός διχαστικού δήθεν ορθόδοξου λόγου. Το βιβλίο του Χριστόφορου Ελ. Αρβανίτη, Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού και της Θρησκείας, ενός από τους πιο διεισδυτικούς και ανοικτόμυαλους αναλυτές της Θρησκείας ως κοινωνικού και παράγωγου πολιτισμού φαινομένου, δεν αποτελεί απλώς εξαίρεση: Αποτελεί οδηγό για το ποια μπορεί να είναι η προοδευτική ματιά στην ανάλυση της θρησκείας ως πολύπλοκης διαδικασίας που δεν μπορεί να αναλώνεται σε υπεραπλουστεύσεις ενός αντικληρικαλισμού ή ενός ορθόδοξου εθνικισμού.

Για να μη παρερμηνευτούν αυτές οι γραμμές, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου αυτού καθαυτού, με ένα θεολογικό έργο δηλαδή, αλλά με την ανάλυση των σχέσεων της θρησκείας με το κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό περιβάλλον της. Επομένως, έχουμε μια εξαιρετική κοινωνιολογία της θρησκείας. Κατ’ αυτή την κοινωνιολογία, η θρησκεία ενοποιεί ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους όσον αφορά τις ταξικές και τις πολιτικές τους ιδεολογίες. Η επιρροή της θρησκείας μάλιστα είναι πιο δυνατή, εκεί όπου αποδυναμώνεται η επιρροή της πολιτικής. Βεβαίως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίζει και την άλλη πλευρά, τον διαχωριστικό λόγο των θρησκειών, μόνο που αυτόν τον αποδίδει όχι τόσο στο θεολογικό και θρησκευτικό περιεχόμενο τους, όσο στον τρόπο που τις χειρίζονται οι ίδιες οι εκκλησίες αλλά και τα εθνικά κράτη.

Η θρησκεία ως προϊόν και παράγωγο των επιμέρους ανθρώπινων πολιτισμών αποτελεί κοινωνική κατασκευή, αλλά ταυτοχρόνως και πολιτισμικό στοιχείο, όπως αυτό αναδύεται μέσα από διαφορετικές συλλογικότητες. Βεβαίως όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν διαχρονικά, αλλά μόνο στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, πρώιμης και ύστερης, πρώτης και δεύτερης. Κατά τον συγγραφέα, και πολύ σωστά, είναι λανθασμένες εκείνες οι ερμηνείες που αποβάλλουν τη θρησκεία από τη νεωτερικότητα. Εκείνο που αποβάλλει η νεωτερικότητα δεν είναι η θρησκεία, αλλά η ταύτιση της με την κοσμική εξουσία.

Γίνονται θρησκείες οι ιδεολογίες;

Οι ιδεολογίες ως συστήματα επεξεργασμένων ιδεών της ανθρώπινης νόησης είναι παράγοντες σύγκρουσης και ανατροπής. Τι το κοινό επομένως μπορούν να έχουν με τις θρησκείες; Στις παραδοσιακές κοινωνίες η θρησκεία αποτελούσε το θεμέλιο της γνώσης, αλλά και της ευσέβειας. Την υποχώρηση της ως κανόνα συμπεριφοράς κατά τον 18ο και 19ο αιώνα έρχεται να καλύψουν οι ιδέες που παράγονται στους κόλπους των αστικών και εργατικών μαζών. Είναι τώρα οι ιδεολογίες που προβάλλονται ως νέες θρησκείες. Οι ιδρυτές των ιδεολογιών εμφανίζονται με το κύρος των ιδρυτών των μεγάλων θρησκειών. Η εκκοσμίκευση δεν είναι μόνο άρνηση της ταύτισης του κοσμικού με το ιερό, είναι και θρησκειοποίηση των ιδεολογιών. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης μας μαθαίνει ένα πολύ σοβαρό πράγμα. Αφενός πως ιδεολογία δεν σημαίνει πάντοτε στρεβλή συνείδηση και αφετέρου πως στην κοινωνία τίποτα δεν είναι καθαρό, τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Εκεί που σ’ ένα φαινόμενο το προσεκτικό μάτι διακρίνει πολλά αρνητικά στοιχεία, το ίδιο προσεχτικό και ανεχτικό -όχι αμερόληπτο- μάτι μπορεί να διακρίνει και τους σπόρους μιας άμεσης ή βραχυπρόθεσμης προοδευτικής αλλαγής.

Το θρησκευτικό φαινόμενο συνδέεται και με την εξουσία. Όχι μόνο με την εκ πρώτης όψεως εξουσία που κατέχουν οι μεγάλες Εκκλησίες, αλλά και με τον τρόπο που οι θρησκείες επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις πολιτικές ιδεολογίες. Επομένως, καθαρές καταστάσεις τύπου από εδώ η κοσμικότητα και από εκεί το ιερό δεν υπάρχουν ακόμη και στις ύστερες νεωτερικές κοινωνίες. Ο συγγραφέας βλέπει το πώς οι εθνικισμοί χρησιμοποιούν τις θρησκείες αλλά και το πώς αυτές τους χρησιμοποιούν. Ενδεικτική για το δεύτερο η διχαστική στάση του μακαριστού Χριστόδουλου τόσο στα θέματα των ταυτοτήτων όσο και στο Μακεδονικό. Βεβαίως, ο εθνικισμός των θρησκειών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μόνο αρνητικό φαινόμενο. Αυτός προήλθε από μια από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης, κάθε έθνος ένα κράτος, κάθε κράτος ένα έθνος. Οι εθνικές θρησκείες αρνούνται την μέχρι τότε νομιμοποίηση της εξουσίας του μονάρχη και το cuius regio eius religio (ότι ο βασιλιάς και η θρησκεία).

Ο αρχικός εθνικισμός των εκκλησιών, παράδειγμα η αυτονόμηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, συμβάδιζε με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Επειδή όμως όλα τα ωραία δεν διαρκούν πολύ, στη συνέχεια ο εθνικισμός εργαλειοποιήθηκε. Δυστυχώς, και οι εθνικές Εκκλησίες τον ακολούθησαν σ’ αυτόν τον δρόμο. Ας προσέξουμε όμως ότι ο συγγραφέας, ο οποίος είναι μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δεν αναζητεί κάποιες παρεκτροπές του θρησκευτικού αλλά διαβλέπει κοινωνικές τάσεις. Δεν είναι ζήτημα εγκατάλειψης από τη θρησκεία και τις εκκλησίες των αρχών τους αλλά ζήτημα προσαρμογής τους στα νέα δεδομένα και στην ανάγκη διατήρησης των εξουσιών τους.

Ο Επίκουρος Καθηγητής διαβάζει με καινοτόμο τρόπο και το πώς υψηλοί διανοητές αναλύουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Ο Χομπς θεωρεί πως ο φυσικός νόμος ως αρχή είναι εκ Θεού. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί τις απαιτήσεις της Εκκλησίας να θεωρεί πως η εξουσία και αυτή προέρχεται εκ θεού. «Η Εκκλησία μέσα σε μια Πολιτεία δεν μπορεί να αξιώνει καμία θεσμική εξουσία, καθώς κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την αφαίρεση εξουσιών από τον Λεβιάθαν και θα εισήγαγε τη διαρχία» (σ. 82). Ο Χομπς πρώτος θεωρεί πως η εκκλησιαστική εξουσία μπορεί να εκφράζεται μόνο μέσα από την ενότητά της με την πολιτική. Ο Ρουσσώ, πάλι, αφενός δεν επιθυμεί να αμφισβητήσει την πίστη κανενός, αλλά αφετέρου διαχωρίζει το κράτος ως αρμόδιο για ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας από τη θρησκεία ως αρμόδια για δογματικά και θεολογικά ζητήματα. Στη βάση αυτού του διαχωρισμού ασκεί δριμύτατη κριτική στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Χομπς αποδέχεται ως μοντέλο διακυβέρνησης την ενοποίηση των δυο εξουσιών, ενώ ο Ρουσσώ διαχωρίζει τις δυο εξουσίες και για τα εγκόσμια αποδίδει προτεραιότητα στην κρατική εξουσία. Αυτό τον καθοδηγεί και στον τριπλό διαχωρισμό των θρησκειών. Σ’ αυτή του χωρίς ναούς και θυσιαστήρια ανθρώπου, σ’ αυτή του πολίτη μιας χώρας με τα δόγματα και τους θεσμούς λατρείας της και σε αυτή της κυριαρχίας του ιερέα ως διαμεσολαβητή με τον Θεό. Ο Φόιερμπαχ με τη σειρά του προσφεύγει στην ανθρωπολογία για να εξηγήσει την πίστη προς τον Θεό. Ο άνθρωπος –υποστηρίζει– δημιουργεί καθ’ εικόνα και ομοίωσή του τον Θεό και μετά αυτός ο Θεός δημιουργεί κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση τον άνθρωπο. Ο Κοντ ορμώμενος από τη θεωρία των «τριών σταδίων» της ανθρωπότητας (θεολογικό, μεταφυσικό, θετικό) βλέπει στη θρησκεία το κατώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, για να μετατρέψει στη συνέχεια τη θετική σκέψη σε θρησκεία της ανθρωπότητας. Στη συνέχεια εξετάζει τις αντιλήψεις των λεγόμενων ουτοπιστών (Μπέικον, Μουρ, Σαιν Σιμόν και πολλών άλλων) για το θρησκευτικό φαινόμενο.

Ο κοινωνιολόγος της θρησκείας είναι ιδιαίτερα απαξιωτικός όσον αφορά το πως αντιλαμβανόταν το θρησκευτικό φαινόμενο ο Μαρξ. Νομίζω όμως πως τον αδικεί λίγο, όταν τον κατηγορεί για άγνοια της θρησκείας αλλά και για υπεραπλούστευση των παραμέτρων της. Αν και στη ρήση του Μαρξ για τη θρησκεία ως «όπιο του λαού» δεν ξεχνά να τονίσει και την λίγο πιο πάνω αναφορά πως αυτή αποτελεί «τον αναστεναγμό του καταπιεσμένου». Αυτή η θέση κάνει πιο πολύπλοκη τη σχέση του Μαρξ με τη θρησκεία και όχι όπως την «μετέφρασε» ο σοβιετικός διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός ως ψευδή συνείδηση. Για τον Μαρξ –κατά τη γνώμη μου– οι θρησκείες δεν ήταν μόνο μια «ψευτιά» αλλά και μια έκφανση του βαθμού ωριμότητας / ανωριμότητας του κοινωνικού. Η φιλελεύθερη παρέμβαση (Λοκ, Σμίθ, Μιλ, Τοκβίλ, θα πρόσθετα και τον Κοντορσέ) δεν εξετάζει τις βάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, απλά στηλιτεύει την επέμβαση του κλήρου στις ελευθερίες και στα δικαιώματα του ανθρώπου. Θα πρόσθετα πως αν ο φιλελευθερισμός αναχθεί μόνο σ’ αυτό, τότε και αυτός προσεγγίζει πολύ ρηχά το θρησκευτικό φαινόμενο.

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού

Η σχέση θρησκείας και πολιτισμού καθορίζεται από το γεγονός πως η θρησκεία ως κοινωνικό φαινόμενο έχει άπειρες πολιτισμικές εκφάνσεις, απορροφά και ενσωματώνει στο περιεχόμενό της στοιχεία των πολιτισμών πάνω στους οποίους αναπτύσσεται, νοηματοδοτεί συμπεριφορές που έχουν πολιτιστικό αποτύπωμα, αναπαράγει, συμπορεύεται και υποστηρίζει συγκεκριμένες ιδεολογίες, αποτελεί συλλογικό βίωμα και πράξη. Επομένως, από ιστορικής οπτικής γωνίας, για κανένα λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αυτονόμηση της θρησκείας από τον πολιτισμό. Η θρησκεία ως φορέας συγκεκριμένων ιδεολογιών καλύπτει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού. Εδώ εξετάζεται και ο ρόλος των τεσσάρων ουμανισμών (της Αναγέννησης, της Μεταρρύθμισης, της Επανάστασης, του Φιλελευθερισμού) στη διαμόρφωση των σχέσεων θρησκείας και πολιτισμού. Για να καταλήξουμε στην ανάγκη υποστήριξης της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, στην εποχή που με αφορμή τις ακρότητες του «πολιτικά ορθού», δήθεν «φιλελεύθεροι» και «φιλελεύθερες» αρνούνται την πολυπολιτισμικότητα. Αυτοί/ες, πίσω από την ισλαμοφοβία τους αποκρύπτουν την ξενοφοβία τους (σ. 266). Την ίδια στιγμή όμως χαράσσονται και όρια στην πολυπολιτισμικότητα. Αυτά διαμορφώνονται από τη στιγμή που αυτή, σε αντίθεση με τους αρχικούς στόχους της, χρησιμοποιείται για τη γκετοποίηση και όχι την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.

Αθεϊστές και άθεοι

Η διαδρομή μας συνεχίζεται με την περιγραφή των θρησκευτικών συμπεριφορών. Διακρίνονται τέσσερεις. Εκκλησιαστικότητα με θρησκευτικότητα όπου η εξωτερική εμφάνιση της τήρησης των εκκλησιαστικών λατρειών συνοδεύεται από την ειλικρινή πίστη. Εκκλησιαστικότητα για το θεαθήναι και όχι για λόγους πραγματικής πίστης. Θρησκευτικότητα χωρίς τήρηση του εκκλησιαστικού. Και τέλος άρνηση και της θρησκευτικότητας και της εκκλησιαστικότητας. Ενώ κάνει και τη γνωστή διάκριση αγνωστικισμού και αθεϊσμού. Εδώ όμως μεγαλύτερη σημασία –κατ’ εμέ– έχει η διάκριση μεταξύ αθεϊστών (φανατικοί της αθεΐας και του αντικληρικαλισμού) και άθεων (χωρίς μίσος και περιφρόνηση προς τους ένθεους). Και γιατί εξετάζονται όλα αυτά; Γιατί όλες αυτές οι θρησκευτικές συμπεριφορές παράγουν πολιτισμό και αναπαράγονται απ’ αυτόν.

Μετά απ’ όλα αυτά, και όχι στην αρχή όπως λανθασμένα κάνουν πολλοί μελετητές, προσφεύγει στους διάφορους ορισμούς του θρησκευτικού φαινομένου και της πίστης. Για να ολοκληρώσει με την καταγραφή των θρησκευτικών συλλογικοτήτων στην Ευρώπη και την ανάγκη ανοχής που προκύπτει από την πολυθρησκευτικότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μια πολυθρησκευτικότητα που αποτελεί ένα open space της συνύπαρξης ένθεων διαφορετικών δογμάτων και άθεων. Ο Χριστόφορος Αρβανίτης βεβαίως δεν υποτιμά το βαθμό δυσκολίας αυτής της συνύπαρξης στο βαθμό που, σε αντίθεση με την πολυπολιτισμικότητα, οι μονοπολιτισμικές ταυτότητες παρέχουν ασφάλεια, ενότητα και συνοχή στα μέλη τους. Εδώ η θρησκεία και η εκκλησία καλούνται να παίξουν τον ενωτικό και όχι τον διχαστικό πολιτισμικό τους ρόλο. Και μπορούν, αν θέλουν. Γιατί στο βιβλίο τονίζεται πως η ενότητα και όχι ο διχασμός ενυπάρχει στον πυρήνα της μη εργαλειοποιημένης ανοικτής θρησκευτικής συνείδησης και ταυτότητας.

Σήμερα, κυρίως στη χώρα μας, αλλά όχι μόνο, ο θρησκευτικός χώρος αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν αντιευρωπαϊκός χώρος. Αυτό όμως δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της θρησκείας, αλλά από την εκμετάλλευση και τη διαστρέβλωση με δόλια μέσα αυτού του περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτής της θέσης του ασκεί μια από τις πιο δριμύτατες κριτικές, εκ των έσω, στις πρακτικές και τους αναχρονισμούς ισχυρών εκκλησιαστικών κύκλων μέσα στην Ορθοδοξία. Πρακτικές και αναχρονισμοί που τις περισσότερες φορές συγκρούονται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τον βιβλικό-ευαγγελικό και χριστολογικό λόγο αγάπης γι’ όλους (χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο προαναφερθείς μακαριστός Χριστόδουλος και ο λόγιος Χρήστος Γιανναράς).

Θα ήθελα όμως να κάνω εδώ μια παρατήρηση. Ούτε κι ο βιβλικός-ευαγγελικός και χριστολογικός λόγος είναι εντελώς απαλλαγμένος από στοιχεία εμπάθειας και άρνησης του διαφορετικού άλλου. Μόνο ο Διαφωτισμός μπορεί να ισχυριστεί πως εκφράζει κάτι τέτοιο. Βεβαίως δεν μπορεί κανείς φίλος του Διαφωτισμού να μη συμφωνεί με φωνές σαν αυτή του συγγραφέα, όταν αυτές τονίζουν πως «ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι έννοιες οι οποίες στην πράξη δημιουργούν δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ των πιστών διαφορετικών θρησκευμάτων. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν προϊόντα ανωριμότητας και ανασφάλειας, ενδεχομένως δε και προϊόντα αλαζονείας σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο…» (σ. 280). Βεβαίως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν και προϊόν της χαμένης αξιοπρέπειας (Μάικλ Σαντέλ) των λιγότερο ευνοημένων στρωμάτων (Τζον Ρολς). Αλλά ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως ακόμη και αν ως δια μαγείας εξαφανίζονταν όλες οι υλικές ανάγκες και ανισότητες, οι συγκρούσεις για τις ταυτότητες μεταξύ των ανθρώπων δεν θα καταργούνταν. Η πίστη και η θρησκεία καλούνται να μειώνουν και όχι να αυξάνουν τις συγκρούσεις που βασίζονται σε προνεωτερικούς διαχωρισμούς. Μόνο η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει ο διάλογος της συνύπαρξης θρησκειών και πολιτισμών. Και βέβαια μακριά από αντιδραστικές φωνές, όπως αυτή του Σάμιουελ Χάντιγκτον και του δικού μας Χρήστου Γιανναρά, τους οποίους πολλές φορές ο Επίκουρος Καθηγητής φέρνει ως αντιπαράδειγμα στο νηφάλιο χριστιανικό λόγο Αγάπης του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστάσιου και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στο θεολογικό χώρο είναι δημοφιλείς αυτές οι μισαλλόδοξες φωνές και όχι αυτές της Ορθοδοξίας ως αγάπης, κατανοούμε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν και να διαβάζονται τέτοια βιβλία.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Σήμερα οι κλειστές κοινωνίες του φόβου και της εθνικιστικής και φυλετικής ασφάλειας έχουν επανέλθει και επιδιώκουν να κυριαρχήσουν, κατά τον τρόπο των οκτώ μηνών τρομοκρατίας από τον Κριτία και τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο ηθικός και πολιτισμικός μηδενισμός του Παλαιού Ολιγαρχικού, καταδείχθηκε μέσα από την τυραννία των Τριάκοντα, καθώς και η καταπολέμηση της ελευθερίας της σκέψης και της αλήθειας βασίστηκε, κυρίως, στη δυσπιστία έναντι του ανθρώπινου πολιτισμού. Η επιστροφή σε τέτοιες επιλογές ή σε επιλογές Ιεράς Εξέτασης και Μυστικής Αστυνομίας αποτελούν επιλογές για επιστροφή σε μια κοινωνία θηρίων για την αλλαγή της οποίας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχυσε πολύ αίμα» (σ. 284)

_______________________________

*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια)

https://bookpress.gr/kritikes/idees/16003-thriskeia-ideologia-politismos-sti-sygxroni-epoxi-tou-xristoforou-el-arvaniti-kritiki

Zygmunt Bauman, [Περί επιτελεστικής κοινωνίας]

Σχολιάστε

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-618-5228-62-0.

(…) Η «επιτελεστική κοινωνία» είναι πρώτα και κύρια μια κοινωνία α τ ο μ ι κ ή ς επιτέλεσης, και μιας «κουλτούρας ατομικισμού που βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις του ατόμου» – στην οποία «η καθημερινή ζωή γίνεται επισφαλής / αβέβαιη», εξαναγκάζοντας το άτομο σε «μια μόνιμη κατάσταση ετοιμότητας» (…)

(…) Καταδικασμένο να αναζητά ιδιωτικά σχεδιασμένες και ιδιωτικά διαχειρίσιμες λύσεις σε προβλήματα που έχει γεννήσει μια κοινωνία η οποία παρέβη τις παλαιότερες υποσχέσεις της και τώρα υποχωρεί αμείλικτα από τη δεσμευτική υπόσχεση να παρέχει συλλογική ασφάλεια από τους κινδύνους της ιδιωτικής ζωής, το άτομο εγκαταλείπεται στους ι δ ι ω τ ι κ ο ύ ς π ό ρ ο υ ς του (…)

Zygmunt Bauman, Ξένοι στο κατώφλι μας, μετάφραση: Βασίλης ΤομανάςΚατερίνα Τομανά, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2021, σελ.60-61 (αποσπάσματα)

Ο εφιάλτης του παροντισμού

Σχολιάστε

[Για το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα]

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ στις 28/5/2022]

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Πέτρος Θεοδωρίδης, Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις – Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2021, ISBN: 978-960-9708-58-6.

Χώρος…

Τον κατακτάμε

Ιστάμενοι, ιπτάμενοι, βυθιζόμενοι.

Χρόνος…

Μας καίει βραδυφλεγώς…Μακάρι!

Μαζί τα μαλάξαμε.

Χωρόχρονος…

Μήπως γλιτώσουμε …το φυγείν.

Αδύνατον!

Νίκος Κ. Παπαντωνάκης, Χωρό-χρονος (αδημοσίευτο)

Εννέα χρόνια μετά την Απατηλή υπόσχεση της αγάπης ο Πέτρος Θεοδωρίδης επανέρχεται με μια σειρά έξι σημαντικών δοκιμίων. Πρόκειται για στοχαστικές δοκιμές που αποτυπώνουν την εργώδη ενασχόληση του συγγραφέα με ζητήματα ακανθώδη όπως ο χρόνος, το πρόβλημα του κακού, το ολοκληρωτικό φαινόμενο και ο ναζισμός, η ρευστή νεωτερικότητα κ.α.π.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στον Πρόλογο του βιβλίου ο Καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. κ. Διονύσης Δρόσος δεν πρόκειται για «papers που θα γεμίσουν ένα βιογραφικό» αλλά για καρπό μακροχρόνιας ενδελεχούς μελέτης και γόνιμου προβληματισμού. Ο Θεοδωρίδης σε καμία περίπτωση δεν γράφει διεκπεραιωτικά. Αντιθέτως, στοχάζεται με ψυχραιμία, καθαρότητα, σαφήνεια και δίχως ίχνος έπαρσης.

Στο πρώτο δοκίμιο με τίτλο «Η αίσθηση του χρόνου στις αρχές του 21ου αιώνα» (σελ. 10-33) ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πολυσύνθετο ζήτημα του χρόνου. Από την όλη διαπραγμάτευση καταφαίνεται ότι ο Θεοδωρίδης δεν αγνοεί την κλασική περί χρόνου ρήση του E. M. Cioran: «Αν ο Χρόνος ήταν μια περιουσία, ένα αγαθό, τότε ο θάνατος θα ήταν η χειρότερη μορφή ληστείας[1]». Εν αντιθέσει με κάποιες «οργανικές» φωνές που επίμονα υποστηρίζουν ότι «δεν έχουμε παρόν» ο συγγραφέας θεωρεί τον παροντισμό ως έκφραση της ευθραυστότητας και της ρευστότητας του χρόνου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη σύγχρονη εποχή έχει επέλθει μία καταπιεστική συμπίεση της αίσθησης του χρόνου. Η τωρινή, “παροντική”, αγχωτική αίσθηση του χρόνου δεν υπήρξε “χρονικά” αμετάβλητη» (σελ. 10). Και παρακάτω σε άλλο σημείο ο συγγραφέας τονίζει: «Στις μέρες μας, η αίσθηση ότι βουλιάζουμε στο παρόν φτάνει στην κορύφωσή της. Από τη μία, ο χρόνος της κυκλοφορίας του κεφαλαίου: στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, ο χρόνος μιας ανακυκλούμενης αμνησίας. Από την άλλη, ο χρόνος της εργασίας ως ένα διαρκές άγχος για το μέλλον. Ζώνες ανεργίας, ζώνες εργασίας, η επισφάλεια γενικεύεται μαζί με την αίσθηση ενός χρόνου-ποντικοπαγίδας, χρόνου όλο και πιο λεπτού, σαν τσιγαρόχαρτο. Μια εποχή σαν τους πάγους της λίμνης έτοιμους να σπάσουν την άνοιξη. Γιατί μόνον στην εποχή μας παραμένει ως μόνη διάσταση του χρόνου, για όλους μας, η πιο λεπτή, η πιο εύθραυστη, η πιο ανύπαρκτη: το παρόν» (σελ. 32). Με άλλη αφορμή ο συγγραφέας είχε συνδέσει το φαινόμενο του παροντισμού με τις αθέλητες μνήμες: «Αν η δράση στο παρόν είναι αυτή που μας αναγκάζει να επιλέξουμε από την δεξαμενή της μνήμης, η απουσία δράσης, η ακινησία, η ανημποριά, στην όποια μας καθηλώνει το τωρινό παρόν, είναι αυτή που κάνει να αναδύονται σκόρπιες, ασυνάρτητες, αθέλητες μνήμες: να ζούμε σε ένα όνειρο, να επιστρέφουν όλα τα απωθημένα»[2].

Ο συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά σε τρεις τύπους κοινωνιών (παραδοσιακή, νεωτερική, σύγχρονη) και στις αντίστοιχες αντιλήψεις περί χρόνου που εκπορεύονται από αυτές. Έτσι «στην παραδοσιακή κοινωνία, η παράδοση ενείχε έναν κανονιστικό- ηθικό χαρακτήρα»  και αντιπροσώπευε όχι μόνο το «είναι» αλλά και το «δέον γενέσθαι». Παράλληλα «στις παραδοσιακές χριστιανικές και εβραϊκές αντιλήψεις της ιστορίας (…) τα γεγονότα δομούν και καθορίζουν το χρόνο» (σελ.15). Ο χρόνος στη νεωτερικότητα ήταν κατά τον συγγραφέα «αφηρημένος», «ομοιόμορφος» και «συνεχής» (σελ.16-17). Στην παραδοσιακή κοινωνία υπήρχε «αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος» ενώ στη νεωτερική κοινωνία παρελθόν, παρόν και μέλλον «διαχωρίζονται με σαφήνεια, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης» (σελ.17). Στην εποχή μας «η οργανωμένη πλαισίωση του κοινωνικού χρόνου καταρρέει» (σελ.20). Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την ανάλυση του επικαλούμενος τα πορίσματα διαπρεπών στοχαστών (G. Agamben, M. Postone, C. Taylor, C. Lasch, Z. Bauman, U. Beck κ.α.).

Στο δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Όνειρα, εφιάλτες, φαντασιώσεις» (σελ. 34-53) ο συγγραφέας κάνει μια αναδρομή στις αντιλήψεις περί ονείρων από τον Πορφύριο και τον Αρτεμίδωρο μέχρι την ψυχανάλυση, τον Φουκώ, τον Λακάν και τον Ζίζεκ. Σε άλλη συνάφεια ο Θεοδωρίδης έχει γράψει τα εξής καίρια: «Ονειρεύτηκα ότι έβλεπα έναν εφιάλτη. Ξύπνησα μέσα στο όνειρο ξανά και ξανά. Αυτός ήταν ο εφιάλτης: η επανάληψη[3]».

Στο τρίτο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, δοκίμιο με τίτλο «Μπρέχτ και ναζισμός -Τρόμος, αθλιότητα και όνειρα στο Γ’ Ράιχ» (σελ. 54-65) ο Θεοδωρίδης εξετάζει εκ παραλλήλου τα βιβλία: α) Μπ. Μπρεχτ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, β) Ch. Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, γ) Π. Φρίτσε, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ. Με την παράλληλη ανάγνωση των παραπάνω βιβλίων ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει τους μετασχηματισμούς της γερμανικής κοινωνίας εξαιτίας του ναζισμού. Η περιγραφή στιγμιοτύπων από τα μονόπρακτα του Μπρεχτ σε συνδυασμό με τα όνειρα απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας και της εν γένει καθημερινότητας τους αναδεικνύουν τον βαθμό επίδρασης του ναζισμού σε ολόκληρο το φάσμα της γερμανικής κοινωνίας. Παράλληλα φέρνουν στο προσκήνιο την, κατά Χ. Άρεντ, κοινοτοπία του κακού: «Ο ναζισμός δεν είναι μια ακραία ιδεολογία αλλά μάλλον η υπερβολή της μεσότητας, η μετριότητα, η εξουσία της κοινοτοπίας» (σελ.55)

Στο τέταρτο δοκίμιο με θέμα «Οι Γνωστικοί και το πρόβλημα του κακού» (σελ.66-83) ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ανατομία του γνωστικισμού. Αναφερόμενος στις θέσεις του Θ. Λίποβατς ο Θεοδωρίδης επισημαίνει ότι αυτό που κυριαρχεί στη Γνώση είναι «το μίσος ενάντια στον Άλλον» (σελ.82), ενώ παράλληλα επισημαίνει την μυστικιστική πτυχή της: «(…) η Γνώση ευνοεί πάντα ένα κλίμα μυστηρίου και μυστικισμού, για το οποίο ιδιαιτέρως πρόσφορες είναι οι περίοδοι πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής και ψυχικής κρίσης κι ανασφάλειας, κατά τις οποίες ορισμένα άτομα (…) είναι ευάλωτα και ικανοποιεί την ανάγκη της φυγής από την ανυπόφορη υπαρκτή πραγματικότητα» (σελ.79).

Στο δοκίμιο «Ο θαυμαστός καινούργιος μετανεωτερικός κόσμος» (σελ. 84-93) αναδύεται η ρευστότητα και η δυστοπία των καιρών μας με αφορμή το κλασικό έργο του Χάξλεϊ. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (σελ. 91): «Σήμερα, “μπορούμε να είμαστε ερωτευμένοι χωρίς να ερωτευτούμε”. Ο Έρωτας εξημερώνεται, θετικοποιείται και γίνεται μια βολική φόρμουλα κατανάλωσης. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί οποιοδήποτε τραύμα». Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι από τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο «απωθείται ο έρωτας (όχι το σεξ, ούτε η πορνογραφία), ο πόνος και ο θάνατος, ακριβώς όπως και σήμερα. Και γιατί τότε επιστρέφει διαρκώς ο έρωτας, η λύπη, ο πόνος και ο θάνατος; Μα γιατί απλούστατα το απωθημένο πάντα επιστρέφει» (σελ.93).

Ο τόμος κλείνει με το δοκίμιο «Η πανδημία ως μεταφορά» (σελ. 94-102). Ο Θεοδωρίδης καθηλώνει τον αναγνώστη με την πρωτοτυπία της σκέψης του και την ευαισθησία του. Η αυθεντικότητα, η υπαρξιακή δυναμική, η λεπτότητα, ο πλουραλισμός και η αντικειμενικότητα χαρακτηρίζουν τα δοκίμια της συλλογής.

Η νέα σειρά δοκιμίων του Πέτρου Θεοδωρίδη αξίζει την προσοχή κάθε φιλέρευνου αναγνώστη.

Ηράκλειο, 18-19 Μαΐου 2022


[1] E.M.Cioran, Στοχασμοί, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2010, σελ. 362.

[2]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Παροντισμός και αθέλητες μνήμες», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_31.html, ανάρτηση στις 12/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 18/5/2022).

[3]Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, «Ο εφιάλτης», βλ. στο ιστολόγιο του συγγραφέα: http://nosferatos.blogspot.com/2015/10/blog-post_19.html, ανάρτηση στις 7/10/2015 (τελευταία πρόσβαση: 19/5/2022)

Άμυνα

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / https://lukasvasilikos.com/

Όλους αυτούς τους αστυνόμους της σκέψης, όλους αυτούς τους δολοφόνους χαρακτήρων, όλους αυτούς τους δήθεν «φωταδιστές», όλους αυτούς τους «ατομικά ευαίσθητους και κοινωνικά αναίσθητους», όλους αυτούς τους αναίσχυντους που δεν ξέρουν ευθιξία τι θα πει, όλους αυτούς τους δοκησίσοφους – ξερόλες με την επιλεκτική μνήμη, έχω βαρεθεί να τους αγνοώ.

 

 

Ηράκλειο, 29 Ιανουαρίου 2022

Γ. Μ. Βαρδαβάς

[πηγή]

CANCEL CULTURE

Σχολιάστε

φωτογραφία: Γ. Μ. Βαρδαβᾶς

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νεόκοποι θιασῶτες τῆς cancel culture δὲν διαφέρουν σὲ τίποτα ἀπὸ τοὺς κοινοὺς μεταπράτες καὶ τοὺς νεοευσεβιστές. Dixi id καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.-

Ἡράκλειο, 3 Φεβρουαρίου 2022

Γ. Μ. Βαρδαβᾶς

[πηγή]

OSCAR WILDE: «ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ»

Σχολιάστε

Λατρεύω τὰ πολιτικὰ κόμματα. Εἶναι τὸ μόνο μέρος ποὺ ἀπέμεινε, ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν συζητοῦν πολιτικἀ.

Ὄσκαρ Οὐάιλντ, πιλογὴ ἀπό τὸ ἔργο του, μετάφραση: Σπ. Τσακνιάς, εκδ. Στιγμή, δ’ έκδοση, σειρά: Στοχασμοί-8, Αθήνα 2007, σελ.107.

Giorgio Agamben, Μία προφητεία του Lichtenberg

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com

πηγή: ΦΡΕΑΡ

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

Μία προφητεία του Lichtenberg

«Ο κόσμος μας θα γίνει τόσο πολιτισμένος που θα είναι τότε γελοίο να πιστεύει κανείς στον Θεό, όπως είναι γελοίο σήμερα να πιστεύουμε στα φαντάσματα. Ύστερα, μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, ο κόσμος θα γίνει ακόμα πιο πολιτισμένος. Και θα συνεχίζει ακατάπαυστα με βιασύνη η διαδικασία που θα τον φέρει στην ύψιστη κορυφή του πολιτισμού. Όταν θα εγγίζει το αποκορύφωμα, η κρίση των ειδημόνων για άλλη μια φορά θα ανατραπεί και η γνώση θα φθάσει στην έσχατη μεταμόρφωσή της. Τότε –και αυτό θα είναι πράγματι το τέλος– θα πιστεύουμε μόνο στα φαντάσματα».

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις

2 Σχόλια

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-435-688-1.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Ο τόμος αυτός είναι καρπός έντεκα συναντήσεων και συζητήσεων του Σταύρου Ζουμπουλάκη με τον Στρατή Μπουρνάζο. Οι δυο συνομιλητές συμφώνησαν εξαρχής να συζητήσουν, χωρίς συμβατικότητες, για θέματα που τους απασχολούν.

Το βιβλίο ξεκινάει με τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων και την περίοδο των σπουδών του Ζουμπουλάκη στην Αθήνα και στο Παρίσι, με τα διαβάσματα και τους δασκάλους του. Οι δυο συζητητές μιλάνε κατόπιν για το σχολείο, όπου ο πρώτος δούλεψε χρόνια, την εμπειρία της τάξης και της διδασκαλίας, την αντίληψή του για την εκπαίδευση, για την εποχή που υπήρξε διευθυντής της Νέας Εστίας, καθώς και για τα δύο ιδρύματα των οποίων είναι σήμερα επικεφαλής: τον Άρτο Ζωής και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Τέλος, για ζητήματα γενικότερα και μεγάλα, όπως η αρρώστια και ο πόνος, η πίστη και η θρησκεία, ο εβραϊσμός και ο αντισημιτισμός, η πολιτική και η Αριστερά, η λογοτεχνία. Αναφέρονται σε προσωπικότητες γοητευτικές, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης, o Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

Συζητώντας, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Στρατής Μπουρνάζος βουτάνε στα βαθιά, αλλά και πλατσουρίζουν στον αφρό, στα καθημερινά. Πετάγονται, έτσι, κατά τη φράση του Βάρναλη (που χρησιμοποιεί και ο Παλαμάς για να εγκωμιάσει την ποίηση του πρώτου), «από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς».

***

Αποσπάσματα από το βιβλίο:  

1

[…] στην Ελλάδα, μη γελιόμαστε, απέξω μεταφέρουμε μοντέλα, σχήματα, διδακτικές μεθόδους. Κι αυτό είναι ενίοτε σοβαρό πρόβλημα, όταν πράγματα που στο εξωτερικό έχουν ήδη δείξει τις αδυναμίες, τα όρια και τα αδιέξοδα τους, εμείς τα φέρνουμε εδώ ως θέσφατα. […]

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 217-218.

***

2

[…]Ένας φιλελεύθερος Εβραίος δεν μπορεί  ποτέ να δεχτεί την ιδέα της περιουσιότητας, ότι υπάρχει ένας λαός «εκλεγμένος», και γι’ αυτό έγιναν και πολλές προσπάθειες να την ερμηνεύσουν αλλιώς. Ο Λεβινάς, ας πούμε, λέει  ότι περιουσιότητα σημαίνει ευθύνη: εμείς έχουμε μεγάλη ευθύνη, μεγαλύτερη απ’ όλους τους άλλους. Πρόκειται δηλαδή για μια εκλογή ευθύνης, όχι προνομίων.[…]

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις: Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 338-339.

Ένα αχαρτογράφητο ταξίδι

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Του Γ. Μ. Βαρδαβά

Στο νέο του εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού (εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020) ο Νικόλας Σεβαστάκης συνεχίζει και επεκτείνει την προβληματική που τον απασχόλησε στο δοκίμιο του με τίτλο Φαντάσματα του καιρού μας: Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017). Από την εξαιρετικά εκτεταμένη και απαιτητική πολιτική θεματική του βιβλίου σταχυολογούμε παρακάτω ελάχιστες ψηφίδες.

Ο συγγραφέας υπερασπίζεται με ψυχραιμία και αίσθημα ευθύνης τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σε έναν κόσμο ρευστό, όπου κυριαρχεί ο πολιτικός σχετικισμός, η λαϊκιστική δυσφορία, ο αμοραλισμός, η αδολεσχία, η προχειρότητα, ο μαξιμαλισμός, η ανελαστικότητα και η επιφανειακή προσέγγιση τύπου social media. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναγνωρίζει την εγγενή, ενίοτε, αδυναμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να εξάγει συναισθήματα στοιχειώδους ενσυναίσθησης για καταστάσεις κοινωνικής οδύνης και παράλληλα να αντιμετωπίσει δυναμικά τον πολιτικό σχετικισμό, το λαϊκισμό και τους νέους εθνικισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία θα συνδεθεί, αναπότρεπτα, στην ιστορία της με ένα πνεύμα απογοητευτικών αυτοπεριορισμών” (μν. έργ., σελ. 23). Και λίγο παρακάτω: “Η φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανίστηκε λοιπόν ως κάτι ελλειμματικό απέναντι σε μια πληρότητα νοήματος που την ξεπερνούσε και, κατά κάποιον τρόπο την εξέθετε” (ό.π., σελ. 23-24). Και αλλού: “Μπορούμε να συμφωνήσουμε γενικά ότι είχαν και έχουν πάντα ένα δίκιο από παλιά κάποιοι τιμητές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πνεύματος στον ισχυρισμό τους ότι από τον φιλελευθερισμό λείπει αρκετές φορές η μυρωδιά της αληθινής πικρίας και η αίσθηση των καταστάσεων πραγματικής, σπαρακτικής οδύνης. Συχνά -και όχι αδίκως- ένας φιλελευθερισμός των ηπίων ευχολογίων εμφανίζεται ως εκτός τόπου εκεί όπου μια κοινωνική διαμάχη αποκτά ένταση ή εκεί όπου οι σχέσεις εξουσίας χάνουν κάθε αναλογικότητα και ισορροπία ” (ό.π., σελ. 86).

Καίριο σημείο του βιβλίου συνιστά η επισήμανση του συγγραφέα ότι “η υπαρξιακή ασφάλεια και οι αυθεντικές συγκινήσεις συνδέονται όλο και περισσότερο με μη φιλελεύθερες αξίες και καταστάσεις” (ό.π., σελ. 98), γεγονός που εκβάλλει στον εθνορομαντισμό, την παραδοσιαρχία, την νοσταλγική “επίκληση μιας εντατικής κοινοτικής εμπειρίας” (αυτ.), αλλά ταυτόχρονα αναδεικύει εξαιρετικά περίεργα και ετερόκλητα αμαλγάματα και υβρίδια, που, πλέον, δεν προκαλούν καμία εντύπωση στον έμπειρο πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή. Δείγματος χάριν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κατά τον συγγραφέα, η συμπόρευση τμημάτων του νεοφεμινισμού με τους υπερασπιστές του πολιτικού Ισλάμ! (βλ. ό.π., σελ. 99).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πολιτική ερμηνεία του συγγραφέα στο φαινόμενο της έξαρσης των νέων εθνικισμών. Ο Νικόλας Σεβαστάκης συνδέει την ανάδυση των νέων εθνικισμών με την αναζήτηση της έντασης στην πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικά: “[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]” (βλ. ό.π., σελ. 111-112).

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρούμε το κεφάλαιο με τίτλο “Περιθώρια της δημοκρατίας” (βλ. σελ. 115-140), στο οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει το φαινόμενο του τεχνολαϊκισμού, την πρόσμιξη δηλαδή τεχνοκρατίας και λαϊκισμού (βλ. σελ. 124 κ.ε.). Παράλληλα αναφέρεται στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: “Πέρα από όλα τα άλλα, η φιλελεύθερη δημοκρατία υπονομεύεται από το γεγονός πως η έξοδος από τις δογματικές και μεσσιανικές εκδοχές πολιτικού πάθους παίρνει τη μορφή ενός οπορτουνισμού δίχως αρχές” (βλ. ό.π., σελ. 127). Μεγάλης σημασίας είναι η επισήμανση του συγγραφέα ότι ένα σοβαρό έλλειμμα του φιλελευθερισμού είναι “η αδυναμία να προσεγγίσει ικανοποιητικά το θέμα του γιγαντισμού της εξουσίας σε όλες του τις διαστάσεις” (ό.π., σελ. 130).

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μια σημαντική αντινομία μεταξύ της συνέργειας σε διυποκειμενικό επίπεδο και στις μορφές πολιτειακής συγκρότησης: παρά τη φαινομενική τεχνολογική πρόοδο “πολιτικά βρισκόμαστε ακόμη κοντά στη διαίρεση σε κάστες(βλ. ό.π., σελ. 153).

Η προβληματική του συγγραφέα είναι πολυπρισματική και η διαπραγμάτευση του θέματος εξαντλητική. Στο πλαίσιο ενός σύντομου σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν όλες οι προκείμενες του σημαντικού αυτού έργου. Προτείνουμε την ενδελεχή μελέτη ολόκληρου του δοκιμίου, που προϋποθέτει σύσσωμη την προσοχή μας, χωρίς περισπάσεις.

Κλείνουμε με μία σημαντική επισήμανση του συγγραφέα περί τέχνης: Η τέχνη μπορεί να υποδεχτεί το ναυάγιο του κόσμου και όλες τις ιστορικές καταστροφές. Συνεχίζει δημιουργικά ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας και βαναυσότητας(ό.π., σελ. 142).

Ηράκλειο, 3 Ιουλίου 2020

Νικόλας Σεβαστάκης, [Οι νέοι εθνικισμοί]

Σχολιάστε

Νικόλας ΣεβαστάκηςΤαξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμούεκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

[…] Πως είναι δυνατή η αντίσταση στην πρόζα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της ποιητικής της, των δημιουργικών πράξεων που δεν θέλουν να αποδεχτούν την πτώση της δημοκρατίας σε αποστεωμένη ρουτίνα; Άν το πολιτικό ενδιαφέρον προορίζεται για εφήμερες εκλάμψεις σε μια θάλασσα πολιτικού χρόνου, πως μπορούμε να φανταστούμε μια πιο απαιτητική πολιτική λογική; Εδώ βρίσκουμε σήμερα τον ρόλο των κινημάτων ταυτότητας και τις πολιτισμικές διαμάχες που γεννούν συγκρούσεις. Αυτά τα κινήματα κληρονομούν την ιδέα της έντασης που έχουν οι σωτηριολογικές πολιτικές θρησκείες αλλά σε ένα ασταθές και υπονομευμένο πλαίσιο όπου έχει χαθεί η συνεκτικότητα των μεγάλων ιδεολογικών χώρων. Οι νέοι εθνικισμοί εμφανίζονται έτσι ως οι μοναδικές ενεργές πολιτικές συλλογικότητες. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θιασώτες τους στρέφονται αυθόρμητα και στη συνέχεια συνειδητά εναντίον του ατομικισμού της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Δυσπιστούν τόσο απέναντι στη γλώσσα του ορθολογικού συμφέροντος στην κεντροδεξιά όσο και απέναντι στη ρητορική των δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού στην κεντροαριστερά.

Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από κάποιες δεκαετίες: ως υποδοχέας και χειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέες μορφές λαϊκιστικής δεξιάς. […]

Νικόλας ΣεβαστάκηςΤαξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμούεκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, σελ. 111-112 (απόσπασμα)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Παροντισμός και αναπλαισιωμένη μνήμη]

Σχολιάστε

 φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός

Στον παροντισμό η μνήμη αποσυνδέεται από το ιστορικό της πλαίσιο και ξεχειλίζει, εδώ κι εκεί, αναπλαισιωμένη εργαλειακά μέσα στο παρόν. Έτσι η ιστορική μνήμη στον παροντισμό υφίσταται ένα διαρκές βραχυκύκλωμα.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο

1 σχόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-8061-81-1.

Από την ιστοσελίδα του εκδότη: 

Παλιές ενστάσεις για τον αδύναμο χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες. Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών τονίζει όμως ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα πολιτικοί θεωρητικοί, καλλιτέχνες και μυθιστοριογράφοι βεβαιώνουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Παλιές ενστάσεις για τον ρηχό και αδύναμο χαρακτήρα αυτής της δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες σε συνδυασμό με μια σοβαρή κρίση ταυτότητας του δυτικού παραδείγματος. 

Στο καινούριο του δοκίμιο ο Νικόλας Σεβαστάκης επανέρχεται στο θέμα της κριτικής του πολιτισμού και στο πώς αυτή τέμνεται με τις απαιτήσεις της πολιτικής σκέψης. Περνώντας από τους αφορισμούς του Μισέλ Ουελμπέκ και τις αφηγήσεις για την παρακμή της Δύσης στις ψυχρές διαγνώσεις των πολιτικών αναλυτών, ο συγγραφέας συζητεί τις διαφιλονικούμενες ταυτότητες της δημοκρατίας. 

Δυο ερωτήματα διατρέχουν το βιβλίο: μπορούν άραγε ιδέες και ρυθμίσεις κληρονομημένες από προγενέστερες αστικές εποχές να αντέξουν το σοκ των σημερινών ανελέητων μετασχηματισμών; Μπορεί η πολιτική συζήτηση για τη δημοκρατία να αφήσει έξω τα βαθιά, ανθρωπολογικά ερωτήματα για τον προορισμό μας; Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών από κάποιους θεωρητικούς και ανθρώπους της τέχνης. Την ίδια στιγμή όμως τονίζει ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.

https://www.stereoma-sa.gr/p/dokimio/taksidi-sto-agnwsto/

***

Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: 

[σελ.21] […] Ανάμεσα στο 2000 και στο σήμερα, παρατηρούμε την εμφανή συρρίκνωση όλων των υπερεθνικών υποσχέσεων ή μάλλον τον περιορισμό τους σε όλο και πιο μειοψηφικά  ακροατήρια στο πολιτικό κέντρο ή σε κύκλους της φιλελεύθερης αριστεράς.  Την προσοχή κερδίζουν διάφοροι ρεαλιστικοί σκεπτικισμοί που πιέζουν, όπως φαίνεται, όλους τους δρώντες παράγοντες της πολιτικής να αναπροσαρμόσουν τις «ευρωπαϊστικές» τους αυταπάτες. Η δημοκρατία ξαναγίνεται πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στη ρητορική για κάποια ριζοσπαστική της επανίδρυ-[σελ.22]ση και στη ράθυμη συνέχιση των κεκτημένων τελετουργιών της. Αυτό που υποχωρεί είναι η ανακαινιστική ορμή στην οποία αναγνωρίζονταν τόσο η ακτινοβολία ορισμένων θεσπισμένων αρχών και κανόνων όσο και οι στιγμές της δημιουργικής δράσης οι οποίες έφερναν συχνά νέες ερμηνείες «στο τραπέζι». Αναγνωρίζονταν, για παράδειγμα, τόσο η ανάγκη για μια ιδέα του κοινού καλού όσο και οι δημιουργικές πολιτικές συγκρούσεις ως δύο πτυχές μιας ενιαίας κίνησης. Αυτή, ωστόσο, η πρόσληψη της δημοκρατικής ισορροπίας ανάμεσα σε στοιχεία τάξης και δυναμικές κίνησης, σε ρουτίνες και πειραματισμούς, θεωρείται πλέον είτε ξεπερασμένη από τον ρου της Ιστορίας είτε αδύναμη να εμπνεύσει τις διεκδικήσεις ατόμων και κοινοτήτων στις σημερινές πολυκερματισμένες κοινωνίες. Σε μια τέτοια κλινική διάγνωση αμηχανίας βρισκόμαστε εδώ και κάποια χρόνια, ιδίως από τότε που η ύστατη έξαρση της φιλελεύθερης δημοκρατικής αισιοδοξίας στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα καταλάγιασε για να μετατραπεί πια σε άσχημο προαίσθημα και απαισιόδοξη προφητεία για το μέλλον. […]

Νικόλας Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2020, σελ. 21-22 (απόσπασμα)

***

Πρβλ. και:

Πρόλογος-Η αχανής ήπειρος

(εκτενές απόσπασμα από τις σελ. 11-22 του βιβλίου στην ιστοσελίδα του εκδότη)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, Μνήμες και απουσία Μνήμης

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός 

Η εποχή μας ξεχειλίζει μνήμες: ιστορικές μνήμες, ταινίες, πόλεμοι μνήμης, μνήμες τραυμάτων.

Μήπως όμως αυτή η πληθώρα από μνήμες συγκαλύπτουν την απουσία Μνήμης, την κοινωνική αμνησία; Στην εγκλωβισμένη στον καθρέφτη του παρόντος ναρκισσιστική εποχή μας οι μνήμες –ως υπομνήματα– δεν υποκαθιστούν την Μνήμη;

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί δημοσίου χώρου]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com (από το project Brightest Spot )                        

 

 

Ο δημόσιος χώρος -έλεγε κάπου η Hannah Arendt– είναι ένα στρογγυλό τραπέζι που μας ενώνει αλλά και μας χωρίζει από -και με- τους άλλους.

Όμως στην εποχή μας αυτό το τραπέζι απο-υλοποιείται· γίνεται όλο και πιο λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο· γίνεται εικονικό τραπέζι.

Αυτό σημαίνει ότι ερχόμαστε ταυτόχρονα πάρα πολύ κοντά αλλά και πάρα πολύ μακριά· γινόμαστε ένα μάγμα, σαν μέσα στο όνειρο ή στον εφιάλτη.

Ο δημόσιος χώρος γίνεται ιδιωτικός αλλά και το ιδιωτικό δημοσιοποιείται, όπως σ’ εκείνα τα όνειρα, όπου βλέπουμε τους τοίχους να εξαφανίζονται και μένουμε μόνοι μέσα στη γύμνια μας σε κοινή θέα.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Νικόλας Σεβαστάκης, [Μυστήριο και Δημοκρατία]

Σχολιάστε

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, ISBN: 960-8132-06-01.

Απόσπασμα από το 3ο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο «Έχασε ο κόσμος τη μαγεία του;» [σε αγκύλες οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου]: 

(…)[σελ.42] Ο δημοκρατικός άνθρωπος – σε αντίθεση με το καπιταλιστικό είδωλο του- κατασκευάζει το μυστήριο στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και όχι τόσο στη σχέση του με τα πράγματα. Ως προς αυτό παραμένει θεμελιωδώς χριστιανός: αν το παγανιστικό μυστήριο είναι φυσικό ή οντολογικό -αστρικό, γαλαξιακό, νεραϊδοβακχικό, αριθμοσοφιστικό- το μυστήριο με την χριστιανική έννοια του όρου είναι ηθικό και αγαπητικό. Δεν παράγεται από μια συναρπαστική κοσμολογική ή μεταφυσική αλήθεια αλλά από την αλήθεια του αγαπημένου, τη μηδέποτε κτησθείσα, την απεριχώρητη και αστάθμητη. Αντίθετα η ειδωλολατρεία του μυστικού και μαγικού δεν περιλαμβάνει παρά δύο όρους: τον εαυτό και τα πράγματα, το εγώ και το σύμπαν μέσα στο οποίο στοιβάζονται οι “άλλοι” άνθρωποι σαν δείγματα μιας κοσμικής πανίδας και χλωρίδας πλάι στα φυτά, στις θάλασσες, στους εξωγήινους, στα κουάρκς και στα νετρόνια.

[σελ.43] Για τη δημοκρατική σοφία το μυστήριο βρίσκεται με τη σειρά του στη μεσίτευση, όχι στην αμεσότητα. Δεν επικεντρώνεται στον ένα ή στον άλλο αλλά στη σχέση τους, σε αυτό που διαφεύγει από τους δυο, στην ακριβή και πολύτιμη τρίτη διάσταση. Είναι μια αλήθεια τριαδική και γι’ αυτό τραγική. Ο χορός στην αρχαία τραγωδία, το Άγιο Πνεύμα στη χριστιανική εμπειρία, ο “αφηγητής” στο σύγχρονο μυθιστόρημα, οι ενδιάμεσοι σταθμοί ελέγχου στη νεότερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τι άλλο είναι παρά ενσαρκώσεις αυτού του τριαδισμού που εισάγει το μυστήριο και το δράμα της ενσάρκωσης; Η μεσιτεία (η ενσάρκωση) είναι συγχρόνως πόνος και ελευθερία, έλλειψις και πλήρωσις, στρέφεται διψασμένη προς την αλήθεια αλλά ποτέ δεν την κατέχει πλήρη και αρτιμελή.

Η ανθρωπιστική σοφία μπορεί να συνοψιστεί σε μια μόνο λέξη: ενσάρκωση. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα πρέπει να κατοικήσουμε το τραγικό, όχι να το μισήσουμε ούτε να το αρνηθούμε για το Τέλειο. Ενσάρκωση που σημαίνει πως θα μας λείπει πάντοτε το “όλον σώμα”, το όλον της αλήθειας, το όλον της ευτυχίας, το όλον της υγείας, το όλον του ανθρώπου και του αγαπημένου. Αυτό δεν υπονοεί πως δοξάζουμε την αρνητικότητα και τη μοναξιά των διαφορών ή των ελλείψεων. Κάθε άλλο. Η ανθρωπιστική σοφία κατανοεί απλώς πως δεν υπάρχει ενσάρκωση δίχως πάθος και έλλειψη. Ενώ σε κάθε μονιστική σο- [σελ.44] φία (οντολογική, θεολογική ή πολιτική) περιφρονείται η αλήθεια της ενσάρκωσης: δοξάζεται η αρμονία δίχως ελλείψεις, η αφθονία της παραγωγής, η πλήρης κοινωνία, η μεγιστοποιημένη επίδοση.

Υπερασπίζομαι την ιουδαιοχριστιανική και ελληνοδυτική σοφία στην ποικιλία και στον εσωτερικό πλούτο της, με όλες της τις αντιθέσεις και ετερότητες: αυτό σημαίνει πως αναγνωρίζω στα σπουδαιότερα έργα του ευρωπαϊκού και μεσογειακού πολιτισμού την πικρή και ζείδωρη αλήθεια της ενσάρκωσης. Με αυτή την έννοια μπορώ να υποδεχτώ στην παράδοση μου παρουσίες τόσο διαφορετικές και “ξένες” μεταξύ τους όπως τον ιουδαϊκό νόμο, το αρχαιοελληνικό δράμα, το χριστολογικό μήνυμα, τη νεωτερική φιλοσοφία, την πολιτική δημοκρατία, την ψυχαναλυτική έρευνα, το μυθιστόρημα, το δίκαιο και την κριτική του, την επιστημονική ερώτηση και τη μεταφυσική αντερώτηση.

Σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές κάτι πραγματώνεται και κάτι λείπει, έτσι ώστε να ανοίγεται η δυνατότητα της αντίστασης, της απορίας, της αγωνίας. Αυτό το αγωνιώδες και αγωνιστικό πνεύμα που αποστραγγίζεται στη θρησκεία της εποχής, σε τούτο το μείγμα δεισιδαιμονίας και υπερκαπιταλιστικής ειδωλολατρείας, είναι αυτό που συνοδεύει το μενού της παγκοσμιοποίησης.

Νικόλας Σεβαστάκης, Η αλχημεία της ευτυχίας: Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ.42-44 (απόσπασμα)

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί χρόνου και ιστορίας]

Σχολιάστε

φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                                 [από το project «Colors of memory»]

Υπάρχει κάτι στην παρούσα στιγμή της Ιστορίας που πυκνώνει τον χρόνο, ένα κομβικό σημείο: Σαν να μη μπορούμε να πάμε ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, [Περί εθνολαϊκισμού]

Σχολιάστε

        φωτογραφία: Λουκάς Βασιλικός / lukasvasilikos.com                                       [από το project «Colors of memory»]

 

Ο εθνολαϊκισμός λειτουργεί όπως οι φοβίες: δεν εξαφανίζονται, απλά, μετατοπίζονται.

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης

Ο John Gray για τη σύζευξη αθεϊσμού και ψευδοεπιστήμης στον Ρ. Ντόκινς

Σχολιάστε

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019,ISBN: 978-618-5077-43-3.

(…) Εάν η λατρεία της επιστήμης του Κοντ δημιούργησε κατά τον 19ο αιώνα ένα υποκατάστατο θρησκείας μαζί με την ψευδοεπιστήμη της φρενολογίας, ο Ντόκινς και οι οπαδοί του έχουν διανθίσει το δαρβινισμό με την ψευδοεπιστήμη των μιμιδίων – δηλαδή τις μονάδες πληροφορίας που ανταγωνίζονται για την επιβίωση σε μια διαδικασία φυσικής επιλογής σαν αυτή που λειτουργεί στα γονίδια. Όμως τα μιμίδια δεν είναι φυσικές οντότητες, όπως τα γονίδια. Δεν έχει βρεθεί κανείς μηχανισμός μέσω του οποίου τα μιμίδια θα μπορούσαν να αντιγράφουν τον εαυτό τους και να μεταδίδονται εντός ενός πολιτισμού ή μεταξύ πολιτισμών. Χωρίς κάποια μονάδα ή μηχανισμό επιλογής, η θεωρία των μιμιδίων δεν είναι καν θεωρία. (…)

(…) Τα μιμίδια είναι σαν τα λογικά άτομα του Βίτγκενσταϊν, θεωρητικές κατασκευές για τις όποιες δεν υπάρχει κανένα πειστικό παράδειγμα. (…) Ανυπόστατα σαν το φλόγιστο, τα μιμίδια εισάγονται ως έννοια με μοναδικό στόχο να στηρίξουν την ιδέα ότι η εξέλιξη εξηγεί τα πάντα.

Κάθε φορά που ο αθεϊσμός εμφανίστηκε ως οργανωμένο κίνημα στη νεωτερική εποχή, πάντοτε συμμάχησε με την ψευδοεπιστήμη. (…)

John GrayΕπτά τύποι αθεϊσμού, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκοςεκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2019, σελ. 33-35 (απόσπασμα)

Παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Πουλαντζά «Κράτος, κοινωνικές τάξεις, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός» την Τετάρτη 30/10/2019 στην Αθήνα

1 σχόλιο

Older Entries